Iam Nothe: «Ό,τι λέω και κάνω είναι σαν μία φωτογραφία, κάτι φευγαλέο»

Ο Σπυρέας Σιντ, πρώην Cyanna (Mercury), εξομολογητικός και αναλυτικός περί του προϊόντος μίας διαφορετικής δουλειάς εν μέσω διαφορετικών καταστάσεων

Από τον Κώστα Σακκαλή, 17/10/2022 @ 13:53

Ακόμα κι αν δεν υπήρχε η πανδημία, η διαδικασία της δημιουργίας του πρώτου solo δίσκου του Σπυρέα Σιντ (Iam Nothe για τις ανάγκες της δισκογραφίας) θα ήταν από μόνη της ένα δύσκολο και απαιτητικό έργο, όπως είναι εμφανές από τις συνθήκες σύνθεσης και ηχογράφησης που μας περιγράφει στη συνέντευξη που είχαμε τη χαρά να πραγματοποιήσουμε.

Από την άλλη, το αποτέλεσμα τον δικαιώνει, προσφέροντας μία κυκλοφορία που είναι εύκολο για τον ακροατή να συνδεθεί μαζί της, κινούμενη όπως μας αναλύει ο δημιουργός της, γύρω από κάποιους άξονες: Η μουσική να «κουνάει», οι στίχοι να αποκαλύπτουν επιπλέον ερμηνείες σε μελλοντικές επισκέψεις και όλα αυτά φιλτραρισμένα υπό την προσωπική οπτική και τα βιώματα του καλλιτέχνη. Αυτό το τελευταίο σκαλίσαμε και λίγο παραπάνω σε μία συζήτηση που είναι τιμή μας ότι έγινε λίγο πιο αληθινή και εξομολογητική από ό,τι οι τυπικές συνεντεύξεις που έχουμε συνηθίσει.

Iam Nothe

Μιας και πάλι «κρύβεσαι» πίσω από ένα ψευδώνυμο και πάλι έχεις δημιουργήσει ένα συγκρότημα που περιλαμβάνει τον σταθερό συνεργάτη σου, τον αδελφό σου, τί θεωρείς ότι είναι αυτό που κάνει το "The Grand Design" περισσότερο προσωπικό δίσκο από ό,τι οι προηγούμενοί σου;

Καταρχάς, η σταθερή σύνθεση του δίσκου ισχύει εν μέρει. Είναι μόνο τα τύμπανα (Gustav Penka) και το μπάσο/ρυθμικές κιθάρες (Γιώργος Κατσάνος). Ο αδερφός μου (Nick Sid) είναι στα πλήκτρα στα τέσσερα κομμάτια ενώ στα υπόλοιπα τέσσερα μας βοήθησε ο Αλέξανδρος Δαρμής. Στη συνέχεια προστέθηκε ο Βαγγέλης Ανανίδης (Blvck Disco) στις lead κιθάρες για τρία κομμάτια και σ’ ένα ο Ιωσήφ Κυρίτσης. Αυτό που κάνει τον δίσκο πιο προσωπικό είναι ότι η διαδικασία αυτή τη φορά ήταν πολύ διαφορετική. Όταν πήρα την απόφαση να κάνω αυτό τον δίσκο, μόνος μου, είχα τρία μισoτελειωμένα τραγούδια από την εποχή των Cyanna Mercury -γι’ αυτό βλέπεις και στα credits το όνομα του αδερφού μου- αλλά ακόμα κι αυτά έπρεπε να τα ενορχηστρώσω απ΄το μηδέν και να τα ολοκληρώσω συνθετικά. Τα υπόλοιπα τα συνέθεσα, έκανα τα demos στο σπίτι, προγραμματίζοντας όλα τα μέρη με instruments και samples, κάποια τα κράτησα στο τελικό αποτέλεσμα, κάποια αντικαταστάθηκαν από τους προαναφερθέντες μουσικούς. Στην πορεία, με τη βοήθεια του Άλεξ Μπόλπαση, ο οποίος είτε ήταν παρών είτε του έστελνα κάθε φορά που ολοκλήρωνα κάποιο, λάμβανα feedback, σχόλια, κάνοντάς το μία συνεργασία, μία συλλογική προσπάθεια, έπρεπε να διαλέξουμε από τα 13 κομμάτια ποιά τελικά είναι εκείνα που θα μπουν στο άλμπουμ. Τότε, μπήκε ο Gustav και ο Κατσάνος, που έπρεπε να μάθουν τα κομμάτια, να τα μεταφέρουν στα αληθινά όργανα, να σμιλευτούν εκεί και με τη σειρά τους να προτείνουν και οι ίδιοι πράγματα. Αν και σου έχω μιλήσει για το πρακτικό κομμάτι της διαδικασίας, σε σχέση με τις προηγούμενες εμπειρίες μου, θα πρέπει να πω ότι ήταν διαφορετικό αυτό που συνέβαινε στο κεφάλι μου. Έχει μεγάλη διαφορά να είσαι μόνος σου, στο σπίτι σου, στο δωμάτιό σου, στον προσωπικό σου χώρο ή στούντιο και να φτιάχνεις, να δημιουργείς, να πειραματίζεσαι, να δοκιμάζεις χωρίς πίεση, χωρίς να υπολογίζεις την αισθητική, το γούστο, τα κριτήρια κάποιου άλλου. Είχα μόνο τον εαυτό μου να συμβουλεύομαι, να τσακώνομαι, να συμφωνώ ή να με κρίνει, πράγμα που δεν είναι απαραίτητα καλύτερο ή χειρότερο, αλλά είναι σίγουρα διαφορετικό.

Είχες ήδη στο μυαλό σου ποιούς συνεργάτες θα επιλέξεις να έχεις μαζί σου;

Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα. Όταν έφτασα σ’ ένα κομβικό σημείο, να έχω υλικό πέντε-έξι demos, τότε άρχισε ο Μπόλμπασης να μου προτείνει μουσικούς που θα ταίριαζαν ή θα τους άρεσε να συμμετάσχουν. Έγινε σταδιακά. Όταν έφτασα κάπου στο προτελευταίο κομμάτι πια, ήξερα ποιος θα παίξει, αλλά ο μεγαλύτερος όγκος της δημιουργικής δουλειάς έγινε χωρίς να το υπολογίζω. Δεν ήξερα καν αν θα παίξει ο αδερφός μου και αυτό στο λέω ειλικρινά. Παρόλο που είχαμε μιλήσει όταν πρωτοείχα ξεκινήσει το πρότζεκτ, καθώς έπρεπε να πάρω και τυπικά την άδειά του για να ολοκληρώσω μόνος μου τα τραγούδια απ΄την εποχή των Cyanna Mercury, η συμμετοχή του δεν ήταν κάτι που είχαμε συμφωνήσει. Ότι τελικά ταίριαζε στο υλικό και συνέβη, χωρίς προσυνεννόηση, ήταν ευχής έργον.

Τι ρόλο έπαιξε η καραντίνα στη δημιουργία του υλικού και στην ηχογράφησή του;

Η πρώτη καραντίνα, του ’20, συνέπεσε με την ολοκλήρωση των συνθέσεων/ενορχηστρώσεων των demos και τη διαλογή των οχτώ που θα ηχογραφηθούν. Έπαιξε πολύ θετικό ρόλο, μιας και είχε μείνει αρκετή «χαμαλοδουλειά» σε λεπτομέρειες που απαιτούσαν χρόνο στο σπίτι. Γιατί ξέρεις, για εμάς τους ψυχαναγκαστικούς, που μας κυριεύει μία κάποια εσωστρέφεια όταν έχουμε κάτι να κάνουμε και μας βοηθάει η απομόνωση, μας φάνηκε το πρώτο lockdown σαν...δώρο. Δεν είχαμε κάπου να πάμε για δουλειά ως dj, ούτε είχαμε καν την επιλογή να βγούμε απ’ το σπίτι, οπότε «αναγκαστικά» ασχολήθηκα με αυτό και λειτούργησε όμορφα. Το καλοκαίρι του ’20, με την άρση του, ξεκίνησαν οι ηχογραφήσεις του rhythm section και της κιθάρας. Ωστόσο, η δεύτερη δόση καραντίνας, τον χειμώνα, δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Είχαν μείνει τα πλήκτρα και η φωνή και έπρεπε να πάρω όλα τα tapes και να γράψω φωνή και εκεί κάπου «κώλωσα». Με κατέβαλε το κλίμα στο οποίο είχε μπει η χώρα μας, η κοινωνία, και ο κόσμος που είχε μπει στο τρίτο κύμα, ενώ η Ελλάδα στο δεύτερο, αφού δεν περάσαμε το πρώτο. Η μητέρα μου μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο για μία θεραπεία και την πήγαινα κάθε εβδομάδα στο Αλεξάνδρα και έβλεπα την κατάσταση του εθνικού συστήματος υγείας και αναπόφευκτα την κατάρρευσή του. Ήταν μία μαύρη περίοδος, όπου τα έσοδα λιγοστεύανε, περιμέναμε να πάρουμε κανένα επίδομα για να βγάλουμε τον μήνα, Εκείνη η περίοδος ήταν δύσκολη και ακολούθησε ο θάνατος της μητέρας μου τον Απρίλιο του ’21, αφού κόλλησε covid την τελευταία μέρα της θεραπείας της. Δυσκολεύτηκα και τα παράτησα, παγώσανε όλα για δύο μήνες και στο τέλος εκείνης της καραντίνας που ξεκινήσαμε να βγαίνουμε όλοι σιγά σιγά σαν τα σαλιγκάρια πήγα στο Suono να ηχογραφήσω τα τελευταία μέρη με τη βοήθεια του Μπόλπαση. Χωρίς αυτή δεν θα είχα καταφέρει να το ολοκληρώσω μόνος μου, σπίτι μου. Και έτσι ξεκίνησαν οι μίξεις. Οπότε, συνολικά, θα έλεγα ότι η καραντίνα ήταν ένα φιλί και δύο χαστούκια.

Iam Nothe - The Grand Design

Συλλυπητήρια αρχικά. Στην πραγματικότητα λοιπόν, η συναισθηματική αποτύπωση όλων αυτών που βίωσες, τόσο κοινωνικά όσο προσωπικά, δεν είναι στιχουργική ή συνθετική αλλά ερμηνευτική;

Ναι, γιατί είχαν ολοκληρωθεί στιχουργικά και συνθετικά από το ’19. Μέσα σ’ έναν χρόνο τα έγραψα όλα. Η εμπειρία της καραντίνας επηρέασε την ερμηνεία και τη διαδικασία της παραγωγής. Πώς δηλαδή μέσα στο Suono περάσαμε άπειρες ώρες με τον Άλεξ να τα edit-άρουμε, να τα ξεδιαλέγουμε, να προγραμματίζουμε την επόμενη ηχογράφηση και το με ποιόν θα είναι και τί θα περιλαμβάνει. Όλο αυτό επηρέασε την ατμόσφαιρα, το vibe, του δίσκου. Προφανώς χωρίς αυτή την εμπειρία ή την ψυχική φόρτιση, ο δίσκος θα ήταν άλλος. Τα ίδια τραγούδια σ’ έναν διαφορετικό δίσκο.

Νιώθω ότι υπάρχει μια γενικευμένη αίσθηση της ανάγκης του Τραγουδιστή να κρατηθεί από κάτι, σ’ένα περιβάλλον το οποίο καταρρέει, αυτό μου βγάζουν οι στίχοι και μάλιστα μερικές φορές αυτό εκφράζεται από μία θρησκευτική αναζήτηση, που δεν ξέρω αν αποτυπώνεται και στον τίτλο του άλμπουμ. Λέω ο Τραγουδιστής γιατί δεν ξέρω κατά πόσο ταυτίζεται η περσόνα του Iam Nothe με εσένα ή είναι μία περσόνα που διευκολύνει το να εκφράσεις εσύ κάποια πράγματα.

Είμαι εγώ, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή και τη δέχομαι τη διαπίστωση. Δεν μπορώ να δεσμευτώ ότι είμαι εγώ γενικά, καθώς αυτό είναι κάτι που ακόμα το ψάχνω, και αυτή η solo προσπάθεια ξεκινάει από ‘κει, απ’ την ανάγκη μου να ολοκληρωθώ ή τέλος πάντων να βαδίσω προς μία ωρίμανση ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης. Άρα, το ποιός τελικά εκφράζεται απ’ αυτούς τους στίχους ή απ’ αυτό το έργο είναι σχετικό, είναι σίγουρα αυτός που ήμουν εκείνη την περίοδο και όσο και να μην είμαι γενικά εκείνος, είμαι περισσότερο αυτός αυτή τη στιγμή παρά οποιοσδήποτε άλλος έχω υπάρξει σε προηγούμενες φάσεις της μουσικής μου πορείας. Ελπίζω να βγάζει νόημα αυτό που απάντησα (γέλια).

Απόλυτα και καταλαβαίνω απ’ τον ρυθμό που επιλέγεις τις λέξεις ότι το σκέφτεσαι πολύ προσεκτικά ποιά λέξη θα χρησιμοποιήσεις πού.

Προσπαθώ να υπάρχει κάποια συνοχή μέσα στο αφηρημένο, γιατί όπως καταλαβαίνεις δεν μ’ αρέσει και πολύ η ευκρίνεια ή καλύτερα η κυριολεξία. Γι’ αυτό εξάλλου μπαίνει και το θρησκευτικό στοιχείο στην έκφραση των θέλω και των πιο πνευματικών/υπαρξιακών ερωτημάτων. Για μένα αυτός είναι και ο μοναδικός λόγος ύπαρξης της θρησκείας και της αναζήτησης του Θείου στο ανθρώπινο είδος. Γι’ αυτό και δεν δέχομαι τον λόγο ύπαρξης οργανωμένης δογματικής θρησκείας, γενικότερα. Δεν είμαι κατά της θρησκείας και των πνευματικών αναζητήσεων των ανθρώπων, ούτε είμαι 100% της ύλης και πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα και η μεταφυσική είναι μπούρδα, σε καμία περίπτωση. Ίσα ίσα που πιστεύω ότι όσοι λένε τα παραπάνω είναι το ίδιο -ή σχεδόν το ίδιο- προβληματικοί και αντιδραστικοί στην πρόοδο όσο οι συντηρητικοί. Γενικά, προτιμώ να εκφράζομαι με όρους που είναι πιο ανοιχτοί σε ερμηνεία και αυτό, όχι επειδή θέλω να αποκρύπτω το τί σκέφτομαι ή τί θέλω να πω, αλλά για να αφήνω περιθώρια να διατυπώνεται μ’ έναν τρόπο που δείχνει την εξέλιξή του παρά την απόλυτη στάση του, μιας και δεν έχω φτάσει πουθενά ακόμα. Είμαι σ’ έναν δρόμο που ό,τι λέω και κάνω, πόσο μάλιστα ως στιχουργός και μουσικός είναι σαν ένα screenshot, μία φωτογραφία, κάτι φευγαλέο. Μελλοντικά, γυρνώντας πίσω θα βρίσκεις και εσύ ο ακροατής και εγώ ο δημιουργός, που πλέον παύω να έχω αυτό τον ρόλο και γίνομαι ακροατής του εαυτού μου, κάτι που μας είχε διαφύγει ή μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά.

Αρκετοί από τους στίχους σου απευθύνονται σε κάποιον, έχουν ένα πρόσωπο ή μια οντότητα από πίσω, στο οποίο είτε μιλάνε είτε ζητάνε βοήθεια. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι συνειδητό αλλά σίγουρα πατάει σ’ αυτό που μόλις είπες ότι ο κάθε ακροατής μπορεί να τοποθετήσει ό,τι έχει ανάγκη εκείνος να προβάλει.

Το δέχομαι και αυτό, τώρα δηλαδή που το λες και το παρατηρώ, αφού δεν έχει γίνει συνειδητά. Άλλοτε είναι ο Πατέρας Δημιουργός ή η Μητέρα Δημιουργός, άλλοτε μία ανώτερη δύναμη, η εξουσία, η ελίτ, το ανώτερο που μας καταπιέζει ή ο σύντροφος, ο ισότιμος, που συμβαδίζετε και περνάει τα ίδια με εσένα και μοιράζεστε τη διαπίστωση του τι συμβαίνει και ψάχνεις μία διαλεκτική σχέση με τον άλλον για να μοιραστεί το φορτίο και το άγχος της ζωής. Ίσως είναι που είμαι εσωστρεφής και ζω πολύ μες το κεφάλι μου.

Χρειάζεσαι δηλαδή κάποιον να του μιλάς για να γίνεσαι εξωστρεφής, αυτό μου λες. Θα μου αφήσεις μετά πενήντα ευρώ για τη συνεδρία.

Ο ψυχίατρος/ψυχοθεραπευτής μου θα είχε σίγουρα πολλά να σχολιάσει σε αυτά που έχω πει και μ’ έχει συμβουλεύσει μάλιστα να μην μιλάω στον εαυτό μου στο δεύτερο πρόσωπο, διότι έτσι εντείνω τη διάσπαση με το υπερεγώ μου. Είναι γνώρισμα της ψυχαναγκαστικής προσωπικότητας ότι υπάρχει κάτι μεγαλύτερο, πάνω από σένα, που επιβάλλει και επιβάλλεται και όταν μιλάς μέσα στο μυαλό σου με αυτόν που έχεις μέσα σου σαν να είναι κάποιος άλλος, εντείνεται ο διαχωρισμός και η προβληματική σχέση με τον εαυτό σου. Πρέπει να μιλάω στο πρώτο πρόσωπο. Τώρα βέβαια, η τέχνη δεν ελέγχεται και δεν μου είπε συγκεκριμένα για τους στίχους μου να μην μιλάω σε κάποιον (γέλια). Εκεί, είναι και δημιουργικό και θέμα ρόλου και παράστασης, οπότε ελπίζω να μου επιτρέπεται.

Σε έχει επηρεάσει γενικά;

Είναι πολύ σημαντικό πρόσωπο στη ζωή μου, θα σου πω το εξής. Είναι ένας καταπληκτικός δίσκος του Charles Mingus, "The Black Saint and the Sinner Lady", που στο οπισθόφυλλο αντί για liner notes έχει ένα σημείωμα από τον ψυχολόγο του. Μου φάνηκε τρομερά ενδιαφέρον όταν μου το είπε ο Βαγγέλης (Blvck Disco), μία περίοδο που του μίλαγα συνέχεια για τις συνεδρίες μου και με ρώτησε «γιατί δεν κάνεις αυτό που είχε κάνει ο Mingus το ’63;». Απόρησα εγώ, γιατί δεν το ήξερα, μπήκα να το βρω, να το διαβάσω και το πρότεινα πέρυσι στον ψυχοθεραπευτή μου: «Να ξέρετε ότι όταν έρθει η ώρα και τελειώσω τον δίσκο θα σας το ζητήσω, είτε κάνουμε βινύλιο είτε όχι, ή θα τυπωθεί από πίσω ή θα το κυκλοφορήσω online με το όνομά σας, αν δεν σας πειράζει». Και αφού άκουσε τον δίσκο, τον έζησε έτσι κι αλλιώς δύο χρόνια όσο τον έβλεπα ανά δύο εβδομάδες, έγραψε μία παράγραφο ως mini review. Περίμενα έναν μήνα το τί θα γράψει και ήταν πιο σημαντικό για μένα από οποιαδήποτε κριτική ενός blog/site κλπ. Μου ήρθε τώρα και είναι φοβερή η παράγραφος και δεν έχω αποφασίσει ακόμα πώς θα την αξιοποιήσω, θέλω σίγουρα όμως να το επικοινωνήσω γιατί είναι κομμάτι του δίσκου.

Διαπιστώνοντας ότι το "Grand Design" είναι στο μεγαλύτερο μέρος του αρκετά διαφορετικό από τις προηγούμενες δουλειές σου, έχω την απορία τι ήρθε πρώτο, η νέα κατεύθυνση που δεν χωρούσε στους Cyanna Mercury ή χωρίς τους Cyanna Mercury σκέφτηκες ότι είναι ευκαιρία για να ανοίξεις τους ορίζοντες και να κάνεις κάτι διαφορετικό

Η ειλικρινής απάντηση είναι το δεύτερο αλλά μου πέρασε και το πρώτο απ’ το μυαλό. Για έναν μήνα περίπου ήμουν σε φάση «τώρα είναι η ευκαιρία σου να κάνεις ό,τι σου κατέβει, όπως σου έρχεται τώρα, με τα ακούσματα που έχεις αυτή τη στιγμή» και να τον βγάλω Cyanna Mercury, σαν να είναι ο δεύτερος δίσκος τους. Έχοντας ως δεδομένο ότι θα μπει το "Damn You Devil, Damn You", ήμουν 99% σίγουρος ότι θα επιζήσει αυτό το κομμάτι και θα είναι στον δίσκο, όπως κι έγινε. Μόλις όμως, άρχισα να dem-άρω, να τα βάζω κάτω τα κομμάτια και να πειραματίζομαι με τις μελωδίες και τα grooves, συνήλθα, είδα ότι δεν θα ήταν σωστό, ούτε και τίμιο και οι Cyanna Mercury έχουν τελειώσει, ας μην τους «κουβαλάμε» παραπέρα.

Iam Nothe

Έχουν τελειώσει γενικά εννοείς ή για τον συγκεκριμένο δίσκο;

Έχουν τελειώσει γενικά και να σου πω και κάτι, έπαιξε ρόλο το πέρασμα από Cyanna σε Cyanna Mercury, τότε. Προφανώς επειδή ήμασταν σταθεροί εγώ και ο αδερφός μου, δικαιολογούσε το «ναι μεν διαλύσαμε τους πρώτους και πάμε να κάνουμε κάτι άλλο, αλλά εμείς είμαστε οι Cyanna οπότε να παίξουμε τα τραγούδια τους κι ας έχουμε το Mercury» το οποίο βάρυνε τους δεύτερους. Ήταν λίγο ψυχαναγκαστικό, με την κακή έννοια, το καταλαβαίνω τώρα και το παραδέχομαι. Παρόλο που θέλει ολόκληρη κουβέντα να σου εξηγήσω γιατί έγινε και γιατί δεν γινόταν διαφορετικά, εκ των υστέρων ίσως έπρεπε να γίνει μία παύση και να του άξιζε να είναι κάτι ξεχωριστό και ακέραιο. Να είναι ρε παιδάκι μου οι The Black Roses of Destruction ή The Mercury Rise Syndrome (γέλια). Όταν λοιπόν το ’18 άρχισα να γράφω το ένα κομμάτι μετά το άλλο, αναγκάστηκα για πρώτη φορά να μελετήσω μουσική, δεν είχα κάποιον μουσικό δίπλα μου να αναλάβει την εναρμόνιση. Έπρεπε να διαβάζω νότες, να μαθαίνω κλίμακες, να ψάχνω πώς γράφει το κάθε όργανο, πράγματα που δεν είχα κάνει. Στα είκοσι χρόνια, κάθε φορά που έγραφα και έδινα σε άλλους να τα ολοκληρώσουν ήταν ένα groove, μία μπασογραμμή και μία μελωδία από πάνω. Δεν έμπαινα στη διαδικασία να εναρμονίσω ή να βρω τα ακόρντα για να δώσω στο κομμάτι σχεδόν τη τελική του μορφή, παρά ελάχιστες φορές. Τώρα έπρεπε να το κάνω όλο, μόνος, και μάλιστα με υψηλότερες απαιτήσεις μουσικά, δεν ήταν πια απλές pop, folk ή psych οι συνθέσεις. Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία, πήρα την απόφαση να μην κουβαλήσω πάλι μαζί μου το παρελθόν σε κάτι καινούριο.

Μου κάνει εντύπωση που ανέφερες το "Damn You Devil, Damn You" σαν συνδετικό κρίκο ενώ το "Babylon Burn" θα μπορούσε να είναι στο "Archetypes".

Συμφωνώ, απλώς το "Babylon Burn" το έγραψα αργότερα, το ’19. Ήταν απ΄ τα κομμάτια που έγραψα αφού είχα αποφασίσει ότι θα είναι προσωπικός δίσκος. Εννοείται ότι πέρασαν μέσα του οι επιρροές του τότε και το έγραψα να κουνάει κοιτώντας την Ανατολή, αλλά να ροκάρει σαν Δύση, δεν άλλαξε τόσο πολύ το γούστο μου. Είναι ένα κομμάτι για να το παίξει μπάντα και να τζαμάρει, δεν είναι στη λογική του singer-songwriter, όπως το "Holding On" ή το "All the Lives I Never Led". Μπορεί να είναι συνδετικό ηχητικά, αλλά δεν είναι χρονοϊστορικά.

Διστάζω να χαρακτηρίσω το "The Grand Design" soul αλλά είναι soulful η ερμηνεία. Υπήρξε κάποια πρόκληση για τη φωνή σου, άλλαξες κάτι στον τρόπο που τραγουδούσες προκειμένου να αναδειχθεί αυτό το στοιχείο;

Όχι, ήταν αυτό που μου βγήκε άνετα και πηγαία. Ήταν μάλλον αυτό που επεδίωκα σ’ όλη μου τη ζωή και απλά δεν το καταλάβαινα, το απέφευγα ή δεν ταίριαζε στο περιβάλλον. Χαρακτηριστικά να σου πω, τυχαία χθες το βράδυ που «σκάλιζα» κάτι demos απ’ το ‘15, βρήκα ένα κομμάτι που είχαμε γράψει στα sessions του "Archetypes", που είναι μόνο πιάνο-φωνή, γιατί είχε ένα πιάνο με ουρά στο Artracks ο Μπόλπασης και ο Πρινιωτάκης. Δεν μπήκε ποτέ στο άλμπουμ καθώς ήταν εκτός κλίματος και κλίμακας. Να στο περιγράψω στο περίπου σαν να είναι οι Aerosmith και να παίζει ο Steven Tyler πιάνο όπως σε εισαγωγές κομματιών, διάσπαρτες στη δισκογραφία τους, που είναι λίγο soul, θα μπορούσε να είναι ο Bill Withers, απλώς ο Tyler βάζει το ροκ γρέζι. Σαν τον Eric Burdon, ένα τέτοιο πράγμα. Όπως καταλαβαίνεις, αναφώνησα «πω πω, κοίτα να δεις». Αυτό, αν το έπαιρνα τώρα και το έβαζα μέσα στο "The Grand Design", σαν ένα ιντερλούδιο γιατί είναι ενάμισι λεπτό, δεν θα ξεχώριζε απ’ το υπόλοιπο σύνολο. Πάντως, για να μιλήσω λίγο ακόμα για επιρροές και μία συνειδητή κατεύθυνση, έχω ακούσει πολύ Burdon τον τελευταίο καιρό, και μάλιστα Burdon με τους War, που για μένα είναι το ακριβές μίγμα λευκού ροκ τραγουδιστή με soulful ερμηνεία και πίσω μπάντα που παίζει afro-funk grooves. Αυτό θα ήταν και το ιδανικό live να κάνω αυτή τη στιγμή γι’ αυτό τον δίσκο, με πιο αναβαθμισμένη παραγωγική κατεύθυνση στον ήχο, στις υφές και στα tones, εννοείται, αλλά με αυτό ως σκεπτικό.

Τώρα που πιάσαμε τα soul/blues, να σου πω πως, προσωπικά, εντυπωσιάστηκα από τα δύο πιο soul/blues τραγούδια του δίσκου, στα οποία η κιθάρα του Blvck Disco φέρνει έναν ήχο που στην Ελλάδα δεν έχουμε συνηθίσει, και βρήκα εξαιρετικά ακριβή τη σύγκριση με Marcus King. Αναζήτησες αυτήν την κιθάρα γιατί ταίριαζε σε αυτό που άκουγες στο μυαλό σου ή ήταν κάτι που έφερε ο Blvck Disco και κλείδωσε με τη βάση που είχες διαμορφώσει;

Με τον Βαγγέλη είχαμε κάποτε τους Dirty Boy Floyd, μία cover blues band, για περίπου έναν χρόνο με μόνο δύο live. Παίζαμε B.B. King, Gary Clark Jr., Hendrix, το "All Along the Watchtower" αλλά στη βερσιόν του Paul Weller, που εμένα μ’ αρέσει και πιο πολύ, με μοναδικό ένα original το "There’s No End", σε μία πρωτόλεια μορφή του, πιο fuzzy rock. Το πήρα, το ξανά ενορχήστρωσα, το πέρασα λίγο από λογική Bill Withers "Grandma’s Hands" σε δεύτερα φωνητικά, του έβαλα και ένα soul κουπλέ όπου φεύγει η κιθάρα και το πλήκτρο από κάτω, το mellotron που το κάνει πιο soul. Ήρθε ο Βαγγέλης με το lead του και έφτασε στο αποτέλεσμα που άκουσες. Είχε γράψει το riff έτσι κι αλλιώς και είχα κρατήσει χώρο απ’ την πρώτη στιγμή για τα leads του στο μυαλό μου. Ήταν ένας συνδυασμός και των δυο, μιας και εκείνος προέρχεται απ’ αυτό το background και μ’ έχει βοηθήσει πολύ σε ακούσματα, ιδέες και αισθητική, από την εποχή που ήταν οδηγός και βοηθός σε tour των Cyanna Mercury. Οι δύο συνεργασίες μας λειτούργησαν χωρίς κανένα ζόρι και έδεσε μαγικά, οι αισθητικές μας ήταν έτοιμες.

Ένα άλλο στοιχείο που επίσης βρήκα εντυπωσιακό είναι ότι παρότι είναι δύσκολο να τοποθετήσεις κάθε τραγούδι ξεχωριστά στο ένα ίδιο μουσικό στυλ (ή άντε να μπορείς ανά δύο), υπάρχει ένα συνεκτικός παράγοντας σε όλο το άλμπουμ που του δίνει μία παράξενη ομοιογένεια. Ποιος θα έλεγες εσύ ότι είναι;

Για μένα, εκτός απ’ τη φωνή μου που αυτή είναι, είτε την αγαπάς είτε τη μισείς, είναι το groove που υπάρχει από κάτω. Όπου και να πηγαίνει ο ήχος, προς οποιαδήποτε ηχητική κατεύθυνση, blues/rock ή synth lead, ανατολίτικη ή δυτικότροπη, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος υπάρχει μία προσπάθεια να «κουνάει» το πράγμα. Δεν είναι ποτέ ασεξουάλ. Διότι εμένα μ’ αρέσει η μουσική να είναι χορευτική ακόμα και στα πιο μη χορευτικά.

Υπάρχουν σχέδια για ζωντανές εμφανίσεις;

Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο, προς το παρόν. Αν δεν υπάρξει κάποια καλή ευκαιρία συνεργασίας, δεν θα το κυνηγήσω για το ’22. Απ’ το ’23 βλέπουμε. Να φανταστώ η επόμενη ερώτηση είναι αν θα βγει σε βινύλιο;

(γέλιο) Είσαι μάστορας, και ναι, αλλά συγκεκριμένα γιατί σε κασέτα;

Κασέτα γιατί μου το πρότειναν τα παιδιά της Bitter Tea Records και θα αναλάβουν όλο το «τρέξιμο» και απλά είπα ναι. Σε περιορισμένο αριθμό και αυστηρά για φετιχιστές. Γενικά πλέον έχω διαμορφώσει και έναν χαρακτήρα όπου οτιδήποτε δεν τρώγεται, πίνεται, φοριέται, ανακυκλώνεται, γενικά δηλαδή να είναι κάτι που να έχει το ελάχιστο αποτύπωμα και τη μέγιστη χρησιμότητα στη ζωή μου, το βλέπω με επιφύλαξη. Έχω διαμορφώσει έναν αρνητισμό για τα υλικά πράγματα. Έχω μεγαλώσει αλλιώς και ξέρω τι πρέζα είναι να συλλέγεις πράγματα και δεν κατακρίνω κανέναν, παρόλα αυτά θέλω να πιστεύω ότι θα πορευτούμε σαν είδος απελευθερωμένοι από αυτό. Τώρα για το βινύλιο συγκεκριμένα, αν βρεθεί μία εταιρεία να θέλει να το αναλάβει με την ελάχιστη δική μου συμμετοχή, ευχαρίστως, αλλά έχει πάψει για εμένα να είναι προτεραιότητα.

  • SHARE
  • TWEET