The Ocean

Anthropocentric

Metal Blade (2010)
Από τον Βαγγέλη Ευαγγελάτο, 23/11/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Η κολεκτίβα που μετεξελίχθηκε σε μπάντα, το progressive / avant garde / post / sludge / core / doomrock συγκρότημα από το Βερολίνο, το όχημα υλοποίησης των οραμάτων του Robin Staps, ή απλούστερα οι The Ocean, επέστρεψαν προκειμένου να μας παρουσιάσουν το δεύτερο και τελευταίο μέρος του δίπτυχου πονήματός τους, το πολυαναμενόμενο "Anthropocentric".

Η αλήθεια είναι πως το -μόλις προ επτά μηνών- "Heliocentric" δίχασε κάπως τους οπαδούς τους, αν και η υποδοχή του από τον μουσικό τύπο υπήρξε κατά κύριο λόγο θετική. Οι αλλαγές στον ήχο τους πολλές, τα pop στοιχεία των συνθέσεων αποθαρρυντικά, το απότομο χειρόφρενο στις όποιες ταχύτητες του παρελθόντος και τα καθαρά φωνητικά που στρογγυλοκάθισαν στην πρώτη γραμμή υπήρξαν σαφώς παράμετροι που συνέβαλαν στην αποστροφή πολλών ακόλουθων της μπάντας. Το βάθος και η ποικιλία στη δημιουργικότητα του "Heliocentric", όμως, αντάμειψαν ακόμη περισσότερους και όσοι έδωσαν έναν σεβαστό αριθμό ακροάσεων στο δίσκο βρήκαν αυτό που οι The Ocean πάντοτε μοίραζαν απλόχερα μέσα από τις δουλειές τους: την ασυμβίβαστη τέχνη.

Το "Anthropocentric" αποτελεί τη φυσική συνέχεια του προαναφερθέντος, ταυτόχρονα όμως βρίσκεται και στον αντίποδα αυτού. Η εξήγηση είναι απλή˙ καταρχήν, τα δύο album έχουν αλληλοσυνδεόμενα θέματα, καθώς και παραπλήσια ηχητικά background. Το εναρκτήριο εννιάλεπτο ομώνυμο κομμάτι έχει μουσικό ύφος και αίσθηση που παραπέμπει στο "Firmament" του προκατόχου του. Το ίδιο συμβαίνει και με το "The Almightiness Contradiction", που μπορεί να συγκριθεί ευθέως με το "The Origin Of God". Η διαφορά έγκειται στον τρόπο με τον οποίο έχουν προσεγγιστεί τα δύο μέρη. Τα ορχηστρικά σημεία, τα μελωδικά φωνητικά και η γενικότερη πραότητα έχουν πλέον αναμορφωθεί, με το μεγαλύτερο βάρος να εμπίπτει στο απλουστευτικό οργανικό παίξιμο της μπάντας, τις -εμφανώς βελτιωμένες- φωνητικές μεταβολές του Loïc Rossetti και την αυξημένη τραχύτητα που κυριαρχεί σε όλο το μήκος του δίσκου.

Τραγούδια σαν το ομότιτλο, το "She Was The Universe", το "Heaven TV" και τα δύο πρώτα μέρη του "The Grand Inquisitor" επιδεικνύουν τη συνθετική ευελιξία της μπάντας, καθώς αυτή επανατάσσεται στον ψυχισμό του "Precambrian", μέσω όμως της νεοαποκτηθείσας «ηλιοκεντρικής» φιλοσοφίας. Οι sludge riffάρες, οι ανυψωτικές μελωδίες, οι post-hardcore εξάρσεις, ο σταθερά προοδευτικός χαρακτήρας, όλα συμβιώνουν και πάλι σε απόλυτη αρμονία. Και για όσους είχαν ξινίσει με τα "Ptolemy Was Wrong" και "Epiphany" του πρώτου μέρους (συμπεριλαμβανομένου του γράφοντα), οι The Ocean φύλαξαν και για εδώ ένα μικρό «ατόπημα»˙ μιλάω για το "A Tiny Grain Of Faith", τρίτο και τελευταίο μέρος του "The Grand Inquisitor", οι ασυνήθιστοι Radioheadισμοί του οποίου, μαζί με τα εκκωφαντικά ηλεκτρονικά, τα παράτονα έγχορδα και τα γυναικεία φωνητικά, το καθιστούν ως το πιο αποκλίνον -ίσως και αχρείαστο- δίλεπτο του δίσκου. Επίσης, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το ορχηστρικό "Wille Zum Untergang". Παρ' όλη την όμορφη και «ταξιδιάρικη» φύση του, το βρίσκω κάπως μονότονο και γλυκερό και, πέραν των έξι λεπτών του, δε νομίζω ότι προσθέτει κάτι παραπάνω στο album. Ενδέχεται, βέβαια, η ατυχής τοποθέτησή του ανάμεσα στις συμπληγάδες "Sewers Of The Soul" και "Heaven TV" να το κάνουν πιο ανίσχυρο από ό,τι ήδη είναι.

Στιχουργικά, ο δίσκος πραγματεύεται την ανθρωποκεντρική θεωρία, τη θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Στην τριλογία "The Grand Inquisitor" η στιχοποιία δανείζεται τους διαλόγους των αδερφών Καραμαζώφ, μέσα από την ομώνυμη νουβέλα του Ντοστογιέφσκι. Τα δύο αδέρφια, ο ένας μοναχός και ο άλλος άθεος, συζητούν για την παραβολή της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού στη Σεβίλλη του 16ου αιώνα και τη σύλληψη και ανάκρισή του από την Καθολική Ιερά Εξέταση, κατά την οποία επικρίνεται για προδοσία της ανθρωπότητας και στέρηση του ανθρώπου από τη σωτηρία του. Η αντιλογία μεταξύ των δύο αδερφών αντιπροσωπεύει, σε κάποιο βαθμό, την αντίστοιχη μεταξύ του Χριστού και του Μέγα Ιεροεξεταστή (Grand Inquisitor) και κατ' επέκταση την αντιπαράθεση του "Heliocentric" με το "Anthropocentric".

Ως αποτέλεσμα, γεννιούνται πολύ περισσότερα ερωτήματα από αυτά που εν τέλει απαντώνται και το όλο concept επιδέχεται εκτενούς ανάλυσης. Ίσως να κριθεί αδιάφορο για κάποιους, σίγουρα όμως εξυπηρετεί απόλυτα τις ανάγκες των μουσικών ανησυχιών του Staps, ο οποίος, με τη βοήθεια και της υπόλοιπης μπάντας, καταφέρνει να δημιουργήσει επάνω του ένα ακόμα μνημειώδες album.

Μπορεί το "Anthropocentric" να είναι δυσδιόρατο, να απαιτεί την αμείωτη προσοχή του ακροατή και να επιζητά αρκετές ακροάσεις, προκειμένου να εκτιμηθεί πλήρως. Έτσι όμως λειτουργούσαν και όλα τα προγενέστερά του, αλλά και ό,τι υπάγεται σε μια τόσο δύσπεπτη, εξελικτική και απροσδιόριστη μορφή μουσικής έκφρασης. Αυτό που προσφέρουν όμως οι Γερμανοί σε όσους αφοσιωθούν σ' αυτό δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα πραγματικό αριστοτέχνημα και, συνάμα, η τελειοποίηση της διλογίας που ξεκίνησε νωρίτερα φέτος με το "Heliocentric".
  • SHARE
  • TWEET