Iron Maiden

Senjutsu

Parlophone (2021)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 05/09/2021
Στέκονται αξιοπρεπέστατοι ως κι εντυπωσιακοί, τιμώντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο τον μύθο τους
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ας ξεκινήσουμε από μια απαραίτητη υπενθύμιση. Βρισκόμαστε στο 2021 και το ότι έχουμε την ευκαιρία να απολαμβάνουμε μια νέα δισκογραφική δουλειά από τους Iron Maiden είναι ένα ευτύχημα. Όπως κάθε ζωντανή τους εμφάνιση, έτσι και κάθε νέο άλμπουμ τους θα πρέπει να λογίζεται ως αφορμή για γιορτή. Όχι μόνο όσων συνεχίζουν να αγαπούν, αλλά κι αυτών που κάποτε αγάπησαν τόσο αυτό το συγκρότημα, όσο και τη heavy metal μουσική γενικότερα.

Φτάνοντας στη 17η στουντιακή δουλειά τους, μέσα από μια σαρανταετή δισκογραφική πορεία, η παρέα των Steve Harris, Bruce Dickinson Adrian Smith, Dave Murray, Nicko Mc Brain και Janick Gers δεν έχει να αποδείξει τίποτα, ούτε στους οπαδούς της, ούτε σε κανέναν. Οι μουσικές τους έχουν αλλάξει τις ζωές πάμπολλων ανθρώπων και έχουν κατακτήσει κορυφές που δεν αναμένεται να πατηθούν ξανά - από τους ίδιους ή από τους άλλους - και δεν περιμένει κανείς να κριθούν τώρα για τα πεπραγμένα τους.

Την ίδια στιγμή, έχουν αποδείξει ότι δεν έχουν την ανάγκη να αντιμετωπίζονται ως κάποιου είδους τοτέμ που απαιτεί σεβασμό, βάσει των όσων έχει καταφέρει στο παρελθόν. Αντιθέτως, οι Iron Maiden παραμένουν ζωντανοί, συνεχίζοντας να δημιουργούν και να υπερασπίζονται το όνομά τους με έργα και πράξεις, όχι μόνο στις ζωντανές τους εμφανίσεις, μα και στις νέες μουσικές τους προτάσεις. Μάλιστα, το κάνουν παραμένοντας αναπολογητικά ξεροκέφαλοι σε πολλά επίπεδα, αποδεικνύοντας κάθε φορά πως ο μόνος τον οποίο προσπαθούν να ικανοποιήσουν είναι ο ίδιος ο εαυτός τους. Κι αυτό δεν αλλάζει στο "Senjutsu". Ευτυχώς.

Η πιο συνήθης ένσταση, από μια μερίδα ακροατών του συγκροτήματος, αναφορικά με τις προηγούμενες δουλειές του - τόσο για το "The Final Frontier" όσο και για το "The Book Of Souls" - είχε να κάνει με τη μεγάλη διάρκεια του κάθε άλμπουμ, αλλά και κάποιων επιμέρους τραγουδιών. Όπως καλά υποθέσατε, αυτό ουδόλως ίδρωσε το αυτί του του captain Steve και των υπολοίπων, αφού και πάλι το "Senjutsu" είναι ένα διπλό άλμπουμ, 82 λεπτών διάρκειας, με μόλις δυο συνθέσεις μικρότερες ή ίσες των πέντε λεπτών. Όσον αφορά στη δεύτερη ένσταση που αφορά σε θέματα παραγωγής, επίσης καλά μαντέψατε: ο Kevin Shirley στέλνει για μια ακόμα φορά τα χαιρετίσματά του πίσω από την κονσόλα.

Χωρίς να απορρίπτω απαραίτητα ως αβάσιμες τις όποιες ενστάσεις, θεωρώ ότι και στις δυο περιπτώσεις οι Maiden δικαιώνονται για την επίμονή σε αυτές επιλογές τους, στη νέα τους δουλειά. Από τη μια πλευρά, θεωρώ πως ο Caveman έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στην παραγωγή και τη μίξη αυτού του άλμπουμ, σαφώς καλύτερη από τις προηγούμενες, κυρίως γιατί μου δίνει την αίσθηση πως έχει βρει χώρο να ακουστούν όλα τα όργανα, διατηρώντας μια σωστή ισορροπία μεταξύ τους. Σε γενικές γραμμές, βρίσκω τον ήχο του άλμπουμ πιο οργανικό, καθαρό και εν τέλει ταιριαστό σε μια μπάντα που μπαίνει στην πέμπτη δισκογραφική δεκαετία της. Όσο δε για τις διάρκειες, οι ίδιες οι συνθέσεις απαντούν από μόνες τους για το αν υπάρχει κάτι περιττό στα 8 λεπτά του ομότιτλου, στα παρά κάτι 13 του "The Parchment" ή στα 11 του "Hell On Earth".

Θεωρώ ότι ισχυρίζομαι το προφανές όταν λέω ότι ο δίσκος θέλει λίγο χρόνο - παραπάνω απ' ό,τι ενδεχομένως ένας μέσος δίσκος - για να αξιολογηθεί ορθά: τόσο για να καταλαγιάσει ο ενθουσιασμός των υπέρ-οπαδών, όσο και για να καμφθούν οι ενδοιασμοί όσων ξεκινάνε με βάση τις ενστάσεις. Και όταν δοθεί ο κατάλληλος χρόνος, ίσως φύγει λίγη αστρόσκονη, αλλά το πρόσημο παραμένει υπέρ των δημιουργών του.

Το άνοιγμα του δίσκου με το mid-tempo κι επιβλητικά επικό ομότιτλο τραγούδι μοιάζει περίεργη επιλογή για να ξεκινάει ένας δίσκος των Iron Maiden, αλλά λειτουργεί ιδανικά, βάζοντας τον ακροατή στο πολεμικό (ως συνήθως) κλίμα, αποπνέοντας με μια αίσθηση δέους, πριν το up-tempo "Stratego" έρθει να ξεσηκώσει παλιούς και νέους οπαδούς με τον καλπάζοντα ρυθμό του και την εξαιρετική ερμηνεία του Dickinson. Το hard rockάδικο "The Writing On The Wall" παρόλο που δεν με ενθουσίασε ως πρώτο single, ακούγοντας το στη ροή του άλμπουμ ομολογώ πως κι εγώ αυτό θα επέλεγα για πρώτο δείγμα, ενώ θα κάνω ειδική μνεία στις κιθάρες και πιο συγκεκριμένα στο υπέροχο σόλο του Adrian Smith. Το "Lost In A Lost World", με την καταπληκτική εισαγωγή του, είναι ένα μια χαρακτηριστική, mid-tempo, post-2000, δυνατή σύνθεση του Harris, που προσωπικά πάντα απολαμβάνω, ενώ το δυναμικό "Days Of Future Past" δίνει μια ευχάριστη, πιο up-tempo διάθεση, πριν το πρώτο μέρος του άλμπουμ κλείσει με το "The Time Machine", το οποίο περιλαμβάνει, όμορφα τοποθετημένα, πολλά όλα τα trademark συστατικά που μας έχουν συνηθίσει οι Maiden, χωρίς να ξεχωρίζει απαραίτητα αλλά ούτε και να υστερεί.

Το δεύτερο μέρος (CD) ξεκινάει ιδεατά, καθώς το "Darkest Hour" φέρει φαρδιά-πλατιά τη συνθετική συν-υπογραφή των Smith και Dickinson και αποτελεί μια υπέροχη power ballad, κάπου ανάμεσα στο "Wasting Love" και το "Out Of The Shadows", με εξαιρετικό ρεφρέν και μια ακόμα ερμηνεία του Dickinson να ξεχωρίζει. Από την άλλη το 10λεπτο "Death Of The Celts" έχει ξεκάθαρη τη σφραγίδα του Harris, φέρνοντας στον νου με τις μελωδίες, τη δομή και την τεχνοτροπία του, το σπουδαίο "The Clansman", κινούμενο όμως σε ένα mid-tempo πλαίσιο. Μπορώ να αναγνωρίσω ότι δεν θα ενθουσιάσει τους πάντες, παρά τις πάντα αξιόλογες μελωδίες του καπετάνιου, αφού πατάει λίγο παραπάνω στη συνθετική φόρμουλα του Steve.

Αντιθέτως, τα δυο έπη που κλείνουν το άλμπουμ αξίζουν καθολικής αποδοχής, καθώς τόσο το "The Parchment" όσο και το "Hell On Earth" σε κάνουν να θέλεις να βαρέσεις προσοχή μπροστά στον αρχηγό και το ανυπέρβλητο ταλέντο του να ξεπερνάει συνθετικά τον εαυτό του, χωρίς να αλλάζει ιδιαίτερα την προσέγγιση και την τεχνοτροπία του. Από τις ανατολίτικες μελωδίες και την κλιμάκωση του πρώτου, ως τις μεγάλες, σχεδόν γηπεδικές στιγμές του δεύτερου, αμφότερες οι δυο συνθέσεις αποπνέουν Maidenικό μεγαλείο και δεν θα φέρω αντίρρηση σε όποιον ισχυριστεί πως είναι οι δυο καλύτερες στιγμές του άλμπουμ.

Επιζητώντας να καταλήξουμε σε ένα τελικό συμπέρασμα για το "Senjutsu" πρέπει να συμφωνήσουμε και με ποια βάση θα κριθεί. Με βάση το πού στέκεται στο σύνολο της δισκογραφίας των Iron Maiden; Σε σχέση με τα υπόλοιπα άλμπουμ της μετά-reunion εποχής; Σε σχέση με το "The Book Of Souls"; Ή μήπως πρέπει να το κρίνουμε σε σχέση με εκείνο το πρώτο άλμπουμ των Maiden που ακούσαμε κάποτε και μας άλλαξε τη ζωή; Ας το κρίνει ο καθένας με όποιο κριτήριο προτιμάει και πάσα ετυμηγορία είναι αποδεκτή, αφού κανείς και τίποτα δεν μπορεί (και δεν χρειάζεται) να υποβαθμίσει την προσωπική σχέση που αναπτύσσει ο καθένας μας με τις μουσικές που αγαπάει, κάτι που αποτελεί ένα από τα δυνατότερα χαρτιά μεταξύ αυτής της μπάντας και των οπαδών της. Σίγουρα μπορούν να υπάρξουν οι γνωστές συζητήσεις για τις διάρκειες και τον επικρατούντα mid-tempo χαρακτήρα, όμως αν προσπαθήσουμε να απομονώσουμε τα αναπόφευκτα προσωπικά φίλτρα - τις προτιμήσεις, τις ενστάσεις, τον οπαδισμό - προκύπτει εύκολα το συμπέρασαμα πως με το "Senjutsu" οι Iron Maiden στέκονται για μια ακόμα φορά αξιοπρεπέστατοι ως κι εντυπωσιακοί, τιμώντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο τον μύθο τους.

  • SHARE
  • TWEET