Steven Wilson

The Raven That Refused To Sing (And Other Stories)

KScope (2013)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 21/01/2013
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

To "Grace For Drowning" του 2011 ήταν ένα πολύ σημαντικό άλμπουμ για τον Steven Wilson. Ήταν φυσικά σημαντικό γιατί είχε σπουδαία τραγούδια, αλλά και για έναν ακόμα λόγο, όπως είχα ρισκάρει να γράψω και στην τότε μου κριτική. Για την προοπτική που άνοιγε. Φανέρωνε ότι έρχεται κάτι ακόμα μεγαλύτερο, κάτι ακόμα πιο αριστουργηματικό από αυτόν τον άνθρωπο αρκεί, αν επιθυμούσε να συνεχίσει στην ίδια (και πρόσφατα υιοθετημένη) κατεύθυνση, να βελτίωνε κάποιες λεπτομέρειες.

Πιθανότατα αν κάτι τέτοιο είδα εγώ να το εντόπισε και ο ίδιος ο Wilson (που σαφώς και είναι εξυπνότερος), οπότε και προέβη σε τρεις απλές αλλά αποτελεσματικές κινήσεις. Καταρχήν επιλέγει μόνιμους μουσικούς - συνεργάτες με τους οποίους μάλιστα περιοδεύει, σε αντίθεση με τη συγκέντρωση σημαντικών αλλά εναλλασσόμενων μουσικών που εμπιστεύτηκε πριν από δύο χρόνια. Επιπλέον, αφήνει εν μέρει την επιμέλεια του ήχου από τα χέρια του, εμπιστευόμενος ένα άλλο, εξίσου έμπειρο αυτί για το engineering. Τέλος, κάνει τη νέα του δουλειά πιο ομοιογενή και μαζεμένη, και όχι μόνο λόγω του ότι αυτή τη φορά είναι μονό CD. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει απόλυτα και το "The Raven That Refused To Sing (And Other Stories)" είναι το αριστούργημα που το "Grace For Drowning" υπονοούσε.

Στο άρμα του Wilson λοιπόν επιβαίνουν καταρχήν τα 2/3 των Aristocrats, ήτοι οι Marco Minemman στα drums και Guthrie Govan στην κιθάρα (ο τελευταίος η μόνη στουντιακή προσθήκη σε σχέση με το συγκρότημα που περιόδευσε), ο Nick Beggs (γνωστός από το συγκρότημα του Steve Hackett κυρίως) στο μπάσο, ο μόνιμος συνεργάτης Theo Travis σε όλα τα πνευστά και ο Adam Holzman (στο βιογραφικό του οποίου ξεχωρίζει η συνεργασία του με τον Miles Davis) στα πλήκτρα. Είναι άσκοπο να αναλυθεί το πόσο εντυπωσιακοί είναι όλοι τους, ο καθένας στο όργανό του, αφού μάλλον το prog ή/και jazz παρελθόν όλων τους λέει πολλά. Δύο πράγματα όμως αξίζουν ιδιαίτερης μνείας. Καταρχήν, όσο βαριά κουβέντα και αν ακούγεται αυτό, πιθανόν να έχουμε εδώ τα καλύτερα πλήκτρα που έχουν παιχτεί ποτέ σε οποιοδήποτε δίσκο του Wilson. Κατά δεύτερον είναι αξιοσημείωτο το πόσο δεμένο είναι το σύνολο αυτό, σε βαθμό που να είναι τελικά (σχεδόν) κρίμα που αυτός εδώ ο δίσκος δεν αποδίδεται στο όνομα κάποιου συγκροτήματος. Χωρίς να μπορεί να επιβεβαιωθεί αυτό από κανέναν άλλον εκτός από τον ίδιο τον Wilson, εκτιμώ ότι σημαντική είναι και η δουλειά του Alan Parsons που έχει αναλάβει την ηχοληψία. Ένα έμπειρο και αξιοσέβαστο αυτί σαν το δικό του δεν μπορεί παρά να έλαβε χώρο από τον Wilson για προτάσεις και είναι τελικά πάντα σημαντικό ένας τρίτος άνθρωπος να μπορεί να συμβουλεύει έναν καλλιτέχνη τι είναι περιττό και τι πρέπει να ενισχυθεί. Μέρος της ευθύνης για το πιο σφιχτό αποτέλεσμα σε σχέση με το "Grace For Drowning" μάλλον θα πρέπει να του πιστωθεί.

Τέλος υπάρχουν οι συνθέσεις, το πιο σημαντικό κομμάτι. Και εντάξει, το "Luminol" που ανοίγει τον δίσκο, αν δεν το είχαμε ακούσει ήδη από το live DVD "Get All You Deserve" θα ήταν ένα μεγάλο σοκ για όλους μας, καθώς είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έχει γράψει ο Steven εδώ και πολύ καιρό αν όχι ανέκαθεν. Αλλά και η συνέχεια δεν παρεκκλίνει της πορείας, με το "Drive Home" να θυμίζει γρήγορα το πόσο ατμοσφαιρική μπορεί να κάνει τη μελαγχολία αυτός ο άνθρωπος, το εντυπωσιακό "Holy Drinker" να αποτελεί μία ψυχεδελική/space/fusion άβυσσο με επικά φωνητικά, το "Pin Drop" να ακούγεται σε σημεία ως εκμοντερνισμένοι Pink Floyd όπως ήξερε και παλιά να κάνει ο Wilson, το "Watchmaker" ως τρίτη μεγάλης διάρκειας (και ποιότητας) σύνθεση να αποτελεί το πιο ολοκληρωμένο από μελωδικής σκοπιάς όλων και αυτό που επιβεβαιώνει ότι από την ώρα που ο Wilson αποφάσισε να παίξει ξεκάθαρα prog δεν τον πιάνει κανείς και, τέλος, αυτό που έδωσε το όνομά του και στον δίσκο να κλείνει με ιδανική ηρεμία μία δουλειά που όλα δείχνουν ότι θα μνημονεύεται για χρόνια.

Παρότι οξύμωρο αν σκεφτεί κανείς ότι πάντα ήταν ο ηγέτης όποιου σχήματος συμμετείχε, είναι η πρώτη φορά που νιώθω ότι ο Steven Wilson είναι περισσότερο ένας mastermind πίσω από έναν δίσκο στον οποίο άλλοι υπηρετούν το δικό του όραμα, παρά ένας μουσικός που έχει την ευθύνη να καθορίσει τον ήχο και το αποτέλεσμα. Κάπως όπως ο Waters έγινε στους Pink Floyd πολύ περισσότερο ο δημιουργικός εγκέφαλος, ο Συνθέτης (με το σίγμα κεφαλαίο επί τούτου) παρά ο μπασίστας. Αυτό, βέβαια, μαζί με την κατεύθυνση που παίρνουν πλέον οι μουσικές προτιμήσεις του Steven μου δημιουργεί φόβους για το μέλλον των Porcupine Tree, αλλά, να πω την αμαρτία μου, με δίσκους σαν κι αυτόν, δεν με πολυνοιάζει κιόλας...

  • SHARE
  • TWEET