Glenn Hughes

First Underground Nuclear Kitchen

Frontiers (2008)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 21/05/2008
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Τα τελευταία χρόνια ο Glenn Hughes έχει αρχίσει να μαυρίζει επικίνδυνα. Όχι, δεν έχει την αντίστροφη ασθένεια από αυτή του Michael Jackson. Τα ενδιαφέροντά του όμως δείχνουν να τον τραβάνε προς τη «μαύρη» μουσική, με πρώτη τη soul και τώρα τη funk, όπως εξάλλου υποδηλώνει και o τίτλος του νέου του δίσκου: "F.U.N.K.". Αρωγός και συνεπιβάτης στο ταξίδι του αυτό είναι ο drummer Chad Smith των Red Hot Chili Peppers, συνηθισμένος και ο ίδιος στο είδος αυτό μέσα από την «κύρια» απασχόλησή του.

Ο Hughes, εκτός από ένας θαυμάσιος τραγουδιστής, «η φωνή του ροκ» όπως τον βάφτισαν οι KLF, είναι βεβαίως και ένας εξαιρετικός οργανοπαίχτης. Και η funk, όπως και να το κάνουμε, είναι η χαρά του μπασίστα. Από την άλλη, επειδή το αίμα νερό δε γίνεται, η προσέγγιση που επιχειρεί πραγματοποιείται πάντα από την οπτική του funk-rock υβριδίου, κάτι που εξάλλου πάντοτε υπήρχε σα στοιχείο στη μουσική του, από τους Trapeze ακόμα ή τους Deep Purple της εποχής του παλιόφιλου Tommy Bolin.

Το ξεκίνημα γίνεται με τον καλύτερο τρόπο, με τα δυναμικά "Crave" και "First Underground Nuclear Kitchen" που καταφέρνουν να ξεσηκώσουν, πετυχαίνοντας το πολυπόθητο groove. Η συνέχεια με το υποτονικό "Satellite", το οποίο ενώ αρχικά εντυπωσιάζει με την ατμόσφαιρα που δημιουργεί και τη δυνατότητα που δίνει στη φωνή του Hughes να ξεδιπλώσει τις ικανότητές της, γρήγορα φανερώνει τη συνθετική του ένδεια, με αποτέλεσμα να κουράζει σε πολλαπλές ακροάσεις. Η τάξη θα επανέλθει με το ακόλουθο "Love Communion", όπου η προσθήκη του ήχου των πνευστών δίνει κάτι από Stax και Motown και το solo κιθάρας είναι από τα πιο αξιόλογα στο δίσκο.

Οι ενδιαφέρουσες στιγμές δε λείπουν ακόμα και στις μέτριες συνθετικά στιγμές του cd (ή μήπως το αντίστροφο;), όπως τα "We Shall Be Free" και "Imperfection" που σώζονται, λειτουργώντας ως όχημα για τους πολύ ενδιαφέροντες μανιερισμούς του λαρυγγιού του Hughes. Η μεγάλη διάρκεια των τραγουδιών όμως δε βοηθά ώστε να αρκεί αυτό για να σηκώσουν το βάρος μόνοι τους. Αντίθετα, όταν αποφασίζει να βαρύνει τον ήχο και να οξύνει τη funk του με κομμάτια όπως τα "Never Say Never", "We Go To War" και "Oil And Water" (στο τελευταίο η επιρροή από τους Red Hot Chili Peppers αναμειγνύεται ευφάνταστα με ένα σχεδόν Sabbath-ικό riff), τα αποτελέσματα είναι σαφώς καλύτερα.

Στο ίδιο στυλ και το "Too Late To Save The World", το οποίο όμως απλά δεν είναι αρκετά καλή σύνθεση για να διαρκεί 6.22 λεπτά. Η εναλλαγή δυνατών και ήπιων στιγμών δεν έχει πλέον κάτι να δώσει, καθώς στο 11ο track φαίνεται σα μία βιαστική ανασκόπηση των προηγούμενων. Το δε αποχαιρετιστήριο "When There's A Will" θυμίζει μάλλον r 'n' b μπαλάντα (με τη σύγχρονή έννοια του όρου) και ξεχνιέται πολύ εύκολα.

Ο δίσκος δεν είναι κακός γενικά, μάλιστα και η λέξη «μέτριος» ίσως τον αδικεί. Απλά ορισμένες φορές γίνεται κουραστικός, καθώς δείχνει να εξαντλεί γρήγορα τις ιδέες και την πρωτοτυπία του και από κάποιο σημείο και μετά να βασίζεται στην επιδεξιότητα των μουσικών. Μην εκπλαγείτε για παράδειγμα αν, ακούγοντάς τον, συλλάβετε τη σκέψη σας να περιπλανιέται ενίοτε στα τρέχοντα προβλήματα της καθημερινότητας. Και σε κάθε περίπτωση, είναι προτιμότερα περισσότερα τραγούδια με επιρροές πραγματικής funk, όπως οι Sly & The Family Stone και ο Stevie Wonder, αντί των πιο εξωραϊσμένων που θυμίζουν Prince ή Jamiroquai. Βρε μήπως ισχύει το ότι "white men can't funk";

  • SHARE
  • TWEET