Toledo Steel

No Quarter

Dissonance Productions (2018)
Από τον Σπύρο Κούκα, 18/06/2018
Ξεχωρίζει κι αντιπροσωπεύει ιδανικά τον κλασσικό βρετανικό ήχο, δείχνοντας πως υπάρχει ακόμη ζωή για το είδος στη γηραιά Αλβιώνα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η πόλη του Τολέδο παρουσιάζει μια μακρά κι αρκούντως σημαντική ιστορία πίσω της (είτε εστιάσουμε στη σύνδεση της με τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, στο γεγονός πως υπήρξε πρωτεύουσα της Ισπανικής Αυτοκρατορίας για σχεδόν πέντε αιώνες ή στο ότι αποτέλεσε το πλέον φημισμένο κέντρο παραγωγής σπαθιών σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο), οπότε μονάχα άσκοπη δεν κρίνεται μια μικρή αναφορά σε ό,τι την αφορά στα πλαίσια της εν λόγω παρουσίασης. Άλλωστε, το όνομα και μόνο των Toledo Steel υπήρξε ιδανική αφορμή για την ανακάλυψη μιας όχι-και-τόσο νέας βρετανικής heavy metal μπάντας από τον γράφοντα, οπότε το ιστορικό υπόβαθρο της περιοχής απ’ όπου δανείστηκε το σχήμα το όνομα του μοιάζει επαρκώς σχετικό, πόσο μάλλον το γεγονός της υπεροχής της στην μεταλλουργία ανά τους αιώνες.

Περνώντας, ωστόσο, στην ουσία, είναι τουλάχιστον συγκινητικό πως έπειτα από αρκετό καιρό δίχως ιδιαίτερη ποιοτική κίνηση στα ενδότερα του παραδοσιακού βρετανικού υπεδάφους, έχει αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά μια μικρή ανασύνταξη του κλασσικού heavy metal ήχου στη γηραιά Αλβιώνα. Μπάντες σαν τους Toledo Steel, τους Amulet ή ακόμα και τους Monument (για το νέο άλμπουμ των οποίων μιλήσαμε προσφάτως) δείχνουν πως υπάρχουν νέοι συνεχιστές του NWOBHM πνεύματος που μπορούν να «σιγοντάρουν» το ρεύμα επαναδραστηριοποίησης των παλαιότερων, γνωστών και άγνωστων, συγκροτημάτων του κύματος με τουλάχιστον αξιοπρεπή τρόπο.

Σε ό,τι αφορά, δε, τις πιο αξιοπρόσεκτες περιπτώσεις εξ αυτών, τα αποτελέσματα, εκτός από την εκούσια κι άμεση σύγκριση στην οποία τίθονται με τις όποιες δουλειές του εν λόγω ρεύματος (από την οποία και καταφέρνουν να περάσουν αλώβητα), το γεγονός της νοσταλγίας (που έτσι κι αλλιώς υπάρχει στα πιο παραδοσιακά heavy metal είδη) και των όσων επιφέρει εκείνη, είναι ένας παράγοντας που μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε υπερβολικά για το ποιόν τους συμπεράσματα. Πολλές φορές, οι «αφορισμοί» απέχουν ελάχιστα από τους «διθυράμβους», με την αλήθεια συνήθως να βρίσκεται κάπου στη μέση.

Βέβαια, στην περίπτωση του "No Quarter", δεδομένα έχουμε να κάνουμε με έναν εξαιρετικό - για ντεμπούτο - δίσκο, ο οποίος ξέρει να τιμάει τις ρίζες του, αλλά μπορεί και αφήνει το δικό του προσωπικό στίγμα στον ακροατή. Έχοντας μια ιδιαίτερη, χαρακτηριστική φωνή να πρωτοστατεί των συνθέσεων, οι οποίες βασίζονται στην εντυπωσιακή κιθαριστική δουλειά του Tom Potter για να ξεδιπλώσουν τις αρετές τους, οι Toledo Steel καταφέρνουν να συμβαδίσουν μουσικά με βάση το πνεύμα του late '70s/early '80s βρετανικού heavy metal κινήματος (κοντά στα πρότυπα των Saxon και Judas Priest), δίχως περιττά τεχνάσματα για την απόδειξη αυτού.

Οι συνθέσεις ακολουθούν την στρωτή και καθιερωμένη πεπατημένη του είδους, με πολλές κιθαριστικές αρμονίες και leads να ομορφαίνουν τη ροή, τα τύμπανα - ευτυχώς - ακούγονται όπως θα έπρεπε, δίχως να ξεφεύγουν ιδιαίτερα από τον υποστηρικτικό τους ρόλο, ενώ η ερμηνεία του Rich Rutter, πέραν της ιδιομορφίας της χροιάς του, κρύβει και λίγες αλλά καίριες αναβάσεις σε υψηλότερα φωνητικά στρώματα, με το "Cemetery Lake" να αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα επ’ αυτού.

Κατά τα λοιπά, το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα του "No Quarter" είναι πως δεν χρειάζεται να τοποθετηθεί αναγκαστικά κάτω από την ταμπέλα της NWOBHM αναβίωσης για να αξιολογηθεί και να ακουστεί, ενώ δεδομένα φαντάζει πιο διασκεδαστικό και, τελικά, απαραίτητο από διάφορες πρόσφατες δουλειές από σχήματα που φέρουν τον βαρυσήμαντο τίτλο του NWOBHM «επιζώντα». Έτσι είναι, άλλωστε, και το πρέπον για κάθε κυκλοφορία που σέβεται τον εαυτό της, να μπορεί να σταθεί στα πλαίσια που ορίζει η εποχή της και σε αυτόν τον τομέα το ντεμπούτο των Toledo Steel κρίνεται αρκούντως ανταγωνιστικό, ένα άκουσμα που φορά με τη φορά προσφέρει όλο και περισσότερα στον ακροατή του δίχως απλά να μηρυκάζει το παρελθόν από το οποίο προέρχεται.

YouTube
Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET