Lancer

Mastery

Nuclear Blast (2017)
Από τον Σπύρο Κούκα, 09/01/2017
Ανοίγει τον χορό των σημαντικών φετινών power metal κυκλοφοριών με τον πλέον ενθαρρυντικό τρόπο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αυτοί οι Σουηδοί μάλλον έχουν βαλθεί να αναγεννήσουν κάθε ένα από τα κλασσικά ιδιώματα του σκληρού ήχου. Δεν εξηγείται αλλιώς, αφού μετά το '70s heavy rock και heavy metal revival, σειρά φαίνεται πως παίρνει εκείνο του πολύπαθου τα τελευταία χρόνια power metal, με τη νέα φουρνιά των σουηδικών φιντανιών του είδους να έχει αρχίσει να αντρώνεται σιγά-σιγά. Έτσι, λίγους μήνες μετά το εντυπωσιακό (αν και λίγο υπερβολικό) δεύτερο άλμπουμ - breakthrough των Twilight Force, έρχονται οι Lancer να μας παρουσιάσουν το τρίτο τους άλμπουμ, το φιλόδοξο "Mastery".

Έχοντας, πλέον, τις πλάτες μιας κραταιάς δισκογραφικής, το νέο πόνημα των Σουηδών power metallers μοιάζει να έχει όλα τα εχέγγυα για να τους καθιερώσει στη νέα γενιά των σημαντικών ονομάτων του είδους. Άλλωστε, τα διαπιστευτήρια υπήρχαν ήδη από τα "Lancer" και "Second Storm" άλμπουμ που έχουν προηγηθεί, με το νέο δίσκο να έρχεται για να προσθέσει ακόμη περισσότερα hooks στις συνθετικές τους μανιέρες, οι οποίες εδώ εμφανίζονται πιο δουλεμένες από ποτέ.

Με το Maiden-ικό παράγοντα της μουσικής τους να έχει ατονήσει μερικώς, ενισχύοντας αντιστοίχως την Edguy oriented συνθετική οπτική που ανέκαθεν υπήρχε στις δουλειές τους, το "Mastery" δεν θυμίζει το "Hellfire Club" μονάχα στο εξώφυλλο του. Αντιθέτως, μουσικά ο δίσκος θα μπορούσε να παρομοιαστεί με το υποθετικό μεταβατικό βήμα ανάμεσα στο "Mandrake" και στο "Hellfire Club" των Edguy, υπό το πρίσμα των πιο κλασσικομεταλλικών δυναμικών των Hammerfall.

Παράλληλα, λοιπόν, με τις αναμενόμενες ηχητικές παραπομπές στο δίπολο των Helloween/Gamma Ray, οι οποίοι, ως πατέρες του είδους, εντάσσονται στο πεδίο των άμεσων επιρροών όλων των προαναφερθέντων μπαντών, το αποτέλεσμα βρίθει ανατατικών μελωδιών, δημιουργικών αλλαγών σε ρυθμούς και διαθέσεις και, τελικά, ποιοτικής ποικιλομορφίας, παίζοντας, συγχρόνως, άριστα το παιχνίδι της εκδήλωσης των επιρροών τους, με τρόπο τέτοιο που να μη χάνεται υπό το βάρος των συγκρίσεων.

Σημαντικό credit στην επιτυχία του όλου εγχειρήματος πιστώνεται ξεκάθαρα στον frontman Isak Stenvall, με τον Σουηδό τραγουδιστή να ερμηνεύει έχοντας τον τεράστιο Michael Kiske ως σημείο αναφοράς, αλλά θυμίζοντας περισσότερο μια μίξη των χαμηλών συχνοτήτων του Joacim Cans με τις πιο ψηλές του Tobias Sammet. Παρά το ότι η συνολική του ερμηνεία αμφιταλαντεύεται στην κατηγορία του "love it or hate it", εν τέλει, το γεγονός της άμεσης αναγνωρισιμότητας και των δυνατοτήτων της φωνής του, με βρίσκει να ανήκω στους υποστηρικτές της, αναμένοντας συγχρόνως την πλήρη ωρίμανση της.

Ωστόσο, ιδιαίτερη μνεία απαιτείται να δοθεί στον Emil Oberg, καθώς ο μπασίστας των Lancer είναι εκείνος που δίνει στο ρυθμικό υπόβαθρο των συνθέσεων μια ανεπιτήδευτα παιχνιδιάρικη διάθεση, προσδίδοντας τους ξεχωριστή υπόσταση. Ξεκάθαρα επηρεασμένος από τους Markus Grosskopf και Steve Harris, αναδεικνύει το κάργα Kai Hansen-ικό (της Gamma Ray περιόδου) "Freedom Eaters" σε μια από τις καλύτερες συνθέσεις του δίσκου, χάρη στις κυρίαρχες μπασογραμμές που καθοδηγούν εξαρχής το κομμάτι μέχρι (και πέραν από) τη χορωδιακή κορύφωση του.

Μικροενστάσεις, βέβαια, υπάρχουν, αν και δεν αφορούν τόσο θέματα μουσικής φύσεως, όσο παραγωγής και μίξης. Βάσει των λεγομένων της μπάντας, στόχος της παραγωγής υπήρξε η πιο ωμή απόδοση της μουσικής της, επιδιώκοντας έναν πιο οργανικό, «γυμνό» ήχο, κοντά σε εκείνον των ζωντανών της εμφανίσεων. Παρά το γεγονός, όμως, της συμμετοχής των πεπειραμένων Gustav Ydenius και Michael "Miro" Rodenberg σε αυτήν, στα αυτιά μου μοιάζει λίγο στεγνή, ανισσόροπη αν θέλετε, δίχως, όμως, να μπορεί αυτό να μειώσει την ουσία του άλμπουμ.

Συνοψίζοντας, δεν ξέρω αν ο νέος δίσκος των Lancer τους προσφέρει το πολυπόθητο breakthrough σε ένα μεγαλύτερο ακροατήριο, αλλά σίγουρα αποτελεί μια πολύ δυνατή δουλειά για το είδος της, η οποία ανοίγει τον χορό των σημαντικών power metal κυκλοφοριών για το νέο έτος με τον πλέον ενθαρρυντικό τρόπο.

  • SHARE
  • TWEET