Ragnarok

Non Debellicata

Agonia Records (2019)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 15/11/2019
Μια σταθερή αξία νορβηγικού black metal σε παρόντα χρόνο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η χρονιά που οδεύει προς το τέλος της, μουσικά είχε, ως αναμενόταν, αρκετές συγκινήσεις. Πώς να συμβεί το αντίθετο άλλωστε όταν διανύουμε την πιο παραγωγική δεκαετία, σε σχεδόν όλα τα ιδιώματα της μουσικής που παρακολουθούμε; Οφείλω πάντως να σταθώ στο παρακλάδι του black metal. Το 2019, ήταν, ως συνέχεια της τελευταίας πενταετίας, ξανά παραγωγικότατο. Ειδική μνεία όμως πρέπει να γίνει στη νορβηγική σκηνή. Μια πληθώρα καταξιωμένων καλλιτεχνών κυκλοφόρησαν νέες δουλειές φέτος, με τη συντριπτική τους πλειοψηφία να μην απογοητεύει. Στο ρεύμα αυτό, έρχονται να ενταχθούν και οι Ragnarok, με τον νέο τους δίσκο, "Non Debellicata".

Σε αυτό το σημείο επανέρχεται και το, κλασικό από ότι φαίνεται, ερώτημα του μέσου ακροατή. Μπορεί μια μπάντα που επιδίδεται σε παραδοσιακό black metal, τιμώντας τους προπάτορες του είδους, να προσφέρει κάτι αξιόλογο καλλιτεχνικά στο σήμερα; Η απάντηση, προσωπικά θεωρώ, πως κρύβεται στη σκοπιά υπό την οποία προσεγγίζει κανείς μια κυκλοφορία εν γένει. Οι Ragnarok, εδώ και κοντά 25 χρόνια, είναι λαμπαδηδρόμοι του ιδιώματος, εκπροσωπώντας αδιάλειπτα τη νορβηγική σκηνή. Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω πως κατά την τελευταία δεκαετία έχουν στραφεί πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας. Πάραυτα, το "Non Debellicata", τους βρίσκει σε ανοδική πορεία σε σχέση με το "Psychopathology", που ήταν και ο προκάτοχός του, κυρίως λόγω της συνθετικής συμβολής όλων των μελών.

Ο δίσκος δεν κρύβει ιδιαίτερες εκπλήξεις, και οι συνθέσεις, όλες τους καταιγιστικές, κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με τις δουλειές των 1349, Tsjuder, Dark Funeral, Carpathian Forest και Gorgoroth. Αν υπάρχει, πέραν της φαινομενικής ανακύκλωσης ιδεών, ένα άλλο έντονο μειονέκτημα, αυτό είναι η παραγωγή. Η μείξη των μουσικών οργάνων και των δυναμικών είναι άνιση, με τις μελωδίες συχνά να αδυνατούν να πετύχουν τον σκοπό τους λόγω της συμπίεσης, ενώ και ο ήχος στα τύμπανα είναι άλλοτε ψηλά και άλλοτε πολύ χαμηλά, ενώ και ο ήχος του ταμπούρου είναι προβληματικός. Φωτεινή εξαίρεση, είναι το μπάσο, το οποίο είναι εύηχο, και ανά στιγμές σώζει τα προσχήματα, μιας και γενικά οι συνθέσεις αδυνατούν να απογειωθούν.

Όσον αφορά την προαναφερθείσα ανακύκλωση ιδεών, ας ξεκαθαριστούν μερικά πράγματα, απαντώντας και στην αρχική ερώτηση. Στο συγκεκριμένο ιδίωμα, που συχνά η απόδοση μιας ατμόσφαιρας και συναισθημάτων υπερισχύουν των όποιων τεχνικών και συνθετικών αρετών μπορεί να έχουν οι δημιουργοί του, η αφοσίωση στη μελωδία δεν είναι απαραίτητα αρνητική. Όταν ολοκληρώνεται η ακρόαση του "Non Debellicata", ο ακροατής είναι βέβαιος πως άκουσε έναν καλογραμμένο δίσκο νορβηγικού black metal. Τραγούδια όπως το "The Great Destroyer" και το "The Gospel Of Judas Iscariot" συνηγορούν εύκολα επ’ αυτού. Μάλιστα, η μπάντα καταφέρνει να συνθέσει καλύτερα από τον Abbath ή τους Immortal, ένα παρομοίου ύφους κομμάτι στο "Bestial Emptiness".

Από την καταιγιστική έναρξη του ομότιτλου που την ακολουθεί η πιο 1349 στιγμή τους "Chapel Of Shadows", μέχρι το ατμοσφαιρικό κλείσιμο του "Asphyxiation", οι Ragnarok δεν επιχειρούν στιγμή την υπέρβαση. Αφοσιώνονται στη σκοτεινή τους τέχνη και συνθέτουν τραγούδια που θα ικανοποιήσουν τους οπαδούς τους αλλά και όσους έχουν μείνει αφοσιωμένοι στις χρυσές μέρες του ιδιώματος. Μπορεί, εν τέλει, να μην υπάρχει κάποια ιδιαίτερα μνημονική στιγμή, αλλά σίγουρα, όσες ακροάσεις και να δώσει κάποιος στο "Non Debellicata", δεν θα χάσει τον χρόνο του, ανταμείβοντας έτσι τον εαυτό του με όσα ακριβώς επιζητούσε πριν βάλει τον δίσκο να παίζει.

  • SHARE
  • TWEET