Ian McLagan & The Bump Band

Never Say Never

Proper (2008)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 28/08/2008
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι Small Faces και η συνέχειά τους, Faces, έχουν μείνει στην ιστορία ως τα συγκροτήματα που θεμελίωσαν την καριέρα των κατεχόντων θέση ημίθεου στη ροκ μυθολογία: Steve Marriott και Ron Wood/Rod Stewart αντίστοιχα. Υπό τη θέαση αυτή, όμως, είναι εύκολο να παραγνωρίσει κανείς τη σημασία της συμμετοχής σε αυτά τα σχήματα των υπόλοιπων μελών και συγκεκριμένα κυρίως του μπασίστα Ronnie Lane και του Ian McLagan στα πλήκτρα, η περίπτωση του οποίου μας αφορά και πιο άμεσα.

Ο McLagan ακολούθησε solo καριέρα μετά τη διάλυση των Faces, με σποραδικές κυκλοφορίες δίσκων και φέτος ολοκλήρωσε το πιο πρόσφατο εγχείρημά του, παρέα με τη μόνιμη συνοδεία του, τη Bump Band. Έμελλε δε αυτό να στιγματιστεί από το θάνατο της συζύγου του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, αφού η δημιουργία του ξεκίνησε λίγο μετά.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ένα πνεύμα μελαγχολίας αλλά και τρυφερότητας διαπνέει ολόκληρο το "Never Say Never". Από το εναρκτήριο και ομότιτλο του δίσκου κομμάτι, ακόμα, είναι φανερό ότι, πέρα από καινούργια κυκλοφορία, το συγκεκριμένο άλμπουμ θα λειτουργήσει και σαν κατάθεση ψυχής, εξομολόγηση και εξαγνισμός του καλλιτέχνη από τα φαντάσματα που τον στοιχειώνουν.

Αποτελούμενο στη συντριπτική του πλειοψηφία από mid-tempo ή down-tempo συνθέσεις και μόλις ένα-δυο rock-n-rollάκια, περιλαμβάνει δέκα τραγούδια, όπου, φυσικά, τα πλήκτρα κυριαρχούν. Τα περισσότερα κομμάτια κινούνται γύρω από μία έξυπνη φράση στα πλήκτρα και μία ταιριαστή φωνητική μελωδία με όμορφο ρεφρέν, με την ενορχήστρωση να αναλαμβάνει τα υπόλοιπα. Αν και δε λείπουν κάποιες πιο folk και soul στιγμές, σε γενικές γραμμές το άλμπουμ υπηρετεί πιστά το κλασικό ροκ, έχοντας μία αμερικανική πάντως προσέγγιση. Όλες οι συνθέσεις ανήκουν στον ίδιο, το "I Will Follow" πάντως, αν δεν κάνω λάθος, είχε εμφανιστεί και στο "Best Of British" άλμπουμ του το 2000.

Η φωνή του McLagan έχει κάτι από την εκφραστικότητα και το «γρέζο» του Rod Stewart (αλίμονο αν τόσα χρόνια σύμπλευσης πήγαιναν χαμένα) αλλά, φευ, όχι και τις δυνατότητές της. Αναπληρώνει πάντως με την ειλικρίνεια της ερμηνείας. Επίσης, αν και οι ικανότητές του στα πλήκτρα δεν αμφισβητούνται, η προσέγγισή του εδώ είναι πολύ απλή και καθόλου τεχνοκρατική. Ούτως ή άλλως είναι ξεκάθαρο από την αρχή ότι ο δίσκος είναι αρκετά προσωπικός, προσπαθεί να μεταδώσει ένα κλίμα οικειότητας, να εστιάσει στη σύνθεση και ουδόλως ενδιαφέρεται να αναλωθεί αποδεικνύοντας τα ανούσια.

Παραβλέποντας το άθλιο εξώφυλλο, που πραγματικά μπορεί να απωθήσει κάθε επίδοξο αγοραστή, ο συγκεκριμένος δίσκος αποτελεί μία όμορφη συλλογή καλογραμμένων και συναισθηματικά φορτισμένων τραγουδιών που μπορούν να απευθυνθούν στο ροκ κοινό εν γένει. Ανάλογα πάντως τη στιγμή και την ψυχολογία του ακροατή μπορεί να ακουστεί είτε ως απλά ευχάριστη μουσική υπόκρουση στην καθημερινότητα, είτε ως δυνατό ερέθισμα του ψυχικού του κόσμου.

  • SHARE
  • TWEET