Arjen Lucassen's Supersonic Revolution

Golden Age Of Music

Music Theories Recordings/Mascot Label Group (2023)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 15/05/2023
Ο αγαθός γίγαντας του prog και οι εντιμότατοι Ολλανδοί φίλοι του, σε μια δουλειά φόρο τιμή στα 70s που επιτυγχάνει το σκοπό της και με το παραπάνω
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Όλοι γνωρίζουν τον Arjen Lucassen για τις μεγάλες rock όπερες που στήνει μέσω των Ayreon και των Star One, κυρίως λόγω των εντυπωσιακών τραγουδιστών που περιλαμβάνουν αυτές, αλλά φυσικά και λόγω της ποιότητά τους. Πέραν αυτών, όμως, ο Arjen σταθερά δημιουργούσε παράπλευρα project με σκοπό να καλύψει κάποια επιπρόσθετη δημιουργική του ανάγκη. Από το female-fronted ατμοσφαιρικό metal των Ambeon, στο prog-metal των Guilt Machine και στη συνεργασία του με την Anneke στους The Gentle Storm έχει κατά καιρούς βρει τις κατάλληλες αφορμές να δοκιμάσει κάτι λίγο διαφορετικό σε σχέση με τις κύριες ασχολίες του. Αυτή τη φορά η αφορμή δόθηκε από μια διασκευή που του ζητήθηκε να κάνει για το "I Heard It On The X" των ZZ Top από το περιοδικό Eclipsed.

Η ηχογράφηση της εν λόγω διασκευής ήταν που γέννησε στον Arjen την ιδέα της δημιουργίας μιας πιο σταθερής μπάντας έναντι ενός προσωπικού project με επιμέρους καλεσμένους, μέσω της οποίας θα διοχέτευε την αγάπη του για τις μουσικές της δεκαετίας του ’70, όχι όμως τόσο της prog πλευράς της, αλλά αυτής που ορίζεται από πιο κλασσικούς καλλιτέχνες, όπως οι T-Rex, ο Bowie, ο Alice Cooper, αλλά κυρίως οι Deep Purple και οι συγγενικές αυτών μπάντες.

Οι εν λόγω μουσικές επιρροές πάντα μπορούσαν να εντοπιστούν στην πλειονότητα των δουλειών του Arjen και κυρίως σε άλμπουμ όπως το "Into The Electric Castle" ή το "Dream Sequencer" που το rock στοιχείο υπερτερεί του metal. Στην πραγματικότητα οι Supersonic Revolution δεν έρχονται για να παρουσιάσουν απαραίτητα κάποια νέα μουσική πρόταση, παρά περισσότερο για να εστιάσουν σε μια ήδη γνωστή πτυχή της μουσικής προσωπικότητας του Arjen.

Ξεκινώντας από τα βασικά, εδώ έχουμε μια καταπληκτική ομάδα κοντοχωριανών (Ολλανδών) μουσικών, με πρώτο και καλύτερο τον Joost van den Broek, ο οποίος είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής όλων των εντυπωσιακών έργων που έχουν ανεβάσει οι Ayreon επί σκηνής τα τελευταία χρόνια ("Ayreon Universe", "Electric Castle Live And Other Tales"κλπ), αποτελώντας ίσως τον πιο στενό συνεργάτη του Lucassen εδώ και χρόνια. Οι Timo Somers (κιθάρα) και Koen Herfst (drums) μπορεί να είναι λιγότερο γνωστοί, αλλά έχουν πολύ αξιόλογα βιογραφικά και δικαιώνουν την επιλογή τους με άνεση. Ο δε Arjen κράτησε τα καθήκοντα στο μπάσο για τον εαυτό του, ενώ για τα φωνητικά εμπιστεύτηκε τον Jaycee Cuijpers, τον οποίο έχουμε γνωρίσει από τις συμμετοχές του (στο στούντιο κι επί σκηνής) στους Ayreon και στους Star One και έμοιαζε ως η ιδανική επιλογή για το ρόλο.

Το άλμπουμ που προέκυψε από τη συνεργασία των παραπάνω μουσικών, τιτλοφορείται "Golden Age Of Music" μην αφήνοντας καμία αμφιβολία τόσο για το περιεχόμενο, όσο και για την άποψη των δημιουργών του. Κι όντως, αποτελεί έναν φόρο τιμής, ή ένα νοσταλγικό γράμμα αγάπης αν θέλετε, του ίδιου του Arjen στις μουσικές που τον καθόρισαν, αυτές της δεκαετίας του ’70, τόσο συνθετικά όσο και στιχουργικά. Με το hammond και τα εν γένει πλήκτρα του Van den Broek να φέρνουν συνεχώς τον John Lord στο μυαλό και με τη φωνή του Cuijpers να έχει μια τόσο έντονη ερμηνευτική αύρα μεταξύ Dio και Coverdale προκύπτει με σαφήνεια πως η μουσική βάση του όλου εγχειρήματος έγκειται στο γενεαλογικό δέντρο των Deep Purple, των Rainbow, των Whitesnake κοκ, έστω κι αν το ηχητικό περιτύλιγμα έχει έναν πιο heavy χαρακτήρα εν γένει.

Το γεγονός ότι οι Purple είναι το βασικό σημείο αναφοράς έρχεται να ενισχύσει το "Burn It Down", το οποίο αποτελεί spin off (!) του "Smoke On The Water", όντας είναι γραμμένο από την πλευρά του βλαμμένου τύπου με το πυροβόλο ("some stupid with a flare gun") κι έχοντας ομολογουμένως πολύ διασκεδαστικούς tongue-in-cheek στίχους, πέραν του ότι είναι μια ενδιαφέρουσα σύνθεση έτσι κι αλλιώς. Αντίστοιχα, το "Rise Of The Starman" όλοι μπορούμε να φανταστούμε σε ποιον αναφέρεται, ενώ στο "Glamattack" που ανοίγει το άλμπουμ οι ανεβασμένοι ρυθμοί συνοδεύουν ταιριαστά τους στίχους περί hairspray, makeup, lipstick και γενικότερα περί της εισβολής του glam rock στον μουσικό κόσμο εκείνης της εποχής. Το δε ομότιτλο τραγούδι καταπιάνεται με τους πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς μέσω των οποίων μάθαιναν τότε νέες μουσικές τω καιρώ εκείνω, έχοντας αναφορές σε "School’s Out", "Jesus Christ Superstar", "Dark Side OF The Moon" και "The Boys Are Back In Town" μεταξύ άλλων, περιγράφοντας τις εν λόγω μουσικές ως το soundtrack των ονείρων. Πέραν των όποιων στιχουργικών αναφορών πρόκειται για ένα πανέμορφο και πιασάρικο τραγούδι, το αγαπημένο μου μέσα από το άλμπουμ. Μαζί του θα ξεχώριζα και το σχεδόν 7λεπτο "Odyssey" που είναι η πιο proggy στιγμή του άλμπουμ (δεν θα μπορούσε να μην υπάρχει και λίγο prog) και μοιάζει σαν το μικρό αδερφάκι του "The Day That The World Breaks Down", όπως επίσης το mid-tempo και πολύ μελωδικό "Holy Holy Ground".

Επιπρόσθετα, πέραν των έντεκα συνθέσεων ο Ajren αποφάσισε να συμπεριλάβει στο (ως bonus υλικό) και τέσσερεις αρκετά ενδιαφέρουσες διασκευές σε T-Rex, Earth, Wind & Fire και Roger Glover και ZZ Top (αυτή που αποτέλεσε το εφαλτήριο του όλου εγχειρήματος), τις οποίες οι Supersonic Revolution έχουν φέρει 100% στα μέτρα τους, καθιστόντας ακόμα πιο γεμάτο και ελκυστικό το συνολικό πακέτο που προσφέρει το "Golden Age Of Music".

Πέραν, όμως, της όποιας νοσταλγίας είναι τα ίδια τα τραγούδια και η εντυπωσιακή απόδοση των μουσικών που κάνουν το ντεμπούτο άλμπουμ των Supersonic Revolution να ξεχωρίζει. Ειδικά, ο Van den Broek στα πλήκτρα και ο Timo Somers στην κιθάρα είναι αμφότεροι στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου απολαυστικοί και σε συνδυασμό με τις πολύ πειστικές ερμηνείες του Cuijpers ανεβάζουν το συνολικό επίπεδο του άλμπουμ. Πρόκειται, εν τέλει, για μια δουλειά που καταφέρνει να περάσει την ευχάριστη διάθεση και των αυθορμητισμό των δημιουργών της, επιτυγχάνοντας το σκοπό της και εν τέλει ξεπερνώντας τις προσδοκίες. Και υπενθυμίζοντάς μας ότι οφείλουμε να έχουμε πάντα εμπιστοσύνη στον Arjen Lucassen.

  • SHARE
  • TWEET