Feist

Metals

Polydor (2011)
Από τον Δημήτρη Καρβούνη, 23/12/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Με καμιά δεκαριά Juno βραβεία στο βιογραφικό της, με ουσιαστική συμμετοχή στην πετυχημένη πορεία της καναδικής indie υπερμπάντας Broken Social Scene και με τον τελευταίο της δίσκο, "The Reminder" (2007), να έχει σαρώσει το iTunes και τα διαφημιστικά jingles στο διάβα τους, η Feist επέστρεψε φέτος στα δισκογραφικά δρώμενα με το "Metals". Ένα δίσκο που όλοι οι fan της, παλιοί και καινούργιοι, περίμεναν με αγωνία, άλλοι γιατί ήλπιζαν σε ένα καινούργιο "Let It Die" που θα συνδύαζε jazz, rhythm 'n' blues, indie και disco, άλλοι γιατί ήθελαν να νιώσουν ξανά το ρομαντισμό που τους προκαλούσε το "The Reminder" και άλλοι γιατί ήταν περίεργοι να δουν πώς θα διαχειριστεί την τεράστια εμπορική επιτυχία της μία ορκισμένη indie καλλιτέχνις σαν την Feist. Θα επέλεγε την εμπορική ασφάλεια της μουσικής στασιμότητας ή θα συνέχιζε σε κατευθύνσεις ανεξάρτητες από αυτά που ζητούν οι μεγάλες δισκογραφικές και όσοι λάτρεψαν τις pop επιτυχίες της; Δε χρειάζεσαι πολλές ακροάσεις για να λάβεις την απάντηση σου σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα.

Καταρχάς, αποστασιοποιείται από το ρομαντικό και «ονειροπαρμένο» μουσικό παρελθόν της για πιο γλυκόπικρους και ώριμους ήχους. Δεν έχει πρόβλημα να το παραδεχτεί και η ίδια στο "Anti-Pioneer", όπου εκθέτει την έως τώρα μουσική της αποκαλώντας την «χαζά γλυκανάλατη» («sappy»). Οι συνθέσεις της έχουν βαρύνει αρκετά. Πνευστά, έγχορδα και ανδρικές χορωδίες συμπληρώνουν και αναδεικνύουν μαεστρικά τη μελαγχολική φωνή της, το tempo των κομματιών της έχει μειωθεί αισθητά, ενώ η απογοήτευση για τους διαφημιστές που ευελπιστούσαν σε νέα jingles είναι σίγουρη, μιας και τα χαζοχαρούμενα στοιχεία του "The Reminder" απουσιάζουν.

Η θεματολογία της αυτήν τη φορά δεν προσφέρεται για ρομαντικές καλοκαιρινές στιγμές, αλλά για μελαγχολικά χειμωνιάτικα απογεύματα μετά από χωρισμό. Η Feist του 2007, που τραγουδούσε για έρωτες και τη διάθεση της να κάνει τα πάντα για να επιβιώσει η σχέση της, έχει δώσει τη θέση της σε μια ώριμη, κυνική και σκληραγωγημένη Feist, που τραγουδάει για δύσκολους χωρισμούς ή ακόμη και για το θάνατο, όπως στο -εξαιρετικό κατά τ' άλλα- "Graveyard". Αν η φωνή της δε συνέχιζε να είναι τόσο υπέροχα φρέσκια και γλυκιά, δύσκολα θα αναγνώριζες πως πρόκειται για το ίδιο άτομο που έγραψε το "1234".

Η Feist όμως έχει ωριμάσει και μουσικά. Δεν πειραματίζεται με ετερόκλητους ήχους όπως στο παρελθόν και ψηφίζει lo-fi και indie φιλοσοφία δαγκωτό. Προκλητικά μας δείχνει πως δεν την ενδιαφέρει το μουσικό αναμάσημα και από το να μας προσφέρει ένα εξίσου κεφάτο και groovy single σαν το "Inside And Out", που όμως πλέον δεν την εκφράζει, προτιμάει να μείνει μακριά από τη μουσική για 18 μήνες, να ξεχάσει το παλιό της στυλ και ύστερα να ξεκινήσει τις ηχογραφήσεις μέσα σε μια καλύβα στη μέση του πουθενά. Ναι, σωστά διαβάσατε, κάπως έτσι ηχογραφήθηκε ο δίσκος. Η Feist, που με την επιτυχία της άνοιξε το δρόμο σε καλλιτέχνες όπως οι Florence & The Machine και η Marina & The Diamonds, προτίμησε τις αναπόφευκτες ατέλειες μιας ερασιτεχνικής παραγωγής από την απόκοσμα αψεγάδιαστη παραγωγή που θα μπορούσε να της εξασφαλίσει η οποιαδήποτε δισκογραφική.

Νομίζω όμως πως αποκάλυψα και το αδύναμο σημείο του δίσκου, λέγοντας τη λέξη «ερασιτεχνική». Αν αυτή και οι συνεργάτες της ήταν περισσότερο υπομονετικοί για να εντοπίσουν και να διορθώσουν τις ατέλειες της παραγωγής και του δίσκου, τότε όλοι θα χαιρόμασταν περισσότερο. Το lo-fi μας αρέσει γιατί είναι γήινο κι όχι γιατί είναι τσαπατσούλικο και νιώθω πως αυτό το ξέχασαν.

Δεν μπορώ να πιστέψω πως ο δίσκος θα έχανε τόσο πολύ σε ατμόσφαιρα αν υπήρχαν λιγότερα λάθη κατά την εκτέλεση των κομματιών ή μερικές από τις συνθέσεις είχαν δουλευτεί περισσότερο. Η Καναδούλα δε μας είχε συνηθίσει σε τέτοια λάθη κι αυτό πόνεσε. Πολύπλοκα κομμάτια που καταλήγουν να σε υπνωτίζουν, αγχωμένες ενορχηστρώσεις που σε ζαλίζουν με αχρείαστες φανφάρες και ένα αποτυχημένο tracklist που με ταλαιπώρησε όλες τις φορές που προσπάθησα να ακούσω ολόκληρο το δίσκο. Τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ μοιράστηκαν στην αρχή και στο τέλος, ενώ στη μέση υπάρχει μια τεράστια κοιλιά πέντε κομματιών που σε φτάνει στα όρια του να σταματήσεις την ακρόαση. Ακόμη χειρότερα, αυτή η κοιλιά καταρρακώνει και τα εξαίρετα τελευταία τρία κομμάτια.

Εν κατακλείδι, ο δίσκος προσφέρει περισσότερο θέματα προς συζήτηση για την Feist και λιγότερο την ικανοποίηση πως άκουσες ένα δίσκο που θα μείνει στην καρδιά σου όπως οι προαναφερθείσες επιτυχίες της. Θα την θαυμάσεις για το ότι επιμένει indie. Θα την θαυμάσεις για μεμονωμένες στιγμές του δίσκου της, όπως τα προαναφερθέντα κομμάτια και τα "Caught A Long Wind" και "Comfort Me". Θα σε στεναχωρήσει όμως που αυτήν τη φορά δεν έφτασε τα στάνταρ ποιότητας που η ίδια μας είχε συνηθίσει.
  • SHARE
  • TWEET