Kings Of Leon

Come Around Sundown

RCA / Sony (2010)
Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 18/10/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Από το Tennessee στη Νέα Υόρκη, δηλαδή κυριολεκτικότατα από τα αλώνια στα σαλόνια. Ο δίσκος που το άξιζε λιγότερο από όλους τους προηγούμενους άλλαξε τα πάντα. Μετά από τρία εξαίσια album που αιχμαλώτισαν ένα πονηρεμένο indie πλήθος, το "Only By The Night" του 2008 ήταν εκείνο έφερε τους Kings Of Leon στα πιο λουσάτα εξώφυλλα και στο αερόστατο που αιωρείται πάνω από ρετιρέ της rock δισκογραφίας. Από τη μέρα που θα τους διαφήμιζα με εκείνο το επιχείρημα περί «southern Strokes» μοιάζει να πέρασε ένας αιώνας και τώρα πια, όποτε και όπου το επιχειρώ, ακούγεται πίσωθε το θεαματικό ρεφρέν του "Sex On Fire" και το υποψήφιο θύμα του προσηλυτισμού ήδη το τραγουδάει με σθένος και χάρη.

Και κάνω λάθος. Το "Only By The Night", αν πιθανόν δεν το άξιζε λόγω ποιοτικής ατολμίας, το άξιζε λόγω ποιοτικής καταλληλότητας. Σε αυτό βρέθηκε η συνταγή της γιγάντωσης, κι ας νοσταλγεί όποιος νοσταλγεί (μαζί μου) τις δύστροπες νευρικές κιθάρες και τα εκκεντρικά ακαταλαβίστικα του Caleb Followill. Στη Νέα Υόρκη, λοιπόν, ηχογραφήθηκε ο διάδοχος και κουβαλά τα εμπεδωμένα πλέον συστατικά τους πατρός, για να παράγει το rock που αντέχει κάθε ραδιόφωνο, όπως ήξεραν να το κάνουν οι REM και έμαθαν εγκαίρως να το κάνουν οι U2.

Στη Νέα Υόρκη. Και ενώ η μπάντα φαίνεται να επαναλαμβάνει στο "Come Around Sundown" τα πιο ανώδυνα μέρη της συνθετικής τεχνοτροπίας του "Only By The Night", κάποιοι έχουν βαλθεί να πείσουν ότι τα τέσσερα καλόπαιδα, εκεί στη συμπρωτεύουσα με τους ξακουστούς ουρανοξύστες, λαχτάρισαν τη θαλπωρή του Tennessee και δήθεν επεχείρησαν κάποια μεγαλειώδη επιστροφή στις νότιες μουσικές ρίζες τους. Κουραφέξαλα! Αν το εξαιρετικό "Back Down South" φοράει περήφανα το καπέλο του καουμπόι, όχι μόνο στέκει μονάχο του, αλλά οι αυθεντικές αμιγείς νοτολάγνες συνθέσεις τους, θυμίζω, ήταν κάτι ημιακατέργαστα αποστομωτικά δοκίμια σαν το "King Of The Rodeo" από το "Aha Shake Heartbreak" του 2004.

Η μαγεία του (υγιούς) φορέα της σημαίας της Συνομοσπονδίας, βέβαια, είναι πάλι εδώ, όπως ήταν και στο "Only By The Night". Δεν είμαι κουφός. Ακούω την προέλευση, νότα παρά νότα. Η ταυτότητα δεν άλλαξε, απλώς δεν αναγράφεται πια το θρήσκευμα. Πρόκειται ακόμα και πάντα για τους τρεις αδερφούς και τον έναν ξάδερφο, που κάποτε τους ενέπαιζαν και τώρα πια τους κοιτούν με γουρλωμένα μάτια να διαπρέπουν, στην οδό που χάραξε το "Use Somebody". Το πανέμορφο και αποτελεσματικό, πλην όμως ελαφρώς λιγότερο συναρπαστικό, αυτό τραγούδι έγινε single παντιέρα και απέσπασε και ένα Grammy. Σάματις το περίμενα; Η μόνη αληθοφανής εξήγηση που κατεβάζει η γκλάβα μου είναι η προμελετημένη ραδιοκλαμπική πλύση εγκεφάλου στις μάζες - και ακόμη απορώ γιατί αυτό και όχι το "Closer".

Το ερώτημα είναι, προς το παρόν, αν θα πεισθούν οι ραδιοφωνικές πλύστρες να προβάλλουν αναλόγως και τα τραγούδια του "Come Around Sundown", γιατί, από απόψεως δυνάμει παντοδύναμων επιτυχιών, εδώ δεν έχουμε ούτε κάποιο "Molly's Chambers", ούτε κάποιο "The Bucket", ούτε κάποιο "On Call" και καταφανώς επ' ουδενί κάποιο "Sex On Fire". Εδώ έχουμε το σαφώς λιγότερα ξεδιάντροπο -και παρεμπιπτόντως απροσδιόριστα «world»- πρώτο single του "Radioactive" και μια σειρά λίαν καλών τραγουδιών, χωρίς ενοχλητικές φιλοδοξίες, πλην του θεμιτού φεστιβαλικού «sing-along», όπως λένε οι γνωστικοί. Η μπάντα βρίσκεται στο σημείο που, στην ουσία, κάνει ένα βήμα προς το πλάι. Μετά τη θεαματική της άνοδο με το ασανσέρ, δε βγάζει ούτε τον αναμενόμενο δίσκο με τα δέκα βαρβάτα single, ούτε κάποιο στριφνό εκδικητικό μανιφέστο. Βγαίνει από το ασανσέρ, παραμένει στον ιλιγγιώδη όροφο και ελπίζει να μην το καλέσει κανένας άλλος.

Είναι ωραίο το "Come Around Sundown", album με συνοχή και απολαυστική διάρκεια. Τα τραγούδια του δεν ξετρελαίνουν πάραυτα. Χωρίς προφανώς να είναι δυσνόητα, θέλουν να συντροφεύσουν τον ακροατή για πολύ καιρό. Να συστηθούν ξανά, να γίνουν γλυκιά συνήθεια, να αγαπηθούν. Να διώξουν με τις κλωτσιές όποιον αναζητά το άμεσο και αναλώσιμο ρίγος. Είναι δε εμφανής η βελτίωση και η εμβάθυνση των συνθέσεων από τη μέση και μετά, όμως το πιο ενδιαφέρον τόλμημα ανήκει στο πρώτο μισό. Στημένο σαν καραμελωμένο doo-wop των γιεγιέδων από το 1960, το "Mary" αποδίδεται με την πιο σύγχρονη ψευδοθορυβώδη πλεονεξία.

Σε ένα μάλλον νυσταγμένο album, που δε θα ξυπνήσει ούτε στο "No Money", το μπάσο του Jared αποκτά όλο και περισσότερο στόμφο, εις βάρος των κιθάρων που ασχολούνται εντονότερα με τη δυναμική του ρεφρέν και τη γενικότερη ατμόσφαιρα. Ο Caleb παραμένει το ισχυρότερο επιχείρημα της μπάντας και αριστεύει παντού ως ανεμένετο, ενώ τα ύπουλα κρουστά του Nathan εξυπηρετούν το ύφος, αλλά δε θα ξαφνιάσουν ούτε καν στο "Pony Up". Ο μόνος κίνδυνος για το μέλλον είναι να παγιωθεί η μεθοδολογία εις βάρος της σαγήνης της πρωτοτυπίας. Έως το επόμενο, παλιοί και νέοι οπαδοί έχουν στα χέρια τους έναν δίσκο που αξίζει να λιώσει στο γύρισμα, κι ας είναι τελικά ο ως μη βέλτιστος χείρων (sic).
  • SHARE
  • TWEET