Weeping Silence

Isles Of Lore

ViciSolum Productions (2023)
Σε μία πλατιά θάλασσα έμπνευσης και δημιουργικής διάθεσης, υπάρχουν μικρές, αλλά υπολογίσιμες νησίδες ατελειών
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Στα σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια ύπαρξής τους, με τα δεκαπέντε μόνο από αυτά να περιλαμβάνουν δισκογραφική παρουσία, οι Weeping Silence έχουν αλλάξει τον ήχο τους αρκετά. Το gothic/doom υβρίδιό τους έρχεται στον πέμπτο τους δίσκο να ενισχυθεί με πιο progressive πινελιές, το οποίο μεταξύ άλλων οφείλεται και στην αποχώρηση πολλών μελών στον τελευταίο τους δίσκο "Opus IV Oblivion" το 2015. Οι Μαλτέζοι επιστρέφουν οκτώ χρόνια μετά με τρία νέα μέλη σε κιθάρα (Glenn Paul Pace), μπάσο (Manuel Spiteri), και ντραμς (Julian Mallia), και τρία παλιά σε φωνή (Dario Pace Taliana), κιθάρα (Mario Ellul), και πλήκτρα (Alison Ellul), αυτή τη φορά με έναν δίσκο που εμπνέεται από το φολκλόρ της πατρίδας τους.

Στο όραμά του, ο δίσκος είναι μάλλον μεγαλεπήβολος ώστε να αντιστοιχεί στο μυθικό υλικό του. Με μακροσκελείς συνθέσεις που αγγίζουν μέχρι και τα δεκαέξι λεπτά, εναλλαγές σε ατμόσφαιρες και τεχνικές, άγρια και καθαρά φωνητικά. Η απουσία γυναικείων οπερατικών φωνητικών μειώνει μεν τους παραλληλισμούς με τους Theater of Tragedy, όμως δεν πρόκειται για τόσο ριζική αλλαγή που να δικαιολογεί το prog name-dropping που αναφέρει το συγκρότημα, και που μάλλον βρίσκεται εκεί απλά για να μαγνητίσει μερικά ανυποψίαστα βλέμματα. Οι Amorphis έρχονται ευκολότερα στο νου, όπως και οι Draconian, αλλά και οι Moonspell, ειδικά στα φωνητικά, τα οποία ενίοτε γίνονται και πιο θεατρικά.

Παρά το βαρύ και ταχύπαλμο χαρακτήρα των συνθέσεων, συναντάμε κάποιες ‘70s πινελιές με τα πλήκτρα να χρωματίζουν τα doom περάσματα, ενώ ο δίσκος διέπεται από ένα αφηγηματικό-κινηματογραφικό πνεύμα, περισσότερο ορατό στα μακροσκελή "The Beast and the Harrow" (με το ευκολομνημόνευτο gothic ρεφραίν του, και το Tiamat-ικό του σόλο), και "The Legend of Matteo Falzon", που ξεκινά σαν tribute του "Anesthetize" των Porcupine Tree, και ξετυλίγεται με ενδιαφέροντα riffs και την επιβλητική επένδυση εκκλησιαστικού οργάνου, και ορχηστρικών συμπληρωμάτων.

Αυτό που διακρίνεται πίσω από τα κομμάτια, είναι ότι υπάρχει κάτι που κρατάει πίσω τους Weeping Silence από το να αγγίξουν την τελειότητα ενός οράματος παρόντος, αλλά ανεκπλήρωτου. Τις στιγμές που το συγκρότημα έχει το πόδι στο γκάζι και αφήνει τις ταχύτητες και τα riffs να εντυπωσιάσουν, τα πάει περίφημα. Είναι εκεί που επιχειρεί να διανθίσει τη σύνθεση με μικρές λεπτομέρειες, τεχνικούς ακροβατισμούς, και περίπλοκες ιδέες που χάνει το στοίχημα, καθώς φαίνεται να στοχεύει πιο ψηλά απ’ όσο φτάνει το βέλος του. Συγκεκριμένα, το drumming ακούγεται σχεδόν-εκεί-που-πρέπει-αλλά-όχι-ακριβώς (και δεν μιλάμε τώρα για "not quite my tempo" καταστάσεις), ενώ οι κιθάρες στα σόλο άλλες φορές κυλούν αβίαστα και αρμονικά (βλ. το "A Silent Curse" με τις μεσανατολίτικες κλίμακές του), κι άλλες ακούγονται άγουρες, και χωρίς σαφή κατεύθυνση, όπως στο προαναφερθέν "The Beast and the Harrow" ή στο "Where Giants Roam", που επιχειρούν με δισολίες να προσθέσουν ένα ειδικό βάρος με μέτρια επιτυχία, αλλά και στο tapping intro του "Serpentine", που ακόμη και σωστά παιγμένο, ακούγεται σαν κάτι να πηγαίνει στραβά.

Αυτά δεν αρκούν για να θάψουν την συνθετική διάθεση των Weeping Silence, τη δουλειά που έχουν ρίξει, και το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν όλες οι συνθέσεις, ωστόσο επαρκούν για να πετάνε τον ακροατή εκτός της εμπειρίας. Κλέβουν την μαγεία της ατμόσφαιρας και της μυθικής υφής, σε στιγμές που, διαφορετικά, θα μπορούσαν να σαγηνεύουν με την αφηγηματική τους ροή και εντυπωσιακή εκτέλεση. Κομμάτια σαν το "Engulfer" δείχνουν ότι ένα συμμάζεμα του φλύαρου λίπους και της παράτολμης περιπλάνησης σε ακατάκτητα τεχνικά πεδία, όταν συνδυάζεται με δυνατά ρεφραίν και προσεγμένα leads, μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια σε σφιχτοδεμένα κομμάτια. Είναι κατανοητό πώς το χάραγμα μίας νέας καλλιτεχνικής πορείας μπορεί να απαιτήσει χρόνο για εξέλιξη και βελτίωση, και θέλω να πιστεύω ότι οι Weeping Silence μπορούν να γράψουν έναν δίσκο που να ανταποκρίνεται και να εξυπηρετεί το όραμά τους. Μέχρι τότε, όμως, το "Isles of Lore" αφήνει την επίγευση μιας υπόσχεσης.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET