Thomas Giles

Don't Touch The Outside

Sumerian (2018)
Από τον Αντώνη Καλαμούτσο, 11/12/2018
Βουτιά στα εσώτερα ενός εκ των αξιολογότερων δημιουργών του μοντέρνου progressive metal
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το 2018 ήταν μια πολύ καλή χρονιά για τον Tommy Rogers. Ο τραγουδιστής/κιμπορντίστας των Between The Buried And Me είδε τα δύο μέρη των "Automata" να συναντούν μαζικά θερμή αποδοχή από κοινό και κριτικούς και από κάθε άποψη η κυκλοφορία του τέταρτου προσωπικού του άλμπουμ ως Thomas Giles είναι τέλεια συγχρονισμένη. Το momentum της δημοτικότητας των BTBAM στο παρόν είναι ικανό να μαγνητίσει περισσότερα βλέμματα στην προσωπική του δουλειά, επεκτείνοντας ταυτόχρονα το ηχητικό σύμπαν της μπάντας.

Η εκλεκτική διάθεση του Giles είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στο "Don’t Touch The Outside". Επιθυμώντας προφανώς να ξεδιπλώσει όλη την γκάμα των επιρροών αλλά και των συνθετικών του ικανοτήτων, μας παρουσιάζει ένα πολυπρισματικό μουσικό μωσαϊκό πολλών και συχνά ασυνάρτητων ιδιωμάτων, πάντα κάτω από μία μοντέρνα και αορίστως εναλλακτική ομπρέλα. Τα εναρκτήρια "Church Friends" και "Incomplet" διαθέτουν αρκετά alt-prog στοιχεία μέσα σε μια αρκούντως σκοτεινή και θεατρική διάθεση, από εκεί κι έπειτα όμως το άλμπουμ βουτάει σε πιο ηλεκτρονικά νερά. Υπάρχουν από Floyd-ίζοντα έως και new age ηχοτόπια ("Radiate", "Awake From Death", "Exordium"), καθαρή electronica ("Everyone Is Everywhere"), σκιώδης folk ("Sway", "Mr Sunshine"), φτάνοντας ως και τα κατώφλια ενός πραγματικού πειραματισμού ("I Win", "Take Your Seats, Time Gentlemen"). Δύσκολο να κουβαλήσεις πολλά καρπούζια κάτω από μια μασχάλη και δεν θα μπορούσε κάποιος να απαιτήσει βέβαια από τον Giles να τα καταφέρει παντού με την ίδια επιτυχία.

Το κερασάκι στην τούρτα - και δόλωμα - είναι φυσικά οι συνεργασίες που εμπεριέχονται στο "Don't Touch The Outside", με τον Giles να εξασφαλίζει τις συμμετοχές δύο εκ των κορυφαίων Νορβηγών ερμηνευτών του χθες και του σήμερα. Ο Einar Solberg των Leprous μπορεί να έχει μάλλον διακοσμητικό ρόλο στο "Everyone Is Everywhere", η λυρική του χροιά όμως αρκεί στο να προσθέσει μια ξεχωριστή υφή στο τραγούδι. Για τον δε Kristoffer Rygg των Ulver τα λόγια περιττεύουν, ο άνθρωπος θα ήταν ικανός να μας ανατριχιάσει ακόμα και σε διαφήμιση απορρυπαντικού, πόσο μάλλον σε ένα όμορφα μελωδικό ντουέτο όπως του "Milan". Μια τρίτη συνεργασία, ίσως λιγότερο εμπορική αλλά καθόλου αμελητέα ως προς το καλλιτεχνικό της αποτέλεσμα, είναι αυτή του Carley Coma των Candiria, το ραπάρισμα του οποίου στο "I Win" προσθέτει μια ιδιαίτερη πινελιά σε ένα, έτσι κι αλλιώς «προχωρημένο» και στα όρια του noise track.

Φαντάζομαι ότι το άλμπουμ μπορεί να ειδωθεί από δύο σκοπιές. Μπορεί κάποιος να θαυμάσει την προσωπική κι ελεύθερη συνθετική ιδιοσυγκρασία του Thomas Giles, την πολυσυλλεκτικότητα του και το ταλέντο του να αγγίζει διάφορα είδη, με ένα φίλτρο που ανήκει στη γενιά και την εποχή του. Από την άλλη, το "Don't Touch The Outside" δεν θεωρώ ότι διαθέτει κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα ως προς την αφήγηση και το μοντάζ του, μην καταφέρνοντας να διαμορφώσει συνεκτικότητα και ομοιογένεια. Το προαναφερθέν "Milan", το εναλλασσόμενο από rock σε μια κάποια dark americana "Incomplet", και το industrial rock του "Weather Moods/Panic Start" αποτελούν στιγμές που κατά τη γνώμη μου ξεχωρίζουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποιο από τα υπόλοιπα δέκα tracks είναι αδύναμο. Το άλμπουμ έχει τόσα διαφορετικά στιλ που ο καθένας μπορεί να βρει κάτι πιο κοντά στο δικό του γούστο.

Συμπερασματικά, το "Don’t Touch The Outside" λειτουργεί θαυμάσια αν κάποιος επιθυμεί να γνωρίσει από κοντά τις αρετές και τις καταβολές ενός γνήσια ανήσυχου και καθαρά «ενεργού» μουσικού όπως ο Thomas Giles. Για τους υπόλοιπους, πρόκειται για ένα άλμπουμ με πολλές αξιόλογες και απροσδόκητες στιγμές που αποκαλύπτουν ένα πληθωρικό μουσικό ταλέντο, όχι όμως και το άγγιγμα της ιδιοφυίας. Ευτυχώς για τον ίδιο, σε καμία στιγμή δεν αισθάνθηκα ότι επικοινωνεί τη μουσική του ως τέτοιος.

Όσοι, λοιπόν, δεν είναι πιουρίστες και διαθέτουν πνεύμα περιπέτειας μπορούν να κοπιάσουν άφοβα.

  • SHARE
  • TWEET