The Handyman Project

Crossroad

Self Released (2019)
Από τον Σπύρο Κούκα, 06/11/2019
Άγουρο ντεμπούτο από ένα εγχώριο rock project με προοπτικές
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Μια νέα, πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα έρχεται να μας απασχολήσει με το ντεμπούτο της άλμπουμ, σε ένα μουσικό χώρο που η έννοια της τραγουδοποιίας, το πάθος και το μεράκι έχει μεγαλύτερη σημασία από τις όποιες τεχνικές δεξιότητες. Ο λόγος, προφανώς, γίνεται για τους The Handyman Project, το προσωπικό όχημα έκφρασης του κιθαρίστα και τραγουδιστή Ντίνου Μιτζήθρα, το οποίο αφού πρόσφατα απέκτησε την υπόσταση της κανονικής μπάντας (με τους Αλέξανδρο Παπαζώτο και Αργύρη Τσουκάτο να καλύπτουν πλέον το rhythm section), βγάζει σε κυκλοφορία σε λίγες μέρες το πρώτο του ολοκληρωμένο δίσκο.

Κινούμενος στα χωράφια του rock ‘n’ roll και του hard rocking blues, ο νεαρός κιθαρίστας παραθέτει ένα δίσκο εννέα συνθέσεων ο οποίος παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία των επιρροών που καθόρισαν τη δημιουργία του. Έτσι, από τις αλκοολικές αναθυμιάσεις της μουσικής των ZZ Top στις μελωδικές φράσεις της κιθάρας του Mark Knopfler και την παραδειγματική έννοια της σύνθεσης των Rolling Stones, το υλικό του άλμπουμ «φωνάζει» τις πρωτοκλασάτες του επιρροές, έχοντας μάλιστα και μια σχεδόν ιδανική, απογυμνωμένη παραγωγή (σε συνεργασία του Ντίνου Μιτζήθρα με τον Τάσο Ιωαννίδη, με τον τελευταίο να αναλαμβάνει να παίξει και τα εδώ μέρη του μπάσου) να συμβάλλει υπέρ του.

Με την κιθάρα να πρωταγωνιστεί σε όλη τη διάρκεια και τα lead μέρη της να είναι καλοβαλμένα, δίχως να εκβιάζουν την προσοχή ή να τραβάνε ιδιαίτερα χρονικά, θα έλεγα πως το συγκεκριμένο κομμάτι αποτελεί και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του δίσκου. Έτσι, τα συνθετικά μοτίβα ακολουθούν αυστηρά την πεπατημένη του είδους, ορθά κατά τη γνώμη μου, καθώς η έλλειψη εμπειριών και το άγουρο ακόμη των συνθετικών δυνατοτήτων μπορεί και «καμουφλάρεται» πολύ πιο εύκολα κατά αυτόν τον τρόπο, οδηγώντας σε ένα αποτέλεσμα που ακούγεται αν μη τι άλλο ευχάριστα.

Οφείλω, πάντως, να αναφερθώ ξεχωριστά στο κομμάτι των φωνητικών, καθώς, όσο κι αν δεν πρόκειται να εξαντλήσω την αυστηρότητα μου σε μια νέα μπάντα που προσπαθεί μονάχα βασιζόμενη στις δικές της δυνάμεις να κάνει τα πρώτα της σταθερά βήματα στο χώρο, θεωρώ πως οι όποιες επισημάνσεις μονάχα καλό θα κάνουν στη μετέπειτα πορεία της, εφόσον ληφθούν υπόψιν. Αναγνωρίζοντας, λοιπόν, το γεγονός πως το υλικό του δίσκου γράφτηκε και ηχογραφήθηκε σε διάφορες χρονικές περιόδους εντός της τελευταίας τετραετίας, ένα διάστημα κατά το οποίο τόσο ο mainman όσο και το ίδιο το project/ μπάντα του εξελίχθηκαν σημαντικά σε σχέση με τα όσα ακούμε στο άλμπουμ, δεν θα σταθώ επικριτικά στον τομέα των φωνητικών, αλλα θα κρατήσω μια «πισινή» για την όποια εξέλιξη τους μελλοντικά.

Μέχρι τότε, όμως, δεν μπορώ να μην σχολιάσω την έντονα «ελληνική» προφορά που εκείνα παρουσιάζουν, αλλά και το ακόμη ασταθές/άπειρο της ερμηνευτικής τους προσέγγισης, γεγονός που γίνεται αντιληπτό από την πρώτη στιγμή. Θαρρώ, πάντως, πως ο συγκεκριμένος τομέας δεν είναι δύσκολο να βελτιωθεί αισθητά μέσω των εμπειριών και της όποιας δουλειάς απαιτείται σχετικά, μα στην προκειμένη - και μαζί με τα αρκετά εμφανή «δάνεια» από τραγούδια των βασικών συνθετικών επιρροών ανά στιγμές - αποτελούν τα δύο υπαρκτά μειονεκτήματα της συγκεκριμένης κυκλοφορίας.

Κάθε αρχή και δύσκολη, λοιπόν, με το "Crossroad" να επιτελεί τον άχαρο μα αναγκαίο ρόλο του άγουρου ντεμπούτου με προοπτικές επιτυχώς, τηρουμένων και των αναλογιών και των όποιων απαιτήσεων. Όσο, δε, για τη συνέχεια, το επόμενο δισκογραφικό βήμα της μπάντας (το οποίο αναμένεται εντός της επόμενης χρονιάς) θα ξεκαθαρίσει πολλά για την πορεία της, η οποία φαίνεται υποσχόμενη, ειδικά σε επίπεδο ζωντανών εμφανίσεων.

  • SHARE
  • TWEET