Glen Campbell

Ghost On The Canvas

Surfdog (2011)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 06/03/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Υποθέτω ότι θα πρέπει να συνηθίζουμε στην ιδέα ότι όλο και περισσότεροι δίσκοι απολογιστικού χαρακτήρα και κλεισίματος καριέρας θα έρχονται στην επικαιρότητα. Παλιότερα ήταν ο Johnny Cash, ο Warren Zevon, πρόσφατα ο Leonard Cohen και αυτά είναι παραδείγματα μόνο από το singer/songwriter είδος. Και είναι λογικό ίσως. Η ηλικία όσων κατάφεραν να επιζήσουν των 60s και των 70s, τους αναγκάζει να κοιτούν με νοσταλγία το παρελθόν και με συστολή το μέλλον. Ο τόνος τους γίνεται εξομολογητικός και σχεδόν οικογενειακός προς τους λιγότερους ή περισσότερους ακροατές που τους έμειναν πιστοί και όποιους κέρδισαν από τους νεότερους. Η, δε, γενική αποδοχή από κοινό και κριτικούς προς τέτοιου είδους εγχειρήματα κάνει αυτές τις προσπάθειες σχεδόν απαραίτητες.

Σε ένα τέτοιο συναισθηματικό κλίμα κινείται και ο Glen Campbell σε αυτόν τον δίσκο που ο ίδιος βαφτίζει ως τον τελευταίο του με πρωτότυπο υλικό. Η αποκάλυψή του ότι πάσχει από τη νόσο του Αλτσχάιμερ ξεκαθαρίζει και το γιατί και εξηγεί και μία δόση σκοτεινής μελαγχολίας που διαπερνάει το "Ghost On The Canvas". Η ατμόσφαιρα αυτή, όμως, είναι που τελικά ευνοεί το άλμπουμ. Η εύπεπτη, αν και αναμφισβήτητα εμπορική και πλατιάς αποδοχής, country που πλάσαρε ο Campbell στις δόξες του πίσω στη δεκαετία του '60-'70, ποτέ δεν ήταν του γούστου μου. Αυτές οι άτολμες συντηρητικές ενορχηστρώσεις με τα έγχορδα που δεν είχαν ούτε τον λυρισμό του Lee Hazelwood ούτε άφηναν περιθώρια για μία a la Johnny Cash αλητεία, έκαναν το αποτέλεσμα πολύ πλαστικό, pop και ενήλικο ακόμα και για τα δεδομένα της country.

Στον εν λόγω δίσκο διακρίνεται περισσότερο το κιθαριστικό του ταλέντο, αυτό που τον έκανε κάποτε περιζήτητο session μουσικό, ακόμα κι αν πλέον συνεπικουρείται από μία πλειάδα καλεσμένων στους οποίους περιλαμβάνονται οι μάλλον παράδοξες επιλογές των Billy Corgan (Smashing Pumpkins), Rick Nelson (Cheap Trick), Brian Setzer (Stray Cats), Dick Dale και Peter Homstrom (Dandy Warhols) στις κιθάρες, Courtney Taylor-Taylor (Dandy Warhols) στα πλήκτρα, ενώ ο Chris Isaak συμμετέχει στα φωνητικά. Δεν έχουνμε να κάνουμε με έναν ακόμα δίσκο βετεράνου που μπολιάζει το παρελθόν του με νεότεορυς μουσικούς σε έναν δίσκο συμμετοχών. Όλοι οι παραπάνω μοιράζονται σε τρία ουσιαστικά τραγούδια, κανένα εκ των οποίων δεν είναι χαρακτηριστικό του ύφους του άλμπουμ. Το "In My Arms" ειναι με ευκολία το πιο up tempo του συνόλου, με rock 'n' roll και surf καταβολές, το "Strong" έχει πιο σύγχρονο ήχο και το "There’s No Me Without You", αν και πιο κοντά στο ύφος που διέπει τα υπόλοιπα τραγούδια συνθετικά, είναι αδιάφορο αποτελώντας μάλλον μία βάση για να ζωγραφίσουν με μερικά πολύ όμορφα solo οι καλεσμένοι κιθαρίστες.

Είναι όμως τα τραγούδια που αποπνέουν έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα τόσο σε ερμηνεία όσο και σε εκτέλεση, αυτά που αποτελούν τα highlights του άλμπουμ. Και αυτά δεν είναι άλλα από το ομώνυμο, το "A Thousand Lifetimes" και το "Nothing But The Whole Wide World". Αυτά, μαζί με το εισαγωγικό "A Better Place", αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του "Ghost On The Canvas" και ίσως κάποιες από τις καλύτερες στιγμές στην καριέρα του Glen Campbell. Λυρικά, μελωδικά, ερμηνευμένα με πειθώ και εμπειρία, αποπνέουν έναν country αέρα, αλλά είναι πολύ ευρύτερα συνοψίζοντας την αμερικάνικη μουσική σε πολύ περισσότερες πτυχές της.

Πιθανότατα ο τελευταίος αυτός δίσκος του Campbell να αφήσει ανάμικτες εντυπώσεις. Όχι τόσο για την αξία του, αφού είναι αναμφισβήτητα ποιοτικός, όσο για την αξία του δημιουργού του που δεν ξέρεις αν τελικά πρέπει να τον βαφτίσεις πραγματικά ένδοξο βετεράνο ή αδικημένο μουσικό που βρήκε την πραγματική φωνή του στο τέλος της ζωής του με τη βοήθεια νεότερων καλλιτεχνών. Το σίγουρο είναι ότι ο Campbell κατάφερε να δημιουργήσει έναν δίσκο που να είναι σε ίσες δόσεις νοσταλγικός και σύγχρονος, αποχαιρετιστήριος και εισαγωγικός, εσωστρεφής αλλά και ανοιχτός.
  • SHARE
  • TWEET