Twisted Tower Dire

Wars In The Unknown

No Remorse (2019)
Από τον Σπύρο Κούκα, 06/05/2019
Πυρακτωμένο, κλασικό μέταλλο the American way με ένα από τα χειρότερα εξώφυλλα που έχουμε δει τον τελευταίο καιρό
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Μπορεί να άργησε οκτώ ολόκληρα χρόνια από την προηγούμενη τους δουλειά, αλλά οι Twisted Tower Dire επιστρέφουν φέτος με την έκτη κατά σειρά κυκλοφορία τους. Οι Αμερικάνοι συνεχιστές του παλιού, καλού U.S. power metal συμπληρώνουν φέτος 20 χρόνια στο δισκογραφικό κουρμπέτι, περνώντας από διάφορες δοκιμασίες αυτόν τον καιρό, αλλά όντας σταθερά ενεργοί και προσφέροντας ορισμένες εξαιρετικές δουλειές μέσα σε αυτά τα χρόνια (με σημαντικότερη, ίσως, το εξαιρετικό "Crest Of The Martyrs" του 2003, με τον αδικοχαμένο Tony Taylor πίσω από το μικρόφωνο).

Διατηρώντας αμετάβλητο το line-up τους εδώ και δώδεκα χρόνια και με το νεότερο μέλος αυτού, τον τραγουδιστή Jonny Aune (επίσης στους Walpyrgus) να έχει ήδη δοκιμαστεί τόσο σε ζωντανές, όσο και σε στουντιακές συνθήκες (στο αρκετά καλό "Make It Dark" του 2011), τα πράγματα έμοιαζαν ξεκάθαρα για το τί θα μπορούσαμε να περιμένουμε από την μπάντα σε αυτή της την επιστροφή - κοινώς, τίποτα λιγότερο από πυρακτωμένο, κλασικό μέταλλο the American way.

Οι κιθάρες των Waldrop και Boyd συνεχίζουν να είναι ίσως το σημαντικότερο highlight της μουσικής του σχήματος, αφού αλληλοσυμπληρώνονται αρμονικά και αποτελούν τον πιο έντονο πόλο έλξης και του νέου δίσκου. Από κοντά, ο Aune παραθέτει μερικές εντυπωσιακές ερμηνείες, σίγουρα τις κορυφαίες στουντιακά για όσο βρίσκεται στη μπάντα, ενώ η σύγκριση του με τον Daniel Heiman των Lost Horizon στο "Light The Swords On Fire" καταρχάς (αλλά και σε διάσπαρτα σημεία εντός του δίσκου) και η θύμηση αυτού, μονάχα ως κομπλιμέντο για τις φωνητικές του ικανότητες μπορεί να θεωρηθεί.

Παρ’ όλα αυτά, έχω μερικές μικρές ενστάσεις για το τελικό αποτέλεσμα που μας παρουσιάζουν στο "Wars In The Unknown", με τη σημαντικότερη εξ αυτών να βρίσκεται στο τόσο απελπιστικά κακόγουστο εξώφυλλο του δίσκου. Σίγουρα, μικρή σημασία έχει σε τελική ανάλυση και σε ό,τι αφορά τη μουσική του άλμπουμ καθεαυτή, αλλά όντας λάτρης του βινυλίου και προσπαθώντας να κρίνω μια κυκλοφορία και από την οπτική του αγοραστή του συγκεκριμένου format, προσωπικά βρήκα αποτρεπτικό για την αγορά του, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο, το γεγονός πως το άλμπουμ είχε να παρουσιάσει ένα τόσο ακαλαίσθητο (στα μάτια μου) εικαστικό αποτέλεσμα.

Δευτερευόντως, δεν ξέρω αν είναι θέμα παραγωγής ή μίξης ή αν έγινε συνειδητά ή όχι, αλλά ο ήχος του άλμπουμ παρουσιάζεται αρκετά ξερός, γεγονός που στη ροή των 40 λεπτών του υλικού κάπου κουράζει, αν και προσωπικά μάλλον τον συνήθισα με τις ακροάσεις. Το πρόβλημα φαίνεται να εντείνεται περισσότερο στην ηχητική απόδοση των έντονων ρυθμικών παρά των lead μερών, αν και, για να είμαι ειλικρινής, φαντάζει ένα ελάσσον πρόβλημα ενός δίσκου που μουσικά στέκεται κάτι παραπάνω από ικανοποιητικά εντός των standards που έχει θέσει η μπάντα.

Εν συντομία, ξεκάθαρα μιλάμε για μια επιστροφή που η μπάντα όφειλε να πραγματοποιήσει, πόσο μάλλον τώρα, σε μια περίοδο που υφολογικά φαίνεται να μπορεί να διεκδικήσει κάποια πράγματα παραπάνω σε ό,τι αφορά τη δημοφιλία και την υστεροφημία της στους ανάλογους κύκλους, η οποία μουσικά μπορεί να κριθεί ως απόλυτα επιτυχημένη, από γνώστες ή όχι της μέχρι τώρα μουσικής της πορείας.

Bandcamp
YouTube

  • SHARE
  • TWEET