Παύλος Παυλίδης: «Ο κόσμος διψάει για οτιδήποτε πιο εξωστρεφές, έντονο, εκτονωτικό»

Ο Παύλος μας γνωρίζει τον τελευταίο του δίσκο, θυμάται τα πρώτα χρόνια της Θεσσαλονίκης και ανακοινώνει το επερχόμενο άλμπουμ, που είναι σχεδόν έτοιμο!

Από την Κέρη Καραλή, 26/10/2015 @ 11:32
Λίγο πριν τις τελευταίες -για το 2015- εμφανίσεις των Παύλου Παυλίδη & B-Movies στις 31 Οκτώβρη και 7 Νοέμβρη στο Passport, και τον Δεκέμβρη στο Gagarin, συναντηθήκαμε κάπου στο κέντρο-απόκεντρο της Αθήνας. Ο Παύλος, μού γνώρισε καλύτερα τον τελευταίο δίσκο, "Στον Διπλανό Ουρανό", παρουσίαση του οποίου μπορείτε να διαβάσετε εδώ, θυμήθηκε μαζί μου τα πρώτα χρόνια της Θεσσαλονίκης, την σημασία του να είσαι «παρών» σε μια συναυλία, σ' έναν αυτοσχεδιασμό, σε μια ακρόαση ενός δίσκου βινυλίου, και ανακοίνωσε τον επερχόμενο δίσκο, που είναι σχεδόν έτοιμος!

Παύλο, παρ' όλο που ο χειμώνας έχει «μπει», και σε λίγο θα σε συναντήσουμε στο Passport, στις δύο συναυλίες που έχετε προγραμματίσει, θα ήθελα να γυρίσουμε λίγο πίσω τον χρόνο, στην συναυλία-επίλογο της καλοκαιρινής σας περιοδείας, στον χώρο Τεχνόπολις. Μου έλεγες στην αρχή της συζήτησής μας, πως εκείνη η συναυλία, της Παρασκευής 04 Σεπτεμβρίου, ήταν ίσως η καλύτερη της διαδρομής σου ως τώρα. Τι συνετέλεσε σ' αυτό;
Σίγουρα, ήταν η καλύτερη συναυλία, που εγώ έχω ζήσει από τότε που παίζω μουσική. Ήταν τόσο έντονο αυτό μέσα μου εκείνο το βράδυ κι είναι συνάρτηση πολλών πραγμάτων. Ίσως είναι και η οικειότητα που αποκτάς με κάποιον χώρο. Αλλά νομίζω ότι απολύτως καθοριστικό ήταν το πώς συμπεριφέρθηκε ο κόσμος από το πρώτο λεπτό, πριν καν το πρώτο λεπτό. Φαινόταν πως ήμασταν ήδη συντονισμένοι, μ' έναν κοινό στόχο και μια κοινή πρόθεση, για το τί θα ζήσουμε και εμείς και ο κόσμος. Μπορώ να πω, ότι ακόμα κι από την εποχή των Ξύλινων Σπαθιών, δεν ξέρω αν έχω ζήσει κάτι, όχι τόσο έντονα, αλλά τόσο όμορφα. Ίσως κι επειδή μεγαλώνουμε. Εξελίσσεται ο τρόπος που ζω μια συναυλία. Ίσως αυτή την φορά ήταν η πιο σπουδαία για μένα, ακριβώς για το πώς βίωσα αυτό το βράδυ.

Σου αρέσει που ο κόσμος, κατά την διάρκεια της συναυλίας, ζητεί συγκεκριμένα τραγούδια και αρκετές φορές επιμένει;
Αν υπάρχει ένα πρόγραμμα, το οποίο κυλάει ωραία και το οποίο το ακολουθούμε πιστά ως ένα σημείο του, από εκεί και πέρα, συνήθως προς το τέλος της συναυλίας, όταν έχει τελειώσει αυτό που εμείς ετοιμάσαμε, είναι ωραίο να μπορέσεις να ακολουθήσεις αυτό που θέλει ο κόσμος. Για να πω την αλήθεια, τα τελευταία δύο χρόνια εντυπωσιάζομαι από το ποια τραγούδια ζητάει ο κόσμος. Ενώ παλιότερα ήταν Σπαθιά, Σπαθιά, Σπαθιά, είναι φοβερό που σε μια μεγάλη συναυλία με δυόμιση, τρεις χιλιάδες κόσμο, όπως είχε η συναυλία στην Τεχνόπολη, κάποιος να ζητάει τον "Κηπουρό", σ' ένα σημείο του προγράμματος, που είναι όλα σε πλήρη ένταση και παλμό. Οπότε είναι αρκετές οι φορές, που προς το τέλος του προγράμματος, διαμορφώνεται ένα καινούργιο πρόγραμμα από τον κόσμο. Καμιά φορά είναι πολύ πετυχημένο, όχι πάντοτε, αλλά κάποιες φόρες έχει μια εξέλιξη η βραδιά, πολύ ωραία.

Παύλος Παυλίδης

Η ψυχική σου διάθεση πριν το live μεταφέρεται στην σκηνή ή μόλις ανέβεις στο πάλκο όλα αλλάζουν;
Το live είναι από μόνο του μια συγκεκριμένη τελετουργία, η οποία με τα χρόνια εξελίσσεται σε δύο κατευθύνσεις. Από την μια αποκτάς μια άνεση με αυτό και από την άλλη -βέβαια- κινδυνεύεις να παγιδευτείς σε κάποια μανιέρα. Οπότε προσπαθώ να ζω εκείνη την βραδιά, αυτό που συμβαίνει εκείνη την στιγμή, και νομίζω ότι τις περισσότερες φορές το καταφέρνω. Ειδικά σε τέτοιες βραδιές, που υπάρχει τέτοια φωτιά, τέτοιος παλμός από τον κόσμο, διαστέλλεται ο χρόνος σε βαθμό που ένα τραγούδι τριών λεπτών, σου φαίνεται ότι έχει κρατήσει μισή ώρα. Όλα είναι έντονα!

Στον τελευταίο δίσκο "Στον Διπλανό Ουρανό", ήδη από τον τίτλο υποδηλώνονται ο Χρόνος και ο Τόπος. Πόσο σημαντικές και καθοριστικές είναι ετούτες οι παράμετροι;
Νομίζω ότι είναι παρόντα έτσι κι αλλιώς. Δεν αισθάνομαι ότι με το που μπαίνω στην μουσική καταργείται ο τόπος ή ο χρόνος. Σίγουρα, αλλάζει ο τρόπος που βιώνουμε τον χρόνο, κατά την διάρκεια ενός τραγουδιού. Σκέψου ότι, ενώ ο προφορικός λόγος έχει έναν ρυθμό, επάνω-κάτω σαν αυτόν που έχουμε τώρα που μιλάμε, ξαφνικά σ' ένα αργό τραγούδι, οι λέξεις αποκτούν μια άλλη διάσταση. Ακόμα δεν το έχω συνηθίσει. Ακόμα μου φαίνεται πολύ τρελό το ότι οι άνθρωποι τραγουδάνε, ακόμα προσπαθώ να καταλάβω γιατί το κάνουν. Ίσως να είναι αυτό που λες, αλλάζει το βίωμα του χρόνου ίσως και του τόπου. Όλα μεταμορφώνονται σε κάτι μαγικό.

Σαν η μουσική να διαρρηγνύει την πραγματικότητα, μέσω της φαντασίας.
Ας πούμε ναι, ότι κάνει αυτό, ίσως είναι αρκετά εύστοχο όπως το θέτεις. Μάλλον αυτό είναι. Αλλάζει η αίσθηση που βιώνουμε τον τόπο και τον χρόνο. Δεν είναι τυχαίο ίσως, που και οι άνθρωποι τραγουδώντας, κλείνουν τα μάτια και είναι σαν να έχουν αλλάξει όλα. Ίσως είναι εσωτερική ανάγκη. Νομίζω πως η φαντασία ενεργοποιεί αυτό το κομμάτι της ψυχής μας, του εγκεφάλου μας και είναι η τιμητική της! Αλλά νομίζω πως σ' όλες τις τέχνες συμβαίνει αυτό. Απλώς στην μουσική και ειδικά στο τραγούδι ίσως λίγο περισσότερο, επειδή είναι τόσο βιωματικό, είναι ένα συμβάν, έχει μια διάρκεια στον χρόνο από τρία μέχρι τριάντα λεπτά, όσο μπορεί να τραγουδάει ο καθένας.

Ο δίσκος «κατεβαίνει» από τον "Διπλανό Ουρανό" και «βουτάει» στο "Νερό" (Θάλασσα). Υπάρχει κάποια ψυχική -πρωτίστως- σύνδεση με τα δύο στοιχεία, τα οποία παραμένουν παρόντα στην διάρκεια αυτού του έργου;
Όσον αφορά στον ουρανό, ειδικά σ' αυτήν την περίπτωση, και λέγοντας την φράση "Στο Διπλανό Ουρανό", κάποιος μπορεί να φανταστεί ότι μιλάω για μια παράλληλη πραγματικότητα, ενώ στην ουσία, μιλάω για ό,τι πιο κοντινό. Ο "Διπλανός Ουρανός" είναι ο διπλανός μας άνθρωπος. Ο κάθε άνθρωπος, από μόνος του, ζει στον δικό του ουρανό και υπάρχουν τόσοι ουρανοί και τόσοι κόσμοι όσοι και άνθρωποι, ή και ζωάκια, γιατί να τα εξαιρέσει κανείς! Μάλιστα, αν προσέξεις το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου μιλάει για τους ανθρώπους και μάλιστα για τους ανθρώπους που «ζουν στον διπλανό μου ουρανό». Είναι σαν να σε σπρώχνει ο τίτλος, να κοιτάξεις τον διπλανό σου και να καταλάβεις ότι αυτός, από μόνος του, είναι ένα ολόκληρο σύμπαν. Ότι και μόνο που αντιλαμβάνεται -με τον δικό του τρόπο- τον κόσμο, άρα υπάρχει ο κόσμος του και είναι πραγματικός. Και όλοι οι άνθρωποι, ο καθένας ξεχωριστά είναι ένας κόσμος, γι' αυτό αξίζει που υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι, αλλιώς, ίσως ο θεός θα κατασκεύαζε μόνον έναν και θα υπήρχε μόνον ένας ουρανός.

Και το στοιχείο του Νερού; Γιατί το νερό και όχι η φωτιά, για παράδειγμα;
Μια απ' τις φράσεις που συνηθίζω να λέω είναι ότι το πιο παράξενο πράγμα που έχω δει στον κόσμο, από τότε που γεννήθηκα, είναι το νερό. Και δεν μου κάνει εντύπωση που θεωρείται η μήτρα της ζωής και ταυτίζεται μ' αυτήν. Κάποτε είχα δει ένα ντοκιμαντέρ, που εκινείτο στα όρια του μεταφυσικού. Ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος που περιέγραφε πώς αντιδρά το νερό σε σχέση με την δική μας αύρα. Σχεδόν αντιδράει σαν ζωντανός οργανισμός, ανάλογα με τις συνθήκες που υπάρχουν γύρω του. Και η φωτιά είναι πολύ παράξενη, μπορεί ακόμα πιο παράξενη, κι ίσως να είναι το στοιχείο που εξηγεί τα πάντα. Καμιά φορά λέω στον εαυτό μου, αν κάποιος παρατηρήσει τα ξύλα που καίγονται, ίσως καταλάβει τα πάντα για τον κόσμο, απλώς το νερό είναι πιο συχνά μπροστά μου.

Τι γίνεται όμως με την ρευστότητα των πραγμάτων; Σε τρομάζει ή την ψάχνεις;
Νομίζω πως ο τρόπος που ζω είναι πλήρης ρευστότητας. Αυτός ο τρόπος του να μετακινείσαι συνέχεια και να ζεις έντονα, μέσα από τις συναυλίες και την συνεχή επαφή με τον κόσμο, αλλά και η ενασχόληση με την ίδια την μουσική είναι κάτι το τελείως ρευστό. Είναι εντελώς διαφορετικό από το να φτιάχνεις παπούτσια, κάτι το οποίο σέβομαι. Κι ο πατέρας μου μικρός ήταν τσαγκάρης, αλλά επάνω-κάτω τα παπούτσια είναι συνήθως ίδια, ενώ η μουσική είναι τόσο διαφορετική κάθε φορά, ή μπορεί να είναι.

Στην περίπτωση του υποδηματοποιού, το καλούπι αποτελεί βασικό του εργαλείο, ενώ στην περίπτωση της μουσικής το καλούπι έχει μια διαφορετική αξία. Μπαίνεις εύκολα σε καλούπι;
Σίγουρα χωρίς να το καταλαβαίνουμε, η σφραγίδα -ας πούμε- του κάθε τραγουδοποιού είναι και κάποιου είδους καλούπι. Δεν το θεωρώ απαραίτητα κάτι κακό, όπως επίσης, δεν θεωρώ καθόλου κακό το να αφήνεις τα καλούπια σου και να ψάχνεις συνέχεια την νέα φόρμα.

Παύλος Παυλίδης & B-Movies - Στον Διπλανό Ουρανό

Η στιχουργική σου στον -εν λόγω- δίσκο γίνεται αρκετά περιγραφική, με την χρήση σχημάτων λόγου και συγκεκριμένα των παρομοιώσεων και των μεταφορών. Θα μπορούσα να υποθέσω πως έτσι αντιλαμβάνεσαι και την ζωή σου, σαν σχήμα λόγου;
Δεν το έχω σκεφτεί να σου πω την αλήθεια. Το σίγουρο είναι, ότι ο τρόπος που γράφω, στον οποίο -ας πούμε- κυριαρχούν ίσως οι περιγραφές και τα φωτογραφικά ή κινηματογραφικά πλάνα, καμιά φορά έχει να κάνει με το ότι από την φύση μου και στην καθημερινότητά μου, μού αρέσει ιδιαίτερα να παρατηρώ. Σίγουρα, ο τρόπος που βλέπω τα πράγματα γύρω μου αποτυπώνεται στους στίχους.

Οι στίχοι μου θυμίζουν τις γραμμές κάποιου εφηβικού ημερολογίου, που υποδέχεται τις σκέψεις ενός εφήβου -εν σχέσει- με τον κόσμο και με το τι ενδεχομένως θα συναντήσει στο διάβα της ζωής του. Τι διαβάζεις πίσω από τις λέξεις των στίχων σου;
Την θεώρησα πολύ εύστοχη αυτήν την παρατήρησή σου. Νομίζω ότι ειδικά σ' αυτόν τον δίσκο συμβαίνει αυτό και ότι είναι σαν να έχω κάνει -όπως λες- κάποιες εφηβικές, ίσως και παιδικές ζωγραφιές. Δηλαδή ο χρόνος, η θάλασσα, το ποτάμι, είναι σαν ένα παιδάκι που πάει να σχεδιάσει ένα σπίτι. Σαν να θέλω να βρω -στιχουργικά- σ' αυτόν τον δίσκο, την πηγή των πραγμάτων. Σαν να είναι ένας δίσκος με -ας πούμε- απλές ζωγραφιές. Αρκετά συνειδητά το έκανα. Ήξερα πως την ώρα που πάω να γράψω ένα τραγούδι, την "Θάλασσα", μου έρχονταν στο μυαλό όλα τα τραγούδια που έχουν να κάνουν με την θάλασσα, και υπάρχουν αριστουργήματα, τρομακτικά σπουδαία, τα οποία ξέρουμε οι περισσότεροι, που έχουν μείνει στο χρόνο. Αισθανόμουν λοιπόν, σαν να κάνω κάποιο τόλμημα, σαν να πάω να φτιάξω την δικιά μου θάλασσα, τον δικό μου χρόνο, και αυτό με τρόμαζε στην αρχή. Αλλά από το αποτέλεσμα, εκ των υστέρων, νομίζω ότι καλά έκανα.

Άρα θα μπορούσα να υποθέσω ότι αποδίδοντας -κατά τέτοιον τρόπο- ό,τι είχες κατά νου, έκλεισες κι έναν κύκλο, ή κάποιον «λογαριασμό» με το παρελθόν;
Σίγουρα σε κάποιο βαθμό έγινε αυτό. Δηλαδή σ' αυτόν τον δίσκο έκλεισα και κάποιους, όπως λες, παλιούς λογαριασμούς, με αυτό που αποκαλούμε λυρικότητα. Μπορεί να το έφτασα και λίγο στο τέρμα, σε κάποια κομμάτια όπως στην "Θάλασσα". Έλεγα στον εαυτό μου, ότι ίσως το παράκανα, ειδικά σε μια εποχή τόσο ακραία κυνική και -ας το πούμε- αντιλυρική, ότι έμοιαζε σχεδόν σαν υπερβολή αυτό που κάνω, το ότι ήμουν συνέχεια στα όρια του ρομαντισμού, όπου κινδυνεύεις -διαρκώς- αισθητικά. Από την άλλη είχα παρέα τον Coti, που εκτιμώ το γούστο του και μου αρέσει πολύ όλο αυτό που κάνει, οπότε αισθανόμουν ότι -κατά κάποιο τρόπο- με βοηθάει να ξεπεράσω τέτοιου είδους φόβους και ότι θα με διορθώσει, αν κάτι πάει να ξεφύγει. Οπότε αφέθηκα και λίγο σ’ όλον αυτόν τον λυρισμό και ας τον πούμε ρομαντισμό.

Είσαι άνθρωπος ρομαντικός;
Νομίζω ότι όσο και οι περισσότεροι άνθρωποι. Πιστεύω ότι όλοι έχουμε αυτό το στοιχείο μέσα μας και κάποια στιγμή, είναι η ζωή που το βάζει λίγο στην άκρη, και η πραγματικότητα όπως κατρακυλάει, που τον καθιστά άχρηστο, αν όχι επιβαρυντικό και καμιά φορά επικίνδυνο. Αλλά μ' αρέσει να μπαίνω και σ' αυτό το δωμάτιο. Κι έπειτα, την έννοια του ρομαντικού δεν την συνέδεα ποτέ με το ρομάντζο. Πάντοτε στο μυαλό μου, ο τρόπος που εμφανίστηκε ως κίνημα της τέχνης ήταν ως κάτι το βίαιο και ορμητικό. Αυτό προσπαθώ να κρατώ στο μυαλό μου.

Όπως είπες πριν, βιώνουμε τον κυνισμό και την βιαιότητα των καιρών. Ο δίσκος ετούτος δεν αποτελεί μια αντίφαση; Δηλαδή στους καιρούς της απόλυτης εξωστρέφειας, εσύ προσφέρεις «τροφή» για το «θηρίο» της εσωστρέφειας.
Σίγουρα ζούμε την εποχή που υπάρχει τέτοια πίεση στον κόσμο, που σαν όντως να διψάει για οτιδήποτε πιο εξωστρεφές, έντονο, εκτονωτικό. Καμιά φορά όμως, μου βγαίνει και σαν «αντίδραση», ας το πω έτσι, σαν να μου φαίνεται, ότι πάει η εποχή να μου επιβάλει τον ρυθμό της και με κάποιο τρόπο προσπαθώ να αντισταθώ. Το ότι κάποιος τραγουδάει απαλά, μέσα σ' όλον αυτόν τον κόσμο που γκρεμίζεται, μου φαίνεται και σαν μια πράξη διαμαρτυρίας.

Γι' αυτό οι ενορχηστρώσεις του δίσκου είναι τόσο απέριττες, λιτές, ίσως και για κάποιους «εύκολες»;
Κοίτα, βγήκε ένα δελτίο Τύπου, στο οποίο η φράση «λιτές ενορχηστρώσεις» μού έκανε εντύπωση. Δεν το συνέταξα εγώ, αλλά μια κοπέλα που δουλεύει στην Inner Ear, η Μαρία Παρούση, η οποία έγραψε για το πώς εκείνη αντιλαμβανόταν ότι αξίζει να παρουσιαστεί αυτός ο δίσκος. Και ενώ μου φάνηκε πολύ εύστοχο το κείμενό της και την ευχαρίστησα γι' αυτό, μού έκανε εντύπωση αυτή η φράση «λιτές ενορχηστρώσεις». Ειλικρινά, πίστευα πως δεν είναι λιτές. Λιτή ενορχήστρωση είναι ν' ακούς ένα πιάνο και μια φωνή, ή μια κιθάρα, μια φωνή κι ένα τσέλο, και μου έκανε τεράστια εντύπωση, που δεν υπάρχει ούτε μία συνέντευξη, ούτε μία κριτική, που να μην αναφέρεται στις «λιτές ενορχηστρώσεις». Ειλικρινά, νομίζω πως ίσως δεν είναι τόσο εύστοχος χαρακτηρισμός γι' αυτόν τον δίσκο. Οι ενορχηστρώσεις είναι αρκετά περίπλοκες. Το αν το αποτέλεσμα που βγαίνει, δίνει κάτι συμπαγές και φαντάζει απλό, τότε είναι απλώς πετυχημένο.

Προφανώς, το «λιτές ενορχηστρώσεις» αναφέρεται στο ότι δεν υπάρχουν μουσικές «εκρήξεις» στον δίσκο.
Αν το δούμε από αυτήν την σκοπιά, σίγουρα είναι ένας δίσκος όπου λείπουν οι «εκρήξεις». Αυτούς τους δίσκους, τους λέω «μουσική για αιώρα», όπου δεν γίνεται κανένα «μπουμ», οπότε δεν κινδυνεύεις και να πέσεις! Είναι -ας πούμε- ένας δίσκος χαμηλών τόνων.

Παύλος Παυλίδης

Η ομορφιά κρύβεται στην απλότητα των πραγμάτων ή στην πολυπλοκότητά τους;
Η ομορφιά βρίσκεται νομίζω σε όλα τα πράγματα. Συνήθως όμως, όταν κάτι είναι απλό και βαθύ είναι συγκινητικό και σπουδαίο. Υπάρχουν περίπλοκα έργα στην μουσική όπως και περίπλοκοι πίνακες, που σου μεταδίδουν -όμως- κάτι τόσο απλό και συγκεκριμένο. Ας πούμε, δεν μπορεί να πει κανείς ότι η Guernica του Picasso είναι μια απλή σύνθεση. Παρ' όλα αυτά, η γροθιά που δέχεσαι στο στομάχι της ψυχής σου είναι απλούστατη, συμπαγής και πολύ συγκεκριμένη. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι -εν τέλει- είναι ένα απλό έργο. Όμως, παραμένει ένα απλό έργο, όσον αφορά στην πρόθεση και στο αποτέλεσμα. Όπως επίσης, όταν διαβάζουμε κάτι που είναι πολύ δυνατό και είναι δυο γραμμές, τότε ταράζεται η ψυχή μας. Εγώ το θαυμάζω αυτό.

Ο Καβάφης για παράδειγμα, ανήκει σ' αυτήν την κατηγορία. Κατάφερε σε ελάχιστους στίχους να αποδίδει σπουδαία νοήματα.
Φυσικά! Και καταλαβαίνουμε πάντοτε την κάθε φράση, τι λέει. Είναι πολύ ξεκάθαρος, αλλά απλός δεν είναι με τίποτα.

Συχνά στις συναυλίες αισθάνομαι ότι ακούω κάτι καινούργιο, το οποίο ναι μεν είναι γνώριμο, αλλά ταυτοχρόνως είναι και κάτι Άλλο. Ποιά η σημασία του αυτοσχεδιασμού στην μουσική σας;
Είναι καθοριστικός για μένα. Οι Β-Movies είναι ένα συγκρότημα που έχει κάνει ελάχιστες πρόβες. Έχει παίξει όμως πάρα πολύ live και στην ουσία έχουμε ανακαλύψει τα κομμάτια επί σκηνής, χρόνο με τον χρόνο κι από συναυλία σε συναυλία, κι αυτό είναι ένα πολύ δυνατό κομμάτι της ζωής μας. Ενώ υπάρχει ένα πρόγραμμα το οποίο, όλοι μας το κοιτάμε και ξέρουμε πιο είναι το επόμενο κομμάτι, ειλικρινά, τις περισσότερες φορές, δεν ξέρουμε τι ακριβώς θα συμβεί. Ακόμα και σε κομμάτια πάρα πολύ γνωστά και πάρα πολύ απλά στη δομή τους, τα οποία δεν έχουν κανένα μέρος αυτοσχεδιαστικό, είναι το κομμάτι της ερμηνείας, το οποίο πάντοτε σου δίνει αυτή τη δυνατότητα, το να ζήσεις αυτήν την βραδιά -όντως- σαν να είναι η πρώτη και η τελευταία. Νομίζω πως είναι πολύ σπουδαίο και το καταλαβαίνει αυτό ο κόσμος, το ότι δεν πας να επαναλάβεις τα λόγια, αλλά να ζήσεις το ίδιο κείμενο και να το ανακαλύψεις εξαρχής, να το ερμηνεύσεις εξαρχής. Είναι συνταρακτικό όταν συμβαίνει. Δεν έχουμε πάντοτε την ενέργεια και την δύναμη στην διάρκεια τριών ωρών να το καταφέρουμε, αλλά ως πρόθεση από εμάς, είναι σίγουρο πως υπάρχει, κι είναι κι αυτό που θαυμάζω σ' αυτήν την παρέα, ότι πάντοτε το στοιχείο της έκπληξης είναι «παρών» και αναμενόμενο στο επόμενο χτύπημα. Σου ζητάει να είσαι «παρών», για να κάνεις το επόμενο βήμα, μ' έναν καινούργιο τρόπο.

Και το βινύλιο σου ζητεί να είσαι «παρών» την ώρα της ακρόασης. Πρέπει να είσαι κάπου εκεί γύρω του, δεν είναι όπως π.χ. το CD, που το βάζεις και περιφέρεσαι.
Σίγουρα τα παλιά μέσα, κι αυτά από μόνα τους έχουν κάποιου είδους τελετουργία. Ακόμα και ο τρόπος που πιάνεις ένα βινύλιο είναι διαφορετικός από το usb και το CD. Ειδικά η διαδικασία της ακρόασης με τα βινύλια και τα πικάπ, νομίζω πως δεν είναι τυχαίο, που είναι ακόμα ζωντανός αυτός ο τρόπος. Και φυσικά το αποτέλεσμα του ήχου που έχει. Γιατί η κοπή του βινυλίου επεμβαίνει στο τελικό αποτέλεσμα του ήχου, όπως και η βελόνα του πικάπ. Όλα συμμετέχουν, ακόμα κι αυτή η αίσθηση του ότι μπορεί να γρατζουνιστεί και να φθαρεί το κάνει πιο μοναδικό. Εμείς έχουμε ζήσει αυτήν την εποχή και με τα Ξύλινα Σπαθιά έχουμε προλάβει όλη την μαγεία και την διαδικασία του αναλογικού ήχου, που ξεκινούσε από τα στούντιο, από τα μπομπινόφωνα που γράφαμε. Πηγαίναμε στο στούντιο και πίναμε καφέ, περιμένοντας να ετοιμαστούν οι κεφαλές, να απομαγνητιστούν, να καθαριστούν, και ακριβώς επειδή δεν υπήρχαν τόσες δυνατότητες για edit, σχεδόν μηδενικές, ακόμα και σε κάποιες κονσόλες που ήταν καταπληκτικές, δεν υπήρχε ο αυτοματισμός, όπως -ας πούμε- στην καταπληκτική Trident του Γιώργου Πεντζίκη στη Θεσσαλονίκη, που έχουμε γράψει τους πρώτους δίσκους. Θυμάμαι όλη η μπάντα, ο καθένας μας να πιάνει από ένα κουμπί, από ένα volume. Ήταν σαν χορογραφία το mix. Κι ενώ τώρα υπάρχουν όλες οι δυνατότητες του απόλυτου αυτοματισμού και φτάνεις πολύ πιο εύκολα σ' αυτό που θεωρείς τέλειο αποτέλεσμα, τελικό προορισμό, εκείνη η διαδικασία μού έχει λείψει στ' αλήθεια. Ήταν πάνω σε μια κονσόλα οκτώ άνθρωποι κι ο καθένας είχε αναλάβει να κάνει από τρεις ή τέσσερις κινήσεις. Αν ένας έκανε λάθος, το πηγαίναμε όλο από την αρχή. Ήταν φοβερό! Φυσικά και οι απαιτήσεις στην ηχογράφηση, από τους παίκτες, εκείνη την εποχή, ήταν τελείως άλλες. Δηλαδή, έπρεπε να μπεις και να το κάνεις. Δεν θα σε διόρθωνε κανείς. Θυμάμαι, ώσπου να τελειώσουν τα τύμπανα και το μπάσο, που ήταν η βάση, τα θεμέλια των ηχογραφήσεων, περιμέναμε καιρό, γιατί δεν μπορούσες να πας -εκ των υστέρων- να διορθώσεις κάτι. Και ταυτόχρονα καταλάβαινες ότι και οι ηχολήπτες, τεχνικά, είχαν τελειοποιήσει κάποια πράγματα, τα οποία σήμερα δεν χρειάζονται καν, όπως το drop in και drop out, το πώς να πιάσεις και να ράψεις ένα κομμάτι. Και φυσικά, τότε, οι αδυναμίες ενός παίχτη στο στούντιο ήταν εμφανείς, ενώ τώρα δημιουργούνται αρκετά πλασματικά αποτελέσματα, σε σχέση με τις αληθινές δυνατότητες. Συμμετείχε το «λάθος» περισσότερο, και ίσως γι' αυτό εκείνοι οι δίσκοι έχουν μια ζωντάνια και μια φλόγα, που αρχίζει και εκλείπει. Τώρα οι παραγωγές είναι πιο άρτιες όσον αφορά στον ήχο και συχνοτικά, βλέπεις ότι έχουν προχωρήσει πολύ τα πράγματα. Ακούς παραγωγές που έχουν βγει από home studio και είναι απίστευτες. Πάντοτε όμως, υπάρχει ο κίνδυνος να κονσερβοποιηθεί και να υπερτελειοποιηθεί κάτι, το οποίο την ώρα που το κάνεις το θεωρείς σωστό, αλλά αν το ακούσεις μετά από καιρό, καταλαβαίνεις πως εκείνη η ηχογράφηση, με τις ατέλειές της, είχε μια γοητεία, που τελικά χάθηκε καθώς τελειοποιούσες κάτι. Κάποτε σύχναζα σ' ένα στούντιο κάποιων φίλων όπου υπήρχε μια φωτογραφία από κάποιο νησί, νομίζω, ή από κάποιο χωριό, με κάποιον αγγειοπλάστη, ή ζωγράφο -δεν θυμάμαι- κάποιο μάστορα λαϊκής τέχνης, που νομίζω πως είχε γράψει «το λάθος είναι ανώτερον της τέχνης», και τότε μου είχε κάνει πολύ εντύπωση. Δεν ξέρω, όλα αυτά που λέμε, ίσως να χωράνε στην δική του φράση!

Παύλος Παυλίδης

Ακούς μουσική;
Φυσικά και ακούω. Σίγουρα όταν δουλεύεις πολλές ώρες, κάποια στιγμή διψάνε τ' αφτιά για ησυχία, για παύση. Έχω την τύχη να απομακρύνομαι αρκετά συχνά από τον θόρυβο της πόλης, που κι αυτός καμιά φορά σε ξεκουράζει, ακριβώς επειδή είναι χαοτικός, όπως ο ήχος ενός καταρράκτη. Σίγουρα είναι καλό κάποια διαστήματα να μην ακούμε μουσική, αλλά εγώ μιλάω πάντοτε με την λογική ενός ανθρώπου, ο οποίος έτσι κι αλλιώς, ακούει μουσική, ακριβώς επειδή φτιάχνει και μουσική. Αλλά και ως ακροατής, εξακολουθώ να είμαι φανατικός, δηλαδή απολαμβάνω την μουσική.

Διαβάζοντας μια πρόσφατη συνέντευξή σου, διέκρινα κάποια απογοήτευση -εν σχέσει- με όλα όσα δεν βγήκαν στο «ελληνόφωνο ηλεκτρικό τραγούδι», μετά την πλούσια δεκαετία του '90. «Μου λείπουν αρκετά τα καινούργια πρόσωπα στο ελληνόφωνο ηλεκτρικό τραγούδι, οι νέοι ποιητές, οι νέοι στιχουργοί», είπες στην Καθημερινή. Αλήθεια, μέσα σε τούτη την μετριότητα υπάρχουν νέοι καλλιτέχνες που ξεχωρίζουν;
Νομίζω πως την απάντηση, την έχει κάνει αρκετά απλή -πια- ο Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy), με μία συλλογή που έκανε ο ίδιος, από ελληνόφωνο ηλεκτρικό τραγούδι και την οποία έχει ανεβάσει στο youtube. Με τεράστια χαρά την παρακολούθησα και μπορώ να πω ότι έχει μέσα καταπληκτικά πράγματα, και αποτελεί έναν σπουδαίο οδηγό. Τόσο ο Αλέξανδρος, όσο και ο Felizol που είδα σε μια συναυλία τους, και πολλά ακόμα ονόματα μου έκαναν εντύπωση και μπορεί να πει κανείς πως, όντως υπάρχει μια νέα γενιά, την οποία, αν την χαρακτηρίζει κάτι, είναι η αντισυμβατικότητα και ο τρόπος που δεν μεταφέρει την δεκαετία του '90 ή του '80 στο σήμερα, που δεν μιμείται τις Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά, τον Σιδηρόπουλο, τον Πουλικάκο και δημιουργεί ένα υγειές νέο ψυχιατρείο στην καρδιά των πόλεων, το οποίο, φαίνεται ότι πολύ καλά κάνει και υπάρχει, κι αν κάποια στιγμή γίνει και πιο μαζικό δεν θα μου κάνει καμιά εντύπωση.

Ο χώρος σου, παρατηρώ, όπως τον έχεις φτιάξει, φιλοξενεί μόνον την παρουσία σου και κάπου-κάπου υποδέχεται τους προσκεκλημένους σου. Αισθάνομαι όμως ψήγματα μοναξιάς. Την απολαμβάνεις, την επιζητείς την μοναξιά;
Σε διαβεβαιώ πως έχω ζήσει πολύ πιο μοναχικές περιόδους από αυτή. Στο κάτω-κάτω, βρισκόμαστε, ας πούμε, στο κέντρο της πόλης! Σίγουρα έχω ζήσει πολύ πιο μοναχικά διαστήματα. Ένα από αυτά, η πιο έντονη περίοδος απομόνωσης -εκ των πραγμάτων- ήταν το αντίστοιχο στούντιο, που είχα στην Αμοργό. Εκεί μιλάμε για ησυχία, που φτάνει στα όρια του πόνου. Και την απολαμβάνω και την αποζητώ. Ενώ στο κομμάτι της μουσικής, δεν χορταίνω την παρέα, το κομμάτι της στιχουργικής -εκ των πραγμάτων- σου ζητάει την απομόνωση. Οπότε, επειδή πολύ μεγάλο κομμάτι της δουλειάς μου είναι το στιχουργικό, ζω σε ησυχία και απομόνωση πολλές ώρες. Δεν γίνεται κι αλλιώς.

Ο τελευταίος δίσκος θεωρώ πως έχει αξία να ειδωθεί ως ένα ενιαίο σώμα, ως ενιαία εσωτερική περιήγηση. Έγινε συνειδητά αυτό;
Ειδικά σ' αυτόν τον δίσκο νομίζω, ότι ήταν πολύ ξεκάθαρη αυτή η πρόθεση και το συμφωνήσαμε και με τον Coti απ' την αρχή. Ότι θα κάνουμε κάτι τέτοιο, γι' αυτό και έχουν αποκλειστεί και κάποια κομμάτια, τα οποία είναι ήδη γνωστά στον κόσμο, τα περίμενε ο κόσμος σ' αυτόν τον δίσκο. Ίσως κάποιοι να απογοητεύτηκαν που δεν υπήρχαν, ας πούμε, "Ο Πύργος Του Ποτέ" ή "Οι Ακτές Του Παραδείσου" και κάποια άλλα κομμάτια, τα οποία θα είναι στον επόμενο, ο οποίος είναι σχεδόν έτοιμος. Αλλά ακριβώς, θέλαμε να υπηρετήσουμε ένα ύφος συγκεκριμένο. Κάτι αντίστοιχο είχα κάνει με το "Αφού Λοιπόν Ξεχάστηκα", πριν από δέκα χρόνια, και για μένα, αυτός ο τελευταίος δίσκος είναι ο δεύτερος τόμος. Σίγουρα κάποια στιγμή θα θελήσω πάλι να κάνω κάτι τέτοιο. Τώρα, σ' αυτόν που έρχεται, θα είναι πιο πλούσιο το πρόγραμμα.

Άρα το ότι κάθε τρία χρόνια βγάζεις κι έναν δίσκο, σιγά-σιγά καταρρίπτεται;
Ναι, έγινε κάθε δύο χρόνια, και τώρα φοβάμαι ότι όπως πάω, την επόμενη άνοιξη λογικά, αν όλα πάνε καλά, θα έχουμε έναν επόμενο δίσκο. Είναι και το ότι στ' αλήθεια πιστεύω πως τα τραγούδια δεν πρέπει να χρονίζουν πολύ στα συρτάρια. Πιστεύω πως είναι καλό να «ξεφορτωνόμαστε» πράγματα, τα οποία είναι καινούργια, ολοκληρωμένα.

Η αποδοχή ενός δίσκου από τον κόσμο σε αγχώνει, την σκέπτεσαι;
Είναι αρκετά εύκολη η απάντηση και ειδικά μ' αυτόν τον δίσκο, γιατί αν είχα άγχος για την αποδοχή, μόνον έναν τέτοιο δίσκο δεν θα έκανα. Από την άλλη βγάζω έναν δίσκο όταν μου αρέσει, όταν θα μου άρεσε να τον ακούσω στο ραδιόφωνο. Είναι αρκετά τα χρόνια που το κάνω αυτό και αισθάνομαι τόση αγάπη και αποδοχή από τον κόσμο, και συμπαράσταση σε όλη αυτήν την πορεία. Μάς έχει στηρίξει ο κόσμος όλα αυτά τα χρόνια και ακόμα το κάνει. Μάλιστα, στην δική μου την περίπτωση, που δεν κάνω ένα συγκεκριμένο πράγμα, καμιά φορά αιφνιδιάζω τον κόσμο, που περιμένει ν' ακούσει κάτι άλλο. Τελικά όμως, έχει δημιουργηθεί ένας αρκετά μεγάλος πυρήνας ανθρώπων, στον οποίον ίσως αυτό ακριβώς αρέσει, που δεν ξέρει πιο θα είναι το επόμενο βήμα. Συμπορευόμαστε μ' αυτόν τον κόσμο, ο οποίος, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, ανανεώνεται μ' έναν τρόπο συγκινητικό, κυρίως όσον αφορά στο νεαρόκοσμο, και αυτό είναι που μου κάνει μεγάλη εντύπωση. Γιατί στην ουσία, οι δίσκοι που κάνω τα τελευταία χρόνια είναι λιγότερο νεανικοί και η ίδια η στιχουργική μοιάζει να απευθύνεται σε πιο μεγάλες ηλικίες, παρ' όλα αυτά, βλέπω ότι τα νεαρά παιδιά στηρίζουν πάρα πολύ όλο αυτό το κομμάτι το στιχουργικό, κι ενώ εγώ έχω την εντύπωση ότι απομακρύνομαι από αυτά, τελικά με πλησιάζουν εκείνα.

Πόσο δύσκολο ήταν να δημιουργήσεις τον δικό σου «πυρήνα» κόσμου, σαν ξεχωριστή οντότητα από αυτήν που ήσουν στα Ξύλινα Σπαθιά;
Ούτε δύσκολο ούτε εύκολο. Ακολουθώ το ένστικτό μου και προχωρώ σε πράγματα που θέλω -έτσι κι αλλιώς- να κάνω. Πια, μετά από τόσα χρόνια, υπάρχουν και τραγούδια από τα Ξύλινα Σπαθιά, που είναι και δημοφιλή και αγαπητά και αυτό σου δίνει την δύναμη να πας παρακάτω. Κι επειδή αυτό κάνω όλα αυτά τα χρόνια, τα περίπου δεκαπέντε από την διάλυση των Ξύλινων Σπαθιών, γι' αυτό και δεν έχω ενοχές, να επιστρέφω σε τραγούδια παλιά και να τα εντάσσω στο πρόγραμμα. Αισθάνομαι, ότι σχεδόν τα ξεχνώ, ακριβώς επειδή απομακρύνομαι από αυτά και εξερευνώ άλλες περιοχές. Επίσης, αφήνω και λίγο την μουσική να με οδηγεί. Δεν οργανώνομαι απέναντί της. Πιστεύω ότι αν πω πως θα κάνω έναν «τέτοιο» δίσκο, είναι σαν να βάζω εμπόδια στον εαυτό μου και δεν θέλω να βάζω τέτοια εμπόδια. Αφήνομαι στην μουσική και στους στίχους, μαζεύεται ένα υλικό και αυτό περισσότερο με οδηγεί, παρά εγώ οδηγώ τον εαυτό μου. Πέρυσι συνειδητοποίησα ότι έχω είκοσι μπαλάντες, και είπα να βάλω τις δέκα σ' έναν δίσκο.

Παύλος Παυλίδης

«Οι εποχές αλλάζουνε», γράφεις στο τραγούδι "Μια Ήσυχη Βροχή", όμως καταλήγεις πως «σ' αυτό το σπίτι πάντα επιστρέφεις». Ποιό είναι αυτό το «σπίτι» για σένα;
Αυτό έχει να κάνει και με το πραγματικό και με το φαντασιακό. Έτσι κι αλλιώς, το σπίτι μου το πατρικό είναι στην Βέροια. Εκεί συναντώ κάποιες μυρωδιές, που δεν τις συναντώ αλλού και ενεργοποιούν στον εγκέφαλό μου πολύ συγκεκριμένα συναισθήματα. Ας πούμε ότι είναι κάτι σαν «μέτρο» το πατρικό μας σπίτι. Επιστρέφοντας εκεί, ίσως μόνον εκεί -στ' αλήθεια- μπορείς να δεις πόσο προχώρησες, πόσο άλλαξες, πόσο ίδιος είσαι σε κάποια πράγματα, από αυτήν την άποψη είναι -σαφώς- σημαντικό. Από την άλλη, ποτέ δεν ήμουν ο άνθρωπος, του οποίου το σπίτι είναι το κέντρο του. Περισσότερο αισθανόμουν ότι το σπίτι μου είναι η εθνική οδός. Και συχνά λέω, πως περισσότερο αισθάνομαι συγγενικό επάγγελμα τους επαγγελματίες οδηγούς - νταλικέρηδες, παρά τους καλλιτέχνες. Κι επειδή πάντοτε το σπίτι μου ήταν ένα μέρος από το οποίο έφευγα, πολύ περισσότερο -ίσως- απ' ότι θα έπρεπε, αν υπάρχει τέτοιο «πρέπει», έτσι ήταν η δικιά μου πορεία η μοίρα˙ στην ουσία είναι και το πού επιστρέφει ο καθένας, δηλαδή στο εσωτερικό του «μέτρο». Αλλά και το πώς καταλαβαίνει ο ίδιος ότι προχωράει το «μέσα» του. Σίγουρα πάντως, οικειότητα μεγάλη αισθάνομαι με τους ανοιχτούς δρόμους και η νοσταλγία μου έχει να κάνει με αυτούς περισσότερο, παρά με οποιοδήποτε σπίτι.

Η επιταγή του «πρέπει» υπάρχει στην ζωή σου;
Ναι, ναι! Προσπαθώ καμιά φορά, να κάνω αυτό που λέει ξεκάθαρα κι ο ποιητής: «πιάσε το πρέπει από το γιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι».

www.pavlospavlidis.gr
  • SHARE
  • TWEET