Ως γνήσιο τέκνο των '80s, μεγάλωσε με Sega Master System, κάρτες «Σούπερ Ατού», Μπλεκ και φλιπεράκια. Στις αρχές των '90s μια κασέτα με το "Black Album" έπεσε στα χέρια του και του άλλαξε για πάντα...
Μου το έλεγε ο πατέρας μου από τότε που ήμουνα μικρό παιδί: «Γιε μου, όταν ακούς πολλά κεράσια, κράτα μικρό καλάθι». Αν όμως μου το έλεγε σήμερα αναφερόμενος στην περίπτωση των Unisonic θα του απαντούσα με τη σειρά μου: «Καλά ρε πατέρα θα μας τρελάνεις; Εδώ μιλάμε για τον Hansen και τον Kiske, τι μικρό καλάθι μου λες να κρατήσω;».
Και πώς να το κάνω άλλωστε όταν στις αρχές των 90s ξυπνούσα και κοιμόμουνα με τα δύο Keepers, να μην αναφέρω την «ζημιά» που είχα πάθει αργότερα με το "Land Of The Free", το οποίο θεωρώ έναν από τους καλύτερους δίσκους ever του ιδιώματος και γιατί όχι γενικά στο heavy metal. Αλλά αυτά είναι ιστορία γραμμένη και χιλιοειπωμένη, το θέμα μας είναι το σήμερα και η σύμπραξη των δύο αυτών γιγάντων, που μαζί με το rhythm section των Pink Cream 69 (Ward/Zafiriou) και τον πρώην κιθαρίστα των Gotthard (Mayer) υπό το όνομα Unisonic κυκλοφορούν την πρώτη τους full length δουλειά (έχει προηγηθεί το EP-ορεκτικό "Ignition").
Από μουσικής άποψης ο δίσκος μοιάζει να έχει για βάση του το ευρωπαϊκό power metal, περιέχοντας τραγούδια που στηρίζονται πάρα πολύ στη μελωδία και όχι στην ταχύτητα, δίνοντας αρκετή έμφαση στα πιασάρικα refrain και ποντάροντας στη φωνάρα του Kiske, ο οποίος ακούγεται σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από την εποχή των Helloween (κάτι σαν τον Arch ένα πράγμα). Η κιθαριστική δουλειά των Hansen/Meyer είναι επαγγελματικότατη και η όλη φάση ξεκινώντας την ακρόαση «μύριζε» έντονα δισκάρα. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε και την πολύ καλή παραγωγή την οποία έχει επιμεληθεί ο Ward, ενώ και η μίξη φροντίζει να αναδείξει όλους τους μουσικούς με πρωταγωνιστή φυσικά τον τραγουδιστή.
Βέβαια στην πορεία τα πράγματα εξελίχτηκαν λίγο διαφορετικά από όπως τα περίμενα. Ενώ ο δίσκος ξεκινάει δυναμικά με το "Unisonic" και κυλάει πολύ καλά μέχρι το φοβερό "I’ve Tried", το οποίο θυμίζει Queensryche, κάπου στη συνέχεια αρχίζει να φθίνει. Το πρόβλημα είναι κυρίως συνθετικό, καθώς τα υπόλοιπα τραγούδια δεν δείχνουν πως μπορούν να πείσουν για μελλοντικές ακροάσεις, ενώ ακούμε επαναλαμβανόμενες μελωδίες, ακόμη και φωνητικές αρμονίες, σε σημείο υπερβολής. Η μουσική κατεύθυνση δεν με ενοχλεί, αφού ακόμη και τα όποια hard rock, à la Place Vendome, περάσματα θα ήταν καλοδεχούμενα, αν δεν ακούγονταν τόσο προβλέψιμα.
Παρόλα αυτά δεν θεωρώ το "Unisonic" κακό άλμπουμ, ούτε πως θα περάσει απαρατήρητο, είναι όμως λογικό οι απαιτήσεις μου να είναι πολύ υψηλές αν λάβουμε υπόψη τους μουσικούς που συμμετέχουν. Ίσως σε δύο με τρεις μήνες να μην θυμάμαι ούτε καν τον τίτλο κάποιου τραγουδιού από το άλμπουμ, αλλά η αλήθεια είναι πως πέρασα πολύ καλά ακούγοντάς το. Τώρα αν είχε δίκιο ο πατέρας μου σχετικά με τα κεράσια και τα καλάθια, αυτό το αφήνω στην κρίση σας.
Και πώς να το κάνω άλλωστε όταν στις αρχές των 90s ξυπνούσα και κοιμόμουνα με τα δύο Keepers, να μην αναφέρω την «ζημιά» που είχα πάθει αργότερα με το "Land Of The Free", το οποίο θεωρώ έναν από τους καλύτερους δίσκους ever του ιδιώματος και γιατί όχι γενικά στο heavy metal. Αλλά αυτά είναι ιστορία γραμμένη και χιλιοειπωμένη, το θέμα μας είναι το σήμερα και η σύμπραξη των δύο αυτών γιγάντων, που μαζί με το rhythm section των Pink Cream 69 (Ward/Zafiriou) και τον πρώην κιθαρίστα των Gotthard (Mayer) υπό το όνομα Unisonic κυκλοφορούν την πρώτη τους full length δουλειά (έχει προηγηθεί το EP-ορεκτικό "Ignition").
Από μουσικής άποψης ο δίσκος μοιάζει να έχει για βάση του το ευρωπαϊκό power metal, περιέχοντας τραγούδια που στηρίζονται πάρα πολύ στη μελωδία και όχι στην ταχύτητα, δίνοντας αρκετή έμφαση στα πιασάρικα refrain και ποντάροντας στη φωνάρα του Kiske, ο οποίος ακούγεται σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από την εποχή των Helloween (κάτι σαν τον Arch ένα πράγμα). Η κιθαριστική δουλειά των Hansen/Meyer είναι επαγγελματικότατη και η όλη φάση ξεκινώντας την ακρόαση «μύριζε» έντονα δισκάρα. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε και την πολύ καλή παραγωγή την οποία έχει επιμεληθεί ο Ward, ενώ και η μίξη φροντίζει να αναδείξει όλους τους μουσικούς με πρωταγωνιστή φυσικά τον τραγουδιστή.
Βέβαια στην πορεία τα πράγματα εξελίχτηκαν λίγο διαφορετικά από όπως τα περίμενα. Ενώ ο δίσκος ξεκινάει δυναμικά με το "Unisonic" και κυλάει πολύ καλά μέχρι το φοβερό "I’ve Tried", το οποίο θυμίζει Queensryche, κάπου στη συνέχεια αρχίζει να φθίνει. Το πρόβλημα είναι κυρίως συνθετικό, καθώς τα υπόλοιπα τραγούδια δεν δείχνουν πως μπορούν να πείσουν για μελλοντικές ακροάσεις, ενώ ακούμε επαναλαμβανόμενες μελωδίες, ακόμη και φωνητικές αρμονίες, σε σημείο υπερβολής. Η μουσική κατεύθυνση δεν με ενοχλεί, αφού ακόμη και τα όποια hard rock, à la Place Vendome, περάσματα θα ήταν καλοδεχούμενα, αν δεν ακούγονταν τόσο προβλέψιμα.
Παρόλα αυτά δεν θεωρώ το "Unisonic" κακό άλμπουμ, ούτε πως θα περάσει απαρατήρητο, είναι όμως λογικό οι απαιτήσεις μου να είναι πολύ υψηλές αν λάβουμε υπόψη τους μουσικούς που συμμετέχουν. Ίσως σε δύο με τρεις μήνες να μην θυμάμαι ούτε καν τον τίτλο κάποιου τραγουδιού από το άλμπουμ, αλλά η αλήθεια είναι πως πέρασα πολύ καλά ακούγοντάς το. Τώρα αν είχε δίκιο ο πατέρας μου σχετικά με τα κεράσια και τα καλάθια, αυτό το αφήνω στην κρίση σας.