Μεταξύ «τρέλας» και πραγματικότητας, δίπλα στους Slaine MacRoth, Elric, Jesse Custer και άλλους χάρτινους ήρωες, στέκει ψηλότερα από όλους ο Thomas Forsberg. Εννοείται και ολόκληρη η κληρονομιά του....

Altar Of Oblivion
In The Cesspit Of Divine Decay
Οι Δανοί φτάνουν στην heavy/doom κορυφή τους με δεκαεννέα χρόνια καθυστέρηση
Δεν κυλάει και άσχημα η φετινή χρονιά για το επικό doom metal έως τώρα. Αν αναλογιστεί κανείς την ποσότητά του τα τελευταία χρόνια, μάλλον πρόκειται για ενθαρρυντική εικόνα, η οποία συνοδεύεται και από αντίστοιχα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Τα καμάρια της Δανίας στο συγκεκριμένο ήχο, βάζουν και αυτά το χεράκι τους ώστε να ισχυροποιηθεί η παραπάνω συνθήκη. Μάλλον έφτασε η στιγμή να πραγματοποιήσουν και αυτοί το ξεπέταγμά τους.
Στο μυαλό μου, οι Δανοί φέρουν μπόλικα όμοια χαρακτηριστικά με τους Γερμανούς Wheel και εξηγούμαι: υπηρετούν κοινό μουσικό είδος, δεν είχαν απογοητεύσει και δεν είχαν ενθουσιάσει έως κάποια δεδομένη στιγμή. Οι μεν Γερμανοί έφτασαν στο επιθυμητό σημείο και αποτέλεσμα προ τριετίας, με το Preserved In Time να εκθειάζεται δικαίως και οι δε δείχνουν ικανότατοι για το παρόμοιο βήμα παραπάνω στον συγκεκριμένο τέταρτο δίσκο τους.
Αρκετές μπάντες έχουν αντλήσει θεματική έμπνευση από τους δύο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους και φαίνεται ότι αυτό το πηγάδι δε στερεύει με τίποτα. Τον ίδιο δρόμο λοιπόν ακολουθούν εκ νέου οι Altar of Oblivion, και πιο συγκεκριμένα μας μεταφέρουν στον Α’ Παγκόσμιο, με ιδιαίτερο ομολογουμένως τρόπο: βασίζονται στο ημερολόγιο τού προπάππου τού κιθαρίστα Martin, ο οποίος υπηρέτησε απρόθυμα στα χαρακώματα. Τονίζεται η λέξη για να μην υπάρξουν παρερμηνείες.
Δια χειρός του εξαιρετικού Paolo Girardi αποτυπώνεται η θεματική του δίσκου στο εξώφυλλο και από κει και πέρα αναλαμβάνει η μπάντα για τα περαιτέρω. Ορμητική έναρξη εις διπλούν μέσω των δύο πρώτων συνθέσεων, καθιστώντας προφανές ότι τούτη τη φορά τα πράγματα σοβαρεύουν και θα ασχοληθούμε μαζί τους για τα καλά. Επενδύουν σε ήχο και παραγωγή που παραπέμπουν σε εντελώς heavy metal αισθητική, αναλογικού ύφους και περασμένων δεκαετιών, με θετικότατο αποτέλεσμα.
Σαφώς και ξεχωρίζουν τα φωνητικά του Mik Mentor, οπερατικής απόδοσης, μετρημένης πάντως, δίχως να φτάνουν σε ενοχλητικά επίπεδα πχ Messiah (ορίστε, το ομολογώ). Οι ρυθμοί, αναμενόμενα μεσαίοι, στιγμιαία ανεβασμένοι ώστε να μην καταντήσουν κουραστικοί. Εξίσου σημαντική παράμετρος και το κιθαριστικό ηχόχρωμα, Paradise Lost άποψης. Ιδανικό για να προσδώσει το απαιτούμενο βάθος και την ανάλογη ατμόσφαιρα σε μια ιστορία που σκορπά θάνατο, μιζέρια και δυστυχία.
Η ροή του δίσκου δε διακόπτεται για κανέναν λόγο, φροντίζει η ποιότητα των συνθέσεων για αυτό, καθώς πρόκειται ταυτόχρονα για δίσκο συνόλου αλλά και στιγμών του. Δυσκολεύτηκα (και ακόμα δυσκολεύομαι) να εντοπίσω αγαπημένη σύνθεση, η μπάντα μας βγάζει με ευκολία από τέτοια διλήμματα και προβληματισμούς. Άντε, για απόψε θα πω το Silent Pain μόνο και μόνο για τον τρόπο που ξεκινά και για το πώς εξελίσσεται. Έχει και ρεφρενάρα. Μπα, τελικά ψηφίζω τη δραματικότητα του ομώνυμου. Σκ@τά.
Ακούγοντας τη νέα προσπάθεια των Δανών νιώθω πως το «κάλλιο αργά παρά ποτέ» ειπώθηκε για τέτοιες περιπτώσεις. Ό,τι ακούγεται στον δίσκο βρίσκεται στα σπάργανα από το 2005 με τη μορφή demos και υποτίθεται πως θα αποτελούσε το ντεμπούτο της μπάντας. Υπέροχα γαμάτο. Η πρωτότυπη και πρώιμη μορφή των Altar of Oblivion εμφανίζεται με δεκαεννέα χρόνια καθυστέρηση, την πλέον κατάλληλη στιγμή. Τη στιγμή που κάνουν τη δική τους υπέρβαση.