Μοιράζεται τις απόψεις του για τη μουσική σταθερά από το 2004 στο Rocking.gr ενώ από το 2011 έχει αναλάβει το ρόλο του αρχισυντάκτη στο νo1 rock site της χώρας. Ακούει κλασικό ροκ και οτιδήποτε...
Οι απόψεις διίστανται στην οικογένεια του Rocking για τον Neil Young και τη συχνότητα που αυτός ηχογραφεί. Οι κακεντρεχείς αντιφρονούντες συγκρίνουν τη συχνότητα αυτή με την αλλαγή προπονητών στη Superleague, ενώ οι θετικά προσκείμενοι στον μουσικό μιλούν για έναν πραγματικό δουλευταρά της μουσικής που κάνει το αυτονόητο: Συνεχίζει να παράγει καινούργια μουσική, χωρίς να αναμασάει επιτυχίες σε album με ντουέτα, tribute δίσκους στα είδωλά του και λοιπά καταναγκαστικά έργα, στα οποία έχουν καταδικάσει οι εταιρίες πολλούς άλλους μεγάλους καλλιτέχνες, οι οποίοι με σιδερένιες μπάλες δεμένες στα πόδια περιφέρονται άψυχοι στις μουσικές φυλακές τους. Ο υπογράφων, αν και βρίσκεται στην πλευρά των οπαδών της μουσικής αλλά και της γενικότερης στάσης του μεγάλου Καναδού, δε διστάζει να παραδεχτεί ότι κάποιες φορές η συνταγή δε βγήκε και πολύ σόι (βλέπε "Fork In The Road").
Τι θα συμβεί λοιπόν όταν ένα πρωινό ο Neil Young θα αποφασίσει να κάνει ένα album χωρίς συνοδεία άλλων μουσικών και θα πάρει τηλέφωνο για βοήθεια τον υπέρ-παραγωγό Daniel Lanois; Συνήθως αυτές οι κινήσεις μαρτυρούν ή δάκτυλο της δισκογραφικής, με σκοπό την προώθηση του επερχόμενου album, ή την επιτακτική ανάγκη να βρει ο «καλλιτέχνης» ένα ωραίο μπαχαρικό για να μας πασάρει το μουχλιασμένο του πρωτογενές υλικό. Στην περίπτωση του συγκεκριμένου καλλιτέχνη (δεν τόλμησαν καν να το σκεφτούν εδώ τα εισαγωγικά) ήταν απλό: Θέλει να επικεντρωθεί στη σύνθεση και εκτέλεση των τραγουδιών, χωρίς το επιπλέον βάρος της παραγωγής και καθοδήγησης άλλων μουσικών. Τι να απαντήσει και ο Lanois; H πρόταση «εγώ θα παίξω όπως γουστάρω και εσύ θα φτιάξεις τον ήχο όπως ακριβώς θέλεις, χωρίς ο ένας να μπει στα χωράφια του άλλου» ακούγεται άκρως δελεαστική για οποιονδήποτε γνωρίζει ότι o Neil Young είναι το κλασσικό αφεντικό-δυνάστης στις studio δουλειές του.
Δεύτερος κανόνας που αποδέχτηκε ο Lanois: «Δε θα χρησιμοποιήσουμε overdubs», αφού είναι γνωστό ότι ο Neil Υοung ηχογραφεί ζωντανά και πάντα την πρώτη, βία τη δεύτερη εκτέλεση του τραγουδιού, χωρίς να διορθώνει τίποτα σε δεύτερο χρόνο. Η θεωρία του είναι ότι όσο βελτιώνεσαι τεχνικά την τέταρτη και πέμπτη φορά που εκτελείς το τραγούδι, άλλο τόσο και περισσότερο απομακρύνεσαι πνευματικά από την ουσία του και αυτό που αυτό πρέσβευε αρχικά.
Και φτάνουμε στην ηχογράφηση. Ο Lanois μετατρέπει όλο του το σπίτι σε studio, κατασκευάζει ειδική ηλεκτρoακουστική κιθάρα, η οποία στέλνει προς τη μια πλευρά τις μπάσες συχνότητες και από την άλλη τις υψηλές, στήνει στερεοφωνικό μικρόφωνο και τεράστια ηχεία και περιμένει την επόμενη πανσέληνο, γνωρίζοντας ότι ο Young έχει ηχογραφήσει αριστουργήματα με γεμάτο φεγγάρι. Μετά από τέσσερις εβδομάδες προετοιμασία, ο Neil Young καταφτάνει, σηκώνει την κιθάρα και «θυμάται» τα νέα του τραγούδια, τα οποία εκτελεί σε full ένταση, χωρίς ακουστικά, ακούγοντας και ο ίδιος τον εαυτό του μέσα από το σπίτι το οποίο έχει μετατραπεί ολόκληρο σε ένα τεράστιο ηχείο. Τι εννοώ με τη λέξη «θυμάται»; O Young θεωρεί ότι δεν ανακαλύπτει νέες ιδέες όταν ηχογραφεί, αλλά ότι τις θυμάται και τις βγάζει στην επιφάνεια από τα βάθη του μυαλού του. «Ι don't come up with ideas, I remember ideas» η ακριβής του φράση. Βγάλε άκρη θα πω εγώ με το μυαλό αυτού του ανθρώπου.
Το αποτέλεσμα; Αλλάζει άρδην, αφού ο Young έχει φέρει μαζί του εντελώς τυχαία τη μεγάλη άσπρη ηλεκτρική Gretsch του. Δοκιμάζοντας τις ιδέες του παιγμένες ηλεκτρικά, αυτόματα το concept αλλάζει, μετατρέπεται σε solo ηλεκτρικό και ολοκληρώνεται μέσα σε τέσσερις νύχτες με πανσέληνο. Έξι ηλεκτρικά τραγούδια και δύο ακουστικά καταλήγουν στο album με τον έξυπνο τίτλο "Le Noise".
Κρίνοντας αρχικά τη δουλειά του Young θα πω ότι το πρωτογενές υλικό είναι αρκετά δυνατό στην απλότητά του, τόσο τα τελικώς ηλεκτρισμένα τραγούδια, όσο και οι δύο υπέροχες μπαλάντες, "Love And War" και "Peaceful Valley Boulevard". Η ερμηνεία του είναι ανατριχιαστικά ειλικρινής και αβίαστη, με τα σπασίματα στις ψηλές νότες να συγκινούν, ενώ το παίξιμο του στην κιθάρα είναι ένας συνδυασμός θυμωμένου hippie με ερωτευμένο πάνκη, με τη ζυγαριά να γέρνει προς τη μία ή την άλλη πλευρά, ανάλογα το τραγούδι. Στιχουργικά τα πράγματα είναι αρκετά απλά -με την κατά Neil Young έννοια του όρου-, με τον δημιουργό να είναι κυρίως παρατηρητής, παρά συμβουλάτορας, είτε περιγράφει τον κόσμο ("Angry World"), είτε την πορεία της ζωής του ("Hitchhiker").
Η δουλειά του Lanois φέρνει το πρωτότυπο του εγχειρήματος στην επιφάνεια. Πρωτοποριακή ηχογράφηση της κιθάρας, επαναλήψεις ακόρντων και συλλαβών σε στρατηγικά σημεία μέσα στο τραγούδι, αλλά ταυτόχρονα κρατά ανέπαφη την αυθεντικότητα και το «live» του πράγματος.
Προσωπικά με χτύπησε κάτω σαν το χταπόδι στην προσπάθεια μου να το κρίνω. Μετά από δεκάδες ακροάσεις και περάσματα από φάσεις απόρριψης, αποδοχής και αποθέωσης, αλλά και πολλές επισκέψεις στον rock ψυχίατρο, καταλήγω στο παρακάτω συμπέρασμα: Στο σύνολό του το "Le Noise" είναι ένα άκρως ενδιαφέρον και πρωτοποριακό εγχείρημα, φρέσκο σαν τα μυαλά των δημιουργών του. Ο Neil δημιούργησε και πάλι ένα μικρό μουσικό θαύμα για το οποίο θα συζητάμε καιρό.
Ή μήπως όχι; Για να το βάλω να παίξει άλλη μια φορά...
15 seconds review (εμπρός στον rock ψυχίατρο):
Walk With Me: Rock with Neil
Sign Of Love: A lone crazy horse
Someone's Gonna Rescue You: Electric emotion
Love And War: Song Of Gold
Angry World: Speaks about Greece too
Hitchhiker: Short autobiography
Peaceful Valley Boulevard: American history ballad
Rumblin': Feeling the Earth