Wytch Hazel

III: Pentecost

Bad Omen (2020)
Από τον Πάνο Ζαρκαδούλα, 02/11/2020
Εικόνες Μεσαιωνικής Αγγλίας, με τη θρησκεία ως έμπνευση και οδηγό, από μια μπάντα άξια απόγονο του NWBHM
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Από την ανάποδη μας παρουσιάστηκε αυτός ο τίτλος πριν 25 χρόνια. Το δεύτερο EP των Anathema, προάγγελος του The Silent Enigma, ακόμα χαιρετίζεται από αρκετούς ως εξέχουσα εκ των κυκλοφοριών τους. Οι έτεροι Βρετανοί και γείτονες Wytch Hazel ξαναφέρνουν στο μεταλλικό προσκήνιο την ημέρα της επιφοίτησης των αποστόλων, σε μία πιο κυριολεκτική εκδοχή της, εξίσου συναρπαστική στη μουσική της.

Συνεπέστατοι δισκογραφικά, με διετή χτυπήματα, έχουν ήδη καθιερωθεί στον χώρο του hard rock/nwbhm metal με τις δύο πρότερες δημιουργίες τους. Φέτος φαίνεται ότι πάνε για εκτίναξη, η έμπνευση κορυφώνεται, η «επιφοίτηση» δεν μπορούσε να έρθει σε πιο κατάλληλη μπάντα και ιδίως στον κύριο εκφραστή αυτής. Ο Colin Hendra είναι χαρισματικός ερμηνευτής, η ζεστασιά και η χροιά της φωνής του σε μαγνητίζουν χωρίς πολλά-πολλά και σε παραπέμπουν στις δεκαετίες που κάποιοι από εμάς γεννήθηκαν. Επιλέγει συνειδητά τη συγκεκριμένη στιχουργία, προφανώς είναι τρόπος ζωής για αυτόν, ενδεχομένως και ως απάντηση στο αντίπαλο δέος που κυριαρχεί θεματικά στον ακραίο χώρο του metal. Δεν ένιωσα καμία στιγμή να είμαι στο κατηχητικό διαβάζοντας τους στίχους του, κάποιοι θα συνδεθούν με αυτούς και κάποιοι θα αποσυνδεθούν. Προσωπικά, και υπό την ώθηση της μουσικής, ίσως και να μου ξέφευγε ένα chorus, καθώς το air guitar είναι μονόδρομος.

Ο δίσκος ξεχειλίζει από μελωδία, η παραγωγή εκπέμπει μια θέρμη που σε καταλαμβάνει άμεσα. Το κιθαριστικό δίδυμο πραγματικά κεντάει, είτε σε riff/lead, είτε σε σόλο και το rhythm section με το hammond συναγωνίζονται αυτά του παρελθόντος, το οποίο (παρελθόν) είναι το Α και το Ω των Βρετανών. Με ευκολία φαντάζομαι τον τοίχο του δωματίου του ηγέτη της μπάντας, να κοσμείται από αφίσες των Wishbone Ash, Thin Lizzy, B.O.C, Jethro Tull, Angel Witch. Και στον απέναντι τοίχο τον χριστιανικό σταυρό. Έχοντας πλήρη συνείδηση του τί ήθελε να δημιουργήσει, ο Colin στρέφεται για έμπνευση και αλλού, εκεί όπου ο όρος filler δεν υπήρχε, και για συνδρομή στον πατέρα του (cello). Τίποτα περιττό δεν υπάρχει στον δίσκο, τα σημεία που θα σε τραβήξουν είναι πάρα πολλά, ακόμα και στις πιο ήρεμες - folk στιγμές, ειδικά προς το τελείωμά του. Εκεί έγκειται και η μοναδική ένσταση για το III: Pentecost. Μια ελάχιστη ανακατανομή στα τραγούδια, που θα πετύχαινε την τέλεια ισορροπία. Έτσι κι αλλιώς μιλάμε για το τρίτο το καλύτερο (άλμπουμ), μέχρι το επόμενο. Και για μία από τις κορυφές για τη φετινή χρονιά. Δε γίνεται διαφορετικά, έφτιαξαν δίσκο με εν δυνάμει χιτάκια σχεδόν όλα τα κομμάτια του. Θεία έμπνευση.

  • SHARE
  • TWEET