Shearwater

Jet Plane And Oxbow

Sub Pop (2016)
Από τον Μάνο Πατεράκη, 16/02/2016
Ένας δίσκος διαμαρτυρίας της στάσης του μέσου Αμερικανού, μέσω μιας άκρως μοντέρνας '80s pop παραποίησης
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;


Λατρεύω τους Shearwater, κυρίως χάρη στην κορύφωση της καριέρας τους, έναν από τους καλύτερους indie folk δίσκους όλων των εποχών, το “Rook” του 2008. Πέρα από αυτό, να ομολογήσω πως ανέμενα με αυτό εδώ το κείμενο να στολίσω με χαρακτηρισμούς απογοήτευσης και απορίας για το πού χάθηκε το απαράμιλλο ταλέντο τους. Η προκατάληψή μου αυτή έχει τις ρίζες της στην καθοδική πορεία των τελευταίων ετών που επικυρώθηκε με το κακό “Animal Joy” του 2012 (τον πρώτο τους δίσκο στην ιστορική δισκογραφική Sub Pop), αλλά και τον μέτριο δίσκο διασκευών στα συγκροτήματα με τα οποία έχουν περιοδεύσει, το “Fellow Travelers” του 2013.

Εν τέλει, αν και δεν του φαίνεται από την πρώτη ακρόαση, το “Jet Plane And Oxbow” απέχει ποιοτικά παρασάγγας από το “Animal Joy”. Ο ιθύνων νους, Jonathan Meiburg, με μία από τις καλύτερες φωνές στο indie στερέωμα, έχει εγκαταλείψει πια οριστικά τη folk και τις ορνιθολογικές του αναζητήσεις. Κυκλοφορεί έναν δίσκο που χαρακτηρίζεται από την σταθερά φοβερή στιχουργία του, γεμάτη ουσία και φοβερή εικονοπλασία, με σκοπό μέσω μιας άκρως μοντέρνας εκδοχής της '80s pop, με βαθιά επιρροή από David Bowie, Peter Gabriel και σια, να εκφράσει την ένστασή του για τη λάθος πορεία που έχει πάρει η χώρα που αγαπάει πιο πολύ από κάθε άλλη -η πατρίδα του, οι Η.Π.Α. 

Ο δίσκος ξεκινάει εντυπωσιακά με το ανατριχιαστικό “Prime” να κάνει γνωστό εξαρχής ότι το αγαπημένο του glockenspiel που είχε παραμερίσει για ένα δίσκο επανέρχεται πανηγυρικά. Η πρώτη εικόνα που δημιουργείται είναι χαρακτηριστική: “you were lying on your back in the grass, counting backward from a thousand to cool the rush of the blood in your veins and the pressure of everyone, everyone, everyone, everyone.”

Αμέσως μετά, θα γίνει εμφανές πως ο δίσκος δεν θα στηριχτεί τόσο στο ενδοσκοπικό και το ατομικό, όσο στο να στηλιτεύσει τη στάση των Η.Π.Α. ως παγκόσμια δύναμη. «Πρόκειται δίχως αμφιβολία για δίσκο διαμαρτυρίας», είπε ο Meiburg σε πρόσφατη συνέντευξή του και καθίσταται σαφές από το απογυμνωμένο single “Quiet Americans” που έχει πάρει τον τίτλο του από το “The Quiet American”, το αντι-πολεμικό μυθιστόρημα του Graham Greene. Ο Meiburg αναρωτιέται πού βρίσκονται οι Αμερικάνοι και μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν εννοεί whither the Americans ή wither the Americans -ή και τα δύο. Ταυτόχρονα, ακολουθάει τον δρόμο για την Ιερουσαλήμ και σπεύδει σαν περίεργος περαστικός στη σκηνή των σταυροφοριών, σε μια παλιά, βρώμικη πόλη που κάποιοι σκοτωμοί κατέστησαν ιερή. (“And in the rush to the scene you are one of the millions/In a dirty old town that some killing made holy”)

Στο “Wildlife In America” όπου μας ξεδιπλώνεται μια καρα-αμερικάνικη ραδιοφωνική μπαλάντα με το πιάνο της, δεν θα διστάσει να τα χώσει στους συμπατριώτες του με την τρομοφοβία και τους ιερούς πολέμους τους, πιο επίκαρα από ποτέ σε εποχές Donald Trump. (“Primed for the ready line with your crusader cross and your small-dose amphetamine. Gunning for the hours when the sparks rain down but you can't remember which was the last war or who it is now when every shadow is a Saladin)  Από την άλλη μεριά, στο πανέμορφο single “Only Child” γίνεται πιο έμμεσος και απευθύνεται στον αμερικανό ως μικρό μοναχοπαίδι (“Only Child”). 

Δεν θα κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον όλες ανεξαιρέτως οι συνθέσεις του δίσκου, είναι η αλήθεια. Όμως, πολλές εξ' αυτών που ενδεχομένως φαντάζουν αδύναμες στιγμές, έχουν δουλευτεί τόσο πολύ σε τόσα επίπεδα -χάρη και στην εξαιρετική παραγωγή του  Danny Reisch- που έχουν τη δυναμική να ανέβουν πολύ αν έχεις τη διάθεση να δεις τις λεπτομέρειες και να αφεθείς στην καθηλωτική χροιά των φωνητικών. Ο Meiburg, σε συνεργασία με την υπόλοιπη μπάντα του αλλά και με τον συνθέτη soundtrack Brian Reitzell (βλέπε και Air) και την Jenn Wasner των Wye Oak, έχει καταφέρει να φτιάξει εδώ έναν καθολικό ήχο μεγαλεπήβολα σκεπτόμενης '80s pop, στα βάτα της οποίας έχει μείνει η σκόνη του folk παρελθόντος του (“Blackchannels”, “Stray Light At Clouds Hill”) και βάζοντας στο σύνολο επιρροές από new wave μέχρι Bruce Springsteen και Foals. Πρόκειται για ένα πολύ αποφασιστικό βήμα προς τη δημιουργική του αναγέννηση. Έτσι και παραμείνει σε αυτήν την αναζωογονητική κατεύθυνση, δεν θα παραξενευτώ καθόλου αν η επόμενη δουλειά του, όπου θα «το βρει» σε όλους τους τομείς, προκύψει η επιστροφή του στα αριστουργήματα.

  • SHARE
  • TWEET