Black Sabbath, Rival Sons @ O2 Arena, London, 29/01/17

Αν αυτό ήταν όντως το τέλος, τότε ναι!- ήταν ένα πολύ όμορφο τέλος· αν πάλι όχι τότε ακόμη ομορφότερα

Από την Σεμέλη Τριτάκη, 15/02/2017 @ 13:40

Η ανακοίνωση της τελευταίας περιοδείας εκείνων των «σκοτεινών» τύπων, οι οποίοι αποτέλεσαν «μουσική υπόκρουση» των εφηβικών, κι όχι μόνο, αναμνήσεων, για τουλάχιστον 1+ γενιές, αποτέλεσε από μόνη της την καλύτερη αφορμή για μια επίσκεψη, από το πουθενά, στην Αγγλία, τη χώρα η οποία τους ανέδειξε. Εκτός των άλλων, βέβαια, και για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, έχοντας πολύ πρόσφατα αφήσει πίσω μας ένα «πολύπαθο» 2016, με ειδίκευση στην εξολόθρευση μουσικών θρύλων, αποφασίσαμε να μην αφήσουμε χώρο για δεύτερες σκέψεις. Η τύχη φυσικά ευνοεί τους τολμηρούς, και είτε πρόκειται για το "Final Tour" στην πραγματικότητα, είτε όχι, το ότι μπορέσαμε να απολαύσουμε από κοντά τους Black Sabbath, ήταν αρκετό.

Το συναυλιακό στάδιο των 20.000 ατόμων, ήταν σχεδόν γεμάτο, πέρα από κάποιες διάσπαρτες θέσεις στα πίσω πίσω και η όλη διαδικασία της αναμονής, υπό τις μουσικές επιλογές του ηχολήπτη, οποίος έδειξε χωρίς δισταγμό τη λατρεία του για τους AC/DC, είχε και αυτή τη γλύκα της. Όπως και εμείς, έτσι και οι παρευρισκόμενοι, όλων των ηλικιών, κυκλοφορούσαν με ένα πλατύ χαμόγελο στον χώρο, την μπύρα στο χέρι, και φυσικά το απαραίτητο αξεσουάρ «αν θες να λέγεσαι φαν» μπλουζάκι Sabbath, ανεξαιρέτως δίσκου, τιμής ένεκεν. Μετά το εξονυχιστικό ψάξιμο τύπου αεροδρομίου, «όχι βγάλε σκουλαρίκια γιατί χτυπάνε, όχι ο κύριος να βγάλει την αλυσίδα απ' το τζίν και τα δέκα δαχτυλίδια-νεκροκεφαλές», το οποίο ομολογουμένως πήρε κάποια ώρα πήραμε τις θέσεις μας και μια βαθιά ανάσα, πανέτοιμοι για το ό,τι επακολουθούσε.

Όπως ήταν αναμενόμενο, (Εγγλέζοι γαρ), τα φώτα έπεσαν γύρω στις επτά το απόγευμα, και παρόλο που για μας τέτοιες ώρες είναι λίγο «μικρές» για να σηκώσουν τέτοιο ήχο, αφεθήκαμε αμέσως. Οι πρώτοι οι οποίοι κατέλαβαν τη σκηνή ήταν οι Καλιφορνέζοι Rival Sons. Χωρίς πολλά πολλά, ο Jay Buchanan, ο τραγουδιστής της μπάντας, μας δήλωσε ότι παίζουν rock 'n' roll και απέτισε φόρο τιμής γι' αυτό, σε ποιους άλλους, στους Black Sabbath τους οποίους και ευχαρίστησε. Ο εξαιρετικής ποιότητας ήχος, οι δεμένες μελωδίες με τα ξεσηκωτικά riff-άκια, σε συνδυασμό με τα πεντακάθαρα και διαπεραστικά φωνητικά μας έκανε να βρούμε «χαριτωμένη» και καθόλου ενοχλητική μια ελαφριά δόση «ροκσταριλιάς», σε εντελώς επιτρεπτά όρια. Στο κάτω κάτω, η σκηνή είχε περίπου το μέγεθος ενός (μεγάλου) διαμερίσματος, οπότε μια κάποια υπερβολή ήταν απαραίτητη για να γεμίσεις τη σκηνή· εκτός πια και αν είσαι ο Ozzy, ή ο Iommi. Σε γενικές γραμμές, παρά τα στοιχήματα που έδιναν το αντίθετο, αυτή η μια ώρα (ακριβώς) πέρασε σαν νερό, και άφησε κατενθουσιασμένο το κοινό. Ενθουσιασμός ο οποίος μετριάστηκε βέβαια μετά από λίγο, καθώς τα φώτα άναψαν(!) προκειμένου να γίνει ένα μικρό διάλειμμα. Ταυτόχρονα, στις γύρω γιγαντοοθόνες, έπαιζαν διαφημίσεις τύπου "Coca-Cola" αλλά και "coming soon" συναυλιών. Την κατάσταση έσπευσε να σώσει και πάλι ο ηχολήπτης, συνεχίζοντας φυσικά την playlist από εκεί που την είχε αφήσει προηγουμένως, για όσους παρέμειναν στην αρένα· οι υπόλοιποι απλώς περιμέναμε στην ουρά, με την ταυτότητα ανά χείρας, για ένα ποτήρι μπύρα, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι (κυριολεκτικά) και να μαζευτούμε ξανά όλοι μέσα.

Για την επόμενη μιάμιση ώρα μείναμε, σχεδόν συνεχόμενα, με το στόμα ανοιχτό, είτε γιατί τραγουδούσαμε, είτε από ενθουσιασμό προσπαθώντας να συνδέσουμε, χώρο, χρόνο, μουσική και θέαμα. Λίγο μετά τις 20:00, το σκοτάδι έπεσε στο Ο2 και δαιμόνια τέρατα κατέκλυσαν τις γιγαντοοθόνες, σε μια προσπάθεια να βγούνε μέσα από αυτές. Τελικά, το τεράστιο κεντρικό πανί έπεσε και μπροστά μας εμφανίστηκε, ξανά μιλώντας κυριολεκτικά, μια «φλεγόμενη»  σκηνή. Οι δυνατές φωνές του κόσμου για μερικά δευτερόλεπτα έκαναν τον χρόνο να «σκοντάψει», και εμάς, για ακόμη μια φορά αναρωτηθούμε "what is this that stands before me?". Πρώτο στη σειρά λοιπόν το "Black Sabbath". Η "golden tickets" εμπροσθοφυλακή δεν χρειάστηκε παραπάνω από το πρώτο κομμάτι για να ζεσταθεί και να βρει τον ρυθμό της. Η υπόλοιπη αρένα έχει ξεκινήσει τη διαδικασία, κάτι στο οποίο τα επόμενα κομμάτια "Fairies Wear Boots", "Under The Sun/ Every Day Comes And Goes" και το "After Forever" βοήθησαν ασυζητητί. Στο "Into The Void" και το "Snowblind" (το οποίο ο Ozzy αφιέρωσε στον Geoff Nicholls, ο οποίος απεβίωσε μόλις μια ημέρα πριν) άρχισαν να εμφανίζονται διάσπαρτα τα πρώτα μικρά πογκάκια. Στο σημείο αυτό, μια γενική παρατήρηση, η οποία αφορά στο κοινό· ίσως επειδή πρόκειται για ένα αρκετά «χορτασμένο» κοινό ή ίσως επειδή εμείς «πεινάμε» για τέτοιου είδους live, η ανταπόκριση έπαιζε στα όρια του «ναι μεν αλλά». Η αυτοσυγκράτηση, πέρα από τους φανατικούς «μπροστάρηδες», ήταν σε πλήρη ισορροπία με τον ενθουσιασμό. Δηλαδή, για να εξηγηθώ, νιώσαμε λίγο άβολα και σαν τις μύγες μες στο γάλα όταν ήχησαν οι σειρήνες του "War Pigs" ή οι δονήσεις απ' το μπάσο του "NIB" και δεν επικράτησε ο αυτονόητος παροξυσμός! Ακολούθησαν τα "Supernaut/ Sabbath Bloody Sabbath", το "Rat Salad" και ένα αλάνθαστο solo του ντράμερ Tommy Clufetos, το οποίο από ένα σημείο και μετά σε ανάγκαζε να κοιτιέσαι με τον διπλανό σου, με αυτό το ανοιχτό στόμα που λέγαμε προηγουμένως. Ακούγοντας τα τρία επόμενα κομμάτια αρχίσαμε να μπαίνουμε σε διαδικασία «αποσυμπίεσης» γνωρίζοντας πως μάλλον πλησιάζουμε στο τέλος· το "Iron Man", το "Dirty Women" και το "Children Of The Grave" στο οποίο η ένταση κορυφώθηκε όσο σε κανένα κομμάτι ως τώρα. Φυσικά η μπάντα, ανταπέδωσε απελευθερώνοντας πολλές δεκάδες extra large μπαλόνια και με τον Ozzy, ο οποίος ήταν, κατά γενική ομολογία, μαζεμένος, με περιορισμένα πέρα-δώθε και κάποια παλαμάκια, να προτρέπει "Go fucking wild"! Το encore έγινε με το "Paranoid" συνοδευόμενο από χιλιάδες κομφετί, τα οποία έσκαγαν από παντού, και το φινάλε με δύο μεγάλα κόκκινα πυροτεχνήματα. Η μπάντα χαιρέτησε και πλέον οι οθόνες έγραφαν "The End".

Ο άψογος ήχος, τα φώτα ακόμα και τα «περιττά» θεάματα δημιούργησαν μια τέλεια ατμόσφαιρα. Παρά το γεγονός ότι μας έλλειψε ο παλιός καλός Ozzy με τους κουβάδες και τα νερά, και μόνο που τον άκουγες, και σε πολύ καλή κατάσταση μάλιστα, σου ήταν υπεραρκετό. Άφησα επίτηδες τον Toni στο τέλος, «αστειάκι» που έκανε και ο ίδιος ο Ozzy με τα ονόματα των μουσικών στο τέλος. Είτε λόγω προσωπικής συμπάθειας, είτε γιατί μάλλον ο σταυρός, τα γυαλιά και η καμπαρντίνα δεν είναι απλά στυλ, αλλά μάλλον όροι συμβολαίου· το πιθανότερο όμως είναι οτι έχει πουλήσει κάτι στον «έξω από δώ», αφού ήταν σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα, πιο "cool" και "Iommi" από ποτέ. Έτσι λοιπόν, σίγουρα ενθουσιασμένοι με αυτό που είδαμε και ακούσαμε και λιγότερο ευχαριστημένοι με την ανταπόκριση του λονδρέζικου κοινού, θα πούμε πως αν αυτό ήταν όντως το τέλος, τότε ναι!- ήταν ένα πολύ όμορφο τέλος. Αν πάλι όχι, τότε ακόμη ομορφότερα.

  • SHARE
  • TWEET