Tremonti

The End Will Show Us How

​Napalm Records (2025)
Από τον Βλάση Λέττα, 03/01/2025
Ένα καταπληκτικό άλμπουμ, διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα αλλά ακριβώς όπως έπρεπε σήμερα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Στο τέλος του δρόμου τα πάντα γίνονται πιο καθαρά. Οι επιλογές που ήταν, παίρνουν το πραγματικό τους βάρος, τον αληθινό χρωματισμό και πρόσημο, την ακριβή τους θέση. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν συμφωνώ με την παραπάνω σκέψη, όχι ότι δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, αλλά ακόμα και στο τέλος το κριτήριο είναι και παραμένει προσωπικό, διαμορφωμένο από τα ερεθίσματα που συνάντησε ο καθένας μας αλλά και τις ίδιες του τις επιλογές με την πορεία τους. Τώρα θα μου πεις λογικό είναι να τα λες ακόμα αυτά αφού "The End Will Show Us How", ή ακόμα πιο πιθανά τί άσχετα είναι αυτά που μας πετάς μιλά λίγο για το δίσκο του Tremonti.

Ο Tremonti είναι αδιαμφισβήτητα ανάμεσα στους κορυφαίους κιθαρίστες του σύγχρονου σκληρού ήχου και ένας από τους καλύτερους riff masters του σήμερα. Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική του ήταν πριν πολλά πολλά χρόνια με τους αγαπημένους Creed. Ήταν εκείνη η εποχή που το εμπορικό αμερικάνικο rock - post grunge - alternative metal έβγαζε δισκάρες με τους Nickelback, τους Staind, τους Puddle Of Mudd και αργότερα τους Breaking Benjamin, τους Mudvayne και τους Three Days Grace, σαφώς διαφοροποιημένο από το grunge των ‘90s, αν και κατά βάση εξέλιξη του, αλλά όχι αρκετά χοροπηδηχτό, επιθετικό ή rap για να μπει στην ομπρέλα του nu metal. Αυτό τον ήχο τον αγαπούσα, κι έτσι, απόλυτα φυσικά, έβαλα τους Creed πολύ ψηλά. Η πορεία βρήκε τον Tremonti να προχωράει κυρίως σε άλλα μονοπάτια, των Alter Bridge, όπου μαζί με τους Brian και Scott (Creed) αλλά και τον Myles Kennedy έμελλε εδώ και είκοσι χρόνια σχεδόν να ηγούνται του hard rock, αν και πάντα κρατούσε τον εαυτό του ακέραιο, τη βάση της προσωπικότητάς του ολόκληρη στη μουσική του. Με τρεις φοβερούς δίσκους, ανάμεσα στους οποίους είναι και το αριστούργημα που λεγεται "Blackbird", ο Mark αποφάσισε ότι ήταν η ώρα να στήσει πια και την ολόδική του μπάντα, τους Tremonti.

Το προσωπικό του σχήμα ήταν ο χώρος που μπορούσε να εκφράσει την πιο μεταλική πλευρά του, τα πιο σκληρά riff που δε χωρούσαν στους Alter Bridge αλλά πολύ γούσταρε να γράφει. Το πρώτο άλμπουμ, "All I Was", βάδισε σε δρόμους κιθαριστικούς μοντέρνου thrash με ξεκάθαρες καταβολές από Metallica αλλά και τη φρεσκάδα των Trivium, η χροιά όμως ο ήχος και, πάνω απ' όλα, η μελωδικότητα του, έφερε ξεκάθαρο το σημάδι του Mark. Έτσι έτυχε να συντονιστεί και πάλι με τα γούστα μου, γιατί ακριβώς αυτά ήταν που ήθελα τότε από τη μουσική που άκουγα, καταλήγοντας να είναι ένας πραγματικά αγαπημένος κιθαρίστας.

Δεκατρία χρόνια μετά κυκλοφορεί ο εκτός δίσκος του, σε μια εντελώς διαφορετική εποχή, για όλους, που τα σκοτάδια έχουν εισβάλει περισσότερο και στη δική μου ζωή, που ψάχνω λιγότερο τα επιθετικά thrash riffs - όχι ότι με χαλάνε κι αυτά - αλλά περισσότερο τις βαθιές μελωδίες, τα deep cuts. Ως δια μαγείας λοιπόν ο Mark αλλάζει σημαντικά τον προσανατολισμό του, κυκλοφορεί έναν πιο βαθύ, μελωδικό, grunge δίσκο, γεμάτο… deep cuts. Μην περιμένεις τις γνωστές του thrash κιθάρες, old school ή πιο modern, όπως στα "A World Away" ή "Wish You Well", μην περιμένεις μανιασμένα σόλο όπως στο ομώνυμο του πρώτου δίσκου ή βαριά κι ασήκωτα Metallica κομμάτια όπως το "Flying Monkeys" (γιατί όποτε πετάνε ζωντανά στη μουσική βγαίνει κάποιο πολύ heavy πράμα;), εδώ έχουμε να κάνουμε με άλλη μουσική, άλλη στόχευση.

Ο δίσκος ανοίγει με το "The Mother, The Earth And I", η μοναδική φορά μετά το πρώτο άλμπουμ που δεν ξεκινάει με καταιγιστικό, metal riff. Οι επιρροές από Alice In Chains ξεχωρίζουν αμέσως, παίρνουν χώρο τα αρπίσματα και τα φωνητικά γίνονται πιο καθαρά από ποτέ. Μια καταπληκτική κιθάρα στη μέση πιάνει τους Black Sabbath και τους φέρνει στο σήμερα. Στο σήμερα; Όχι δα, στα ‘90s τους πήγε και καλά τους έκανε. Αρχικά πίστεψα ότι στο δεύτερο κομμάτι επανέρχονται τα Metallica στοιχεία στο προσκήνιο, και όντως είναι μάλλον το πιο τέτοιο του δίσκου (η εισαγωγή είναι οριακά παραλλαγή του "Of Wolf And Man"), αλλά κι εδώ ο grunge χαρακτήρας, σε συνδυασμό με τα γνωστά μελωδικά περάσματα του Tremonti, παίρνει τελικά τα ηνία. Μάλιστα στη μέση μπαίνει μια τρομερή αλλαγή που νομίζω ότι, ως επιπλέον αναφορά, παραπέμπει και σε System Of A Down. Το "Just Too Much", που ακολουθεί, είναι φουλ Sabbathικό περασμένο όμως κι αυτό από grungy, τύπου Alice In Chains και Down φίλτρα που δεν κρύβουν όμως καθόλου τη μοναδική συνθετική ικανότητα του Tremonti, ειδικά στις μελωδίες. Κάπου εδώ γίνεται πια ξεκάθαρο ότι το έκτο άλμπουμ του Mark θα είναι τελείως διαφορετικό από τις προηγούμενες δουλειές του. Οι κιθάρες έχουν εντελώς άλλη λογική και η δομή των κομματιών έχει διαφορετικές προτεραιότητες. Όσο κι αν στο "Nails" που ακολουθεί υπάρχει το πιο επιθετικό, σχεδόν Slipknot, riff του άλμπουμ μαζί με το πιο γαμάτο σόλο του, η γενική εικόνα τελικά δεν αλλοιώνεται. Ήρθε όμως εδώ κι η ώρα και για την πρώτη μπαλάντα, το "It’s Not Over". Θα δεχομουνα εύκολα την υπόθεση εργασίας ότι γράφτηκε χωρίς να είναι σίγουρο αν είναι Tremonti ή Alter Bridge, αν μάλιστα προσπαθήσω λίγο, ίσως να μπορώ να τη φανταστώ ακόμα και με τον Stapp στο μικρόφωνο. Υπέροχο κομμάτι και αυτό.

Η εισαγωγή του ομώνυμου τραγουδιού είναι εκπληκτική, βασικά γενικά οι κιθάρες σε αυτό το κομμάτι είναι εξωπραγματικές. Αν και είναι κι αυτό, στο μεγαλύτερο μέρος του, μελωδικό και mid tempo, είναι τόσο εμπνευσμένες οι κιθάρες και οι φωνητικές γραμμές που είναι ανατριχιαστικό. Ανάμεσα στα καλύτερα της προσωπικής του δισκογραφίας γενικά, ακόμα και για τον ίδιο. Αν νομίζετε ότι οκ, ως εδώ ήταν το Seattle κάνετε λάθος. Στο "Tomorrow We Will Fail" επανέρχονται οι πιο Nirvana ήχοι και ίσως μάλιστα με μια μικρή δόση αμερικάνικου punk, στο ύφος των παλιών Green Day. Μια λίγο πιο φωτεινή, αισιόδοξη πλευρά βγαίνει μπροστά εδώ, που ταιριάζει σωστά και με τους στίχους, μεγάλους στίχους όμως.

Το πιο κλασικό metal κομμάτι, με τον τρόπο του Tremonti πάντα, είναι το "I’ll Take My Chances", χωρίς όμως να πιάνει thrash ύφος. Ακόμα και τα, υπέροχα ε, κοψίματα στη μέση είναι περισσότερο σκοτεινά παρά βαριά. Ουσιαστικά όμως είναι από τα πιο επιθετικά στο σύνολο του δίσκου. Με το "The Bottom" να ενώνει τους δύο μουσικούς κόσμους που κατοικούν στο δίσκο ο Tremonti περνάει στο έτερο πιο metal κομμάτι του, το "Live In Fear". Ο άνθρωπος ξέρει να γράφει ριφάρες, η βασική κιθάρα του κομματιού είναι οργιαστική. Κάποια μέρη, είναι τρομερά groovy, φτάνοντας μέχρι και το κατώφλι των Machine Head. Α ναι, κι άλλο ένα τρομερό σόλο.

Στο "Now That I’ve Made It" επιστρέφουμε στα σκοτεινά τραγούδια, It's like your favourite song, of how you're torn in two, of how you die inside, of how you paid the price, θα μας πεθάνει αυτός ρε, τί λέει; Η αλλαγή που έχει στη μέση σηκώνει την τρίχα και το κομμάτι εξελίσσεται ηδονικά. Ο δίσκος κλείνει με το "All The Wicked Things". Ηλεκτρονική εισαγωγή, που όμως αποδίδει την εσωτερική μαυρίλα των στίχων, μην περιμένετε για παράδειγμα να μπει κάποιο κοφτό riff, τύπου Fear Factory, όπως στο "Another Heart", δεν έχει τέτοιο. Οι πιο μελωδικές lead κιθάρες του δίσκου και μερικά θεόβαρα σημεία συνθέτουν ένα κομμάτι που θα περίμενα να πω ότι πλήρωνα κιόλα για να το τραγουδήσει ο Myles, αλλά τελικά το λέει τόσο όμορφα και μοναδικά ο Tremonti που όχι, το κομμάτι δε χρειάζεται τίποτα, και έχει και σολάρα πάλι, και αυτό.

Συνολικά ο δίσκος είναι εξαιρετικός, ένα ακόμα κεφάλαιο στο βιβλίο του σπουδαίου αυτού μουσικού των καιρών μας, που αρνείται να συμβιβαστεί ή να παραμείνει στάσιμος. Έχει μια πολύ δυνατή αλλά καθαρή παραγωγή αλλάζοντας τον ήχο από τα παλιότερα Tremonti, σε αρμονία φυσικά με το καινούργιο υλικό, που δίνει μέγεθος στη μουσική αφήνοντάς την όμως να αναπνεύσει. Αναμενόμενα το songwriting είναι τρομερό, αλλά μη αναμενόμενα το songwriting είναι ακόμα πιο τρομερό, με κιθάρες που σοκάρουν μέχρι και για τα δικά του επίπεδα. Η φωνή του έχει καταφέρει να πιάσει υψηλότερα επίπεδα από ποτέ, με στοιχεία που θυμίζουν μεν τον τρόπο που τραγουδάει ο Myles αλλά μαζί με επιρροές που παραπέμπουν αλλού, όπως στον Dickinson, κρατάει τον δικό του, προσωπικό χαρακτήρα που κάνει τη διαφορά. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να πει κανείς ότι πλέον ο Tremonti είναι ένας ολοκληρωμένος ερμηνευτής που δεν του λείπει τίποτα. Ο δίσκος είναι σκοτεινός, είναι πολύ grunge, πολύ ‘90s, πολύ προσωπικός κι εσωτερικός, αφήνοντας όμως αχτίδες φωτός να περνάνε μέσα από τις χαραμάδες, σπρώχνοντας με τη δύναμή του στο αύριο. Αλλά η ουσία διάολε, είναι ότι για άλλη μια φορά, η μουσική του συντονίστηκε με τη ζωή.

  • SHARE
  • TWEET