Soulfly

Totem

Nuclear Blast) (2022)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 17/08/2022
Μια δουλειά που προσφέρει νοσταλγία και πόρωση, από έναν τύπο που ξέρει τι εστί metal και έχει επηρεάσει την εξέλιξή του όσο λίγοι
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το ξέρω ότι, και μόνο αναφέροντας το όνομα του Max Cavalera μπορούμε να ανοίξουμε μια μεγάλη κουβέντα που δεν θα κλείσει ποτέ: Υπήρξαν εν τέλει καλύτεροι συνεχιστές της σπουδαίας παρακαταθήκης των Sepultura οι Soulfly ή οι... εναπομείναντες Sepultura; Ή μήπως οι Cavalera Conspiracy; Ή μήπως κανείς; Ή μήπως τελικά επωφελήθηκαν οι πάντες από αυτό το σχίσμα; Ή μήπως πρέπει επιτέλους να γίνει το reunion να ησυχάσουμε; Αναπάντητα ερωτήματα για τα οποία ο καθένας έχει μια άποψη, η οποία με τη σειρά της δεν έχει και κάποια ιδιαίτερη σημασία…

Ας προσπαθήσουμε καθαρίσουμε το μυαλό από όλα τα παραπάνω ερωτήματα κι ας προσπαθήσουμε να επικεντρωθούμε στη 12η στούντιο δουλειά των Soufly, η οποία έρχεται να μας υπενθυμίσει δυο μικρά πραγματάκια: α) είναι πολλοί περισσότεροι metal μουσικοί από αυτούς που νομίζουμε (και νομίζουν), οι οποίοι χρωστάνε στον Max και β) ο Max πάντα ήταν και παραμένει ένας ταγμένος οπαδός της metal μουσικής και δη της ακραίας. Προσωπικά, δεν μπορώ να ξεπεράσω ελαφρά τη καρδία κανένα από τα δυο γεγονότα και να μην τα εκτιμώ δεόντως, όσο κι αν στην πραγματικότητα έχω να απολαύσω κάποια δουλειά των Soulfly από το μακρινό πλέον 2005 και γενικότερα να ενθουσιαστώ με κάποια δουλειά που συμμετείχε ο Max από το πρώτο άλμπουμ των Killer Be Killed του 2011.

Η στροφή που πήραν οι Soulfly την προηγούμενη δεκαετία σε πιο thrash/death φόρμες, επαναφέροντας στο προσκήνιο πιο old-school στοιχεία δίπλα σε πιο μοντέρνες φόρμες, είχε καλές στιγμές και ακόμα καλύτερες προθέσεις, αλλά πέραν μεμονωμένων περιπτώσεων δεν με έψησε ιδιαίτερα. Μπορεί να άλλαξε κάτι με το "Totem";

Και ναι και όχι. Πρώτα από όλα, μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια, για πρώτη φορά οι Soulfly παρουσιάζονται χωρίς τον Mark Rizzo στη σύνθεσή τους, η οποία βρίσκει δίπλα στον Max τον γιό του Zyon στα drums και τον Mike Leon στο μπάσο, κι αυτή είναι μια σημαντική διαφοροποίηση από μόνη της, καθώς ο Rizzo είχε σημαντικό ρόλο συνθετικά, παικτικά και ηχητικά. Πάντως, όχι τόσο σημαντικό ώστε να επηρεάσει την κατεύθυνση, η οποία παραμένει σε πιο old-school προσανατολισμό (ίσως περισσότερο κι από ποτέ), έχοντας όμως τη σημαντική συμβολή σε επίπεδο παραγωγής του Arthur Rizk, με τον οποίο είχε συνεργαστεί τόσο με τους Cavalera Conspiracy, όσο και με τους Go Ahead And Die.

Για όσους δεν γνωρίζουν (ακόμα) τι εστί Arthur Rizk, πέραν των Eternal Champion και Sumerlands των οποίων ηγείται, πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό παραγωγό, υπεύθυνο για τον ήχο συγκροτημάτων όπως οι Power Trip και οι Code Orange, μεταξύ άλλων. Κι εκεί ακριβώς ίσως βρίσκεται το μυστικό, καθώς ο Max - μέσω του Rizk - προσπαθεί να αντλήσει πίσω στοιχεία από δυο τρομερές νέες μπάντες, οι οποίες αμφότερες άντλησαν έμπνευση από αυτόν. Και, μάλιστα, από δυο τόσο διαφορετικές μπάντες σε ηχητικό επίπεδο. 

Βέβαια, είναι εμφανές ότι η ζυγαριά κλείνει προς στην προσπάθεια να αναβιώσει thrash ημέρες και έργα, εποχής "Remains" και "Arise", αλλά η δυνατή (σχεδόν «πηχτή» θα την έλεγα) παραγωγή του Rizk δεν αφήνει το "Totem" να ακουστεί χθεσινό. Πλέον τα χαρακτηριστικά σημεία του «μοντέρνου metal» ήχου που πρέσβευαν κάποτε οι Soulfly όταν ξεκινούσαν την πορεία τους είναι ελάχιστα, και σε κάθε περίπτωση η πρόθεση του Max να αφήσει την πόρωση και τη νοσταλγία να πάρουν τα ηνία είναι εμφανής.

Το εν λόγω δίπολο της «πόρωσης και νοσταλγίας» προκύπτει από το εναρκτήριο κιόλας "Superstition" και το trademark fade-in με το οποίο μπαίνουν τα φωνητικά του Max, σε μια από τις καλύτερες συνθέσεις του άλμπουμ, η οποία ακολουθείται από την πιο επιθετική/death στιγμή του, το "Scouring The Vile" στο οποίο συμμετέχει ο John Tardy των Obituary στα φωνητικά. Ο «βομβαρδισμός» συνεχίζεται τόσο με τα πυρακτωμένα thrash/riff και solo του old-school thrasyh "Filth Upon Filth" όσο και με το υπέρ-πορωτικό "Rot In Pain" και πριν καν φτάσει στη μέση είναι εμφανές ότι αυτό εδώ είναι το καλύτερο άλμπουμ που έχουν βγάλει οι Soulfly εδώ κι αρκετό καιρό.

Το συμπέρασμα αυτό δεν διαφοροποιείται σημαντικά στο δεύτερο μισό του, το οποίο περιλαμβάνει μερικούς ακόμα thrash δυναμίτες όπως το ομότιτλο τραγούδι ή το (και πάλι) old-school thrash "Ecstasy Of Gold". Φυσικά, συνεχίζεται η παράδοση των διαφοροποιημένων instrumental τραγουδιών με το "Xii" να διαφοροποιείται των προκατόχων του, καθώς δεν είναι τόσο tribal oriented, αλλά πιο 80s synth, χωρίς να προσθέτει απαραίτητα κάτι σημαντικό. Κυρίως, οδηγεί στο σχεδόν 10λεπτο κλείσιμο του "Spirit Animal", στην οποία ο Max μοιράζεται τα φωνητικά με τον θετό γιό του Richie των Incite και για τα περίπου επτά πρώτα λεπτά είναι μια ακόμα δυναμική, σχεδόν τυπική Soulfly σύνθεση, πριν οδηγηθεί σε ένα world music κλείσιμο, με συνεισφορά καθαρών φωνητικών από τον Σέρβο reggae/dub μουσικό Hornsman Coyote. 

Εν τέλει, χωρίς να προσφέρει κάτι κοσμογονικό και χωρίς απαραίτητα να διεκδικεί περίοπτη θέση στο σύνολο της δισκογραφίας του Max, το "Totem" κάνει καλά τη δουλειά του και θα το τοποθετούσα μεταξύ των καλών δουλειών των Soulfly. Με ή χωρίς τον Rizzo, έστω κι αν ο Max δεν θα μπορούσε να είναι αυτός που ήταν κάποτε και με τους Soulfly να είναι πλέον αρκετά μακριά από αυτό που πρέσβευαν όταν ξεκίνησαν, το δωδέκατο άλμπουμ των Soulfly στέκεται παραπάνω από αξιοπρεπώς, προσφέροντας τις απαραίτητες δόσεις νοσταλγίας και πόρωσης, από έναν τύπο που ξέρει τι εστί metal και έχει επηρεάσει την εξέλιξή του όσο λίγοι.

  • SHARE
  • TWEET