Attic

Sanctimonious

Van (2017)
Από τον Σπύρο Κούκα, 12/09/2017
Πιθανόν ό,τι αρτιότερο μπορούμε να συναντήσουμε στον King Diamond/Mercyful Fate ήχο αυτήν τη στιγμή
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το King Diamond - worshipping ρεύμα δεν αποτελεί κάτι καινούργιο στις μέρες μας, αφού ήδη εδώ και σχεδόν μια δεκαετία έχουν εμφανιστεί αρκετές μπάντες που έχουν επηρεαστεί εντόνως από τα έργα και τις ημέρες του Kim Bendix Petersen με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σχήματα όπως οι Ghost (κυρίως των πρώτων χρόνων), οι In Solitude και οι Portrait, αλλά ακόμη και οι Trial με τους Hell, έχουν οικειοποιηθεί πολλές από τις μουσικές κι εμφανισιακές νόρμες που καθιέρωσαν οι Mercyful Fate/Kind Diamond, για να φθάσουμε σταδιακά στο σημείο να αναρωτιόμαστε αν η δεδομένη και πασιφανέστατη, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση παρουσία των Them και του "Sweet Hollow" δίσκου τους είναι ευχή ή κατάρα.

Στην τελευταία κατηγορία πιθανότατα εντάσσονταν μέχρι πρότινος και οι Attic, με τους Γερμανούς metallers να κυκλοφορούν ένα καθ΄όλα ελπιδοφόρο αλλά και τόσο υπερβολικά επηρεασμένο από τους King Diamond/Mercyful Fate σε κάθε του πτυχή ντεμπούτο, πριν μια πενταετία. Έτσι, όσο εντυπωσιακά κι αν ακούγονταν τα όσα μας προσέφερε το "The Invocation", η έλλειψη προσωπικότητας, συνδυαστικά με τις ατέλειες που εμφανίζει κάθε ντεμπούτο, έδειχναν πως η συνέχεια θα απαιτούσε πολλά περισσότερα από την μπάντα για να μπορέσει να κάνει το βήμα παραπάνω.

Φτάνοντας στο σήμερα, λίγα είναι τα όσα έχουν αλλάξει στα ενδότερα της μπάντας, με μονάχα μια αλλαγή ντράμερ να έχει μεσολαβήσει από την κυκλοφορία του "The Invocation" μέχρι και τον νέο δίσκο. Παρ' όλα αυτά, οι μικρές αλλαγές που συντελέστηκαν για τη δημιουργία του "Sanctimonious" είναι τέτοιες που να δικαιολογούν τον ενθουσιασμό για το περιεχόμενο του. Προφανώς, οι προαναφερθείσες επιρροές είναι ακόμη παρούσες στον υπερθετικό βαθμό, με το concept της στιχουργικής θεματολογίας να εντείνει τις κοινές συνισταμένες λόγω του horror story υπόβαθρού του, ενώ τα - ομολογουμένως - εντυπωσιακά φωνητικά του Meister Cagliostro προσκυνούν τις ερμηνείες του King Diamond σε βαθμό σχεδόν υποτακτικό.

Ωστόσο, η συνολική απόδοση της μπάντας σε συνθετικό κι εκτελεστικό επίπεδο, συγχρόνως με το γεγονός πως οι υπόλοιπες επιρροές της έχουν αρχίσει να βρίσκουν περισσότερο χώρο μέσα στα τραγούδια, είναι οι παράγοντες που συντελούν στο εκπληκτικό αποτέλεσμα με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι. Οι κιθάρες του δίσκου πραγματικά «κεντάνε», προσφέροντας απίστευτης έμπνευσης riff και solo με το τσουβάλι και βρισκόμενες κάπου ανάμεσα στον τεχνοκρατικό περφεξιονισμό των Helstar, το επικό ψύχος των Dissection και, φυσικά, τις διδαχές των Denner/Shermann και του Andy LaRocque.

Έτσι, με την πλοκή της ιστορίας να είναι αρκούντως ενδιαφέρουσα και να χτίζει μια σκοτεινή θεματική ανάμεσα σε καλόγριες (είπε κανείς "Nuns Have No Fun";), αλλά τελικά τη μουσική να είναι αυτή που κλέβει την παράσταση, ο δίσκος απαρτίζεται από δέκα συνθέσεις (συν τρία ιντερλούδια), όλες τους μία και μία. Το εναρκτήριο ομότιτλο ξεκινάει ιδανικά, δείχνοντας πως θα ακούγονταν οι Dissection του "Storm Of The Light’s Bane" με τον Βασιλιά στα φωνητικά, ομοίως και το "On Choir Stalls", στο "Sinless" το falsetto του Meister Cagliostro στοιχειώνει, ενώ το καταληκτικό "There Is No God" φαντάζει (σε αυτήν τη φάση της καριέρας τους) αναλογικά ως το δικό τους "Satan’s Fall", όντας μια σύνθεση που ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο ένα κορυφαίο άλμπουμ.

Αναλογιζόμενοι πως, εκ των πραγμάτων, τα καλά συνθετικά χρόνια των King Diamond/Mercyful Fate βρίσκονται στο παρελθόν και δύσκολα θα βιώσουμε μια πραγματικά μνημειώδη νέα κυκλοφορία με το όνομα τους (αν και η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία), ο νέος δίσκος των Attic είναι ό,τι πιο άρτιο μπορούμε να βρούμε σε αυτόν το ήχο αυτή τη στιγμή. Και παρ’όλο που τα ζητήματα προσωπικότητας δύσκολα θα πάψουν να υφίστανται λόγω των τόσο χαρακτηριστικών κυρίαρχων επιρροών τους, οι Γερμανοί metallers δημιούργησαν ένα έργο που ίσως σε μερικά χρόνια μνημονεύουμε ως κλασσικό.

  • SHARE
  • TWEET