Devin Townsend Project

Epicloud

HevyDevy (2012)
Από τον Βαγγέλη Ευαγγελάτο, 13/09/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Μετά από την ολοκλήρωση της τετραλογίας που κυκλοφόρησε κατά την περίοδο 2009-2011, ο ανισόρροπος -πλην αστείρευτος- Καναδός επανέρχεται δισκογραφικά μόλις έναν χρόνο αργότερα, ωθώντας την προσωπική του καριέρα στην επόμενή της φάση. Ο σκοπός της δημιουργίας των "Ki", "Addicted", "Deconstruction" και "Ghost" έχει επιτευχθεί, κι αυτός ήταν να αποστραγγισθούν και να μπουν σε τάξη οι τέσσερις κύριες συνθετικές φόρμες που απασχολούσαν τον Townsend τα τελευταία χρόνια, ούτως ώστε να ανοίξει ο δρόμος για ένα από τα μεγαλύτερα απωθημένα του, το μιούζικαλ (ουδεμία σχέση με την extravaganza της sci-fi όπερας του "Ziltoid").

Η ζωηρή εντύπωση που δημιουργείται ήδη από το gospel / χορωδιακό εισαγωγικό "Effervescent" είναι ότι το "Epicloud" αποτελεί ένα κανάλι αυστηρά θετικής ενέργειας και σ' αυτό το επίπεδο μπορεί εκ πρώτοις να παραλληλιστεί με το "Addicted". Βέβαια, σημαντικός αρωγός σ' αυτό είναι η συμβολή της Anneke Van Giersbergen, αφού ο ρόλος της είναι εξίσου διακριτός και, όπως είναι λογικό, οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες.

«I love you / I need you / I've always been around you», τραγουδάει η ενσάρκωση της απόλυτης γλυκύτητας στο "True North" και είναι αδιανόητο να μην σαγηνευτείς όσο επαναλαμβάνεται αυτή η εκπληκτική φωνητική μελωδία, ακόμα κι αν λίγο αργότερα θα έρθει το πρώτο βαρύ prog riff που θα παραπέμψει -έστω και συνειρμικά- στις χαοτικές πρακτικές του "Deconstruction".

Το "Lucky Animals" που ακολουθεί είναι το πιο προηγμένο της νέας λογικής, επιχειρώντας να συνδυάσει μουσική καμπαρέ και πνευστά στα πλαίσια του rock μιούζικαλ, ενώ ανησυχητικά απολαυστική είναι και η συνοδεία του καλύτερου unofficial video που φτιάχτηκε ποτέ, με τον Devin να επιδεικνύει τις αρετές του στο «awkward dancing» στον κήπο του σπιτιού του και τον αθροιστικό δείκτη geekness + καμμενιάς να χτυπάει κόκκινα.

Το ουσιαστικό peak της «νέας τάξης πραγμάτων» έρχεται αμέσως μετά με το "Liberation", με το βασικό riff / αναφορά στο "You Really Got Me", τη χορωδία να βγαίνει στην πρώτη γραμμή και την μεγαλειώδη γαματοσύνη του ρεφρέν να αφανίζει με ευκολία κάθε προγενέστερο χιτάκι του Καναδού - διάκριση διόλου ευκαταφρόνητη, όταν σε αντιπαραβολή βρίσκονται κομμάτια όπως τα "Life", "Christine", "Slow Me Down" και "Bend It Like Bender!".

Οι τόνοι πέφτουν στη συνέχεια με το "Where We Belong", όπου τα αιθέρια φωνητικά του Townsend υποστηρίζονται από αυτά της Anneke, αυτή τη φορά προσεγγίζοντας new age / ambient μορφές, με τρόπο που η γυναικεία φωνή χρησιμοποιείται περισσότερο σαν ένα ηλεκτρονικά φιλτραρισμένο όργανο, ενώ αναλόγως «μεσολαβητικά» δρουν και τα "Divine" και "Lessons", που κινούνται μεταξύ της ιδιοσυγκρασίας του "Ghost", του "Ki", αλλά και συνθέσεων του ύφους του "Ih-Ah!". Είναι ξεκάθαρο ότι η λειτουργικότητα αυτών εξυπηρετεί την τακτική των διαλειμμάτων, δίνοντας στον δίσκο τις απαραίτητες «ανάσες» που χρειάζεται προκειμένου η ροή του να παραμείνει ομαλή.

Ωστόσο, ο εντονότερος νεοτερισμός θα έρθει με το "Save Our Now", στο οποίο ο Devin δανείζεται μία συνθετική δομή των Pendulum για να αναπτύξει τις μελωδίες του (έχοντας πάρει μάλιστα την άδεια της βρετανικής μπάντας, όπως παραδέχεται ο ίδιος), ενώ είναι εντυπωσιακό το πόσο φυσικά δένει με το πιο ακραίο "Kingdom" που έπεται, το οποίο και συγκαταλέγεται με ευκολία στις κορυφαίες στιγμές του δίσκου, κάνοντας εδώ τη δεύτερή του εμφάνιση μετά το "Physicist" του 2000.

Αντίστοιχα κεντρικούς ρόλους έχουν και τα "Grace" και "More!", όντας πιο «ενεργητικά» από τα υπόλοιπα, αλλά και με σαφώς βαρύτερες τάσεις. Το πρώτο διαθέτει μία δομή που το κάνει να εγκλιματίζεται με εντελώς φυσικό τρόπο, παρά το Gojira-like επιβλητικό βασικό ρυθμικό του μέρος, ενώ το δεύτερο αντιπροσωπεύει την έκρηξη αδρεναλίνης του άλμπουμ, με την τέρμα καβλωτική Lamb Of God-ική riffάρα να ξεχωρίζει στο τελευταίο λεπτό, παρότι ούτε αυτό ξεφεύγει της ενιαίας up-tempo «θετικής» διάθεσης.

Το -μάλλον τυπικό ως προς την συνθετική του μορφή- "Hold On" προετοιμάζει κατάλληλα το κλείσιμο του δίσκου που έρχεται αμέσως μετά με το "Angel", κατά το οποίο η αξιοποίηση του ταλέντου της Anneke αγγίζει το ζενίθ της, μέσω ενός σημείου απαράμιλλης ομορφιάς. Με τα τελευταία δευτερόλεπτα να ανήκουν και πάλι στη χορωδία, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της ολοκλήρωσης του κύκλου που είχε αρχίσει να σχηματίζεται 50 λεπτά νωρίτερα, κλείνοντας με ένα άτυπο reprise του "Effervescent" προς χάριν του τονισμού αυτής της πλήρωσης.

Όντας πομπώδες, αιθέριο, «διαλογιστικό» και εν γένει πανέμορφο σε όλες τις πτυχές του, το "Epicloud" ανταπεξέρχεται πλήρως ως ένα ακόμη one-off πείραμα του Καναδού πολυπράγμονα μουσικού, χτίζοντας την υπόστασή του πάνω στα ιδεώδη του οπτιμισμού και της εσωτερικής ισορροπίας του ανθρώπου, χωρίς να θυσιάζει καθόλου από την δυναμική του και να καταλήγει υπερβολικά χαρωπό ή cheesy. Διαχειριζόμενο άρτια την κληρονομιά των τεσσάρων προηγηθέντων δίσκων του, αλλά και παλιότερων εξίσου δηλωτικών δουλειών του, ο Townsend κυκλοφορεί ακόμη ένα μικρό διαμάντι, τόσο διαφορετικό κι όμως τόσο ενδεικτικό της οραματικής προσωπικότητάς του.

Αλλά, πάλι, όσο και να αναλύσει κανείς τον δίσκο, το ζουμί γι' αυτόν κρύβεται στο ρεφρέν του "Liberation", και συγκεκριμένα στο απλούστατο «The time has come to forget all the bullshit and rock, let's rock!».
  • SHARE
  • TWEET