Everything Everything

Mountainhead

BMG (2024)
Τα πάντα όλα, κάθε στιγμή, παντού
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Εντάξει, το παραδέχομαι. Λίγο παραπλανητικός ο υπότιτλος, όμως δεν μπορώ να σκεφτώ πιο ταιριαστό για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα συγκροτήματα εκεί έξω, που παίζει pop, prog rock, λίγο alternative, κάπως indie rock, έχοντας έναν καίρια αυτόφωτο ήχο, που μπορεί να περνάει από τα '80s synths, στους Imagine Dragons και τους Maroon 5, κι από εκεί σε psychedelic fuzz κιθαριστικά σόλο, κι ωστόσο: it all makes sense (ναι, είναι αναφορά σε στίχο, τέτοιος τσαχπίνης είμαι). Δεν χρειάζεται να πας μακριά, άκου απλά την κομματάρα που λέγεται "Wild Guess" και ανοίγει πολύ ταιριαστά τον δίσκο, και ξεδιπλώνει -πέρα από την ενδιαφέρουσα θεματική του δίσκου, θα επανέλθουμε αργότερα- όλη τη μουσική ιδιοσυγκρασία των Everything Everything. Κι όταν ακολουθούν μετά τα "The End Of The Contender" και "Cold Reactor", γίνεται ξεκάθαρο ότι μιλάμε για ένα συγκρότημα μεγάλου βεληνεκούς.

Κι εγώ, όπως και πολύς κόσμος, έμαθα τους Everything Everything μία δεκαετία πριν, όταν κυκλοφόρησαν το, για εξίσου πολύ κόσμο, ανυπέρβλητο, "Get To Heaven" (2015), όπου τελειοποίησαν τον ήχο τους, και έγραψαν και πραγματικά σπουδαία κομμάτια, κολλητικά, γεμάτα hooks, τρομερή μελωδικότητα και ενδιαφέροντες στίχους (χαρακτηριστικό τους το κάπως post-modern ύφος που συνδυάζει αφηρημένη κοινωνικοπολιτική κριτική, αναφορές στην ποπ κουλτούρα, ιστορικά γεγονότα, και συμβολισμούς κατά βούληση). Το θέμα είναι ότι έκτοτε, κατακτώντας το δικό τους Έβερεστ, κάθε άλλη βουνοκορφή που άγγιζαν ερχόταν δεύτερη - με εξαίρεση ίσως το "Raw Data Feel" (2020), το οποίο τότε χρησιμοποιούσε, απόλυτα συνειδητά και με τρόπο συναφή με τη θεματολογία του, την τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης σε στίχους και εξώφυλλο, πολύ πριν γίνει άρρητη «μόδα». Το ότι στάθηκαν απέναντι σ’ όλα αυτά κριτικά, ως σχόλιο πάνω στην σύνδεση τέχνης και τεχνολόγιας, κι όχι απλά ως μέσο μείωσης του μπάτζετ είναι που τους χαρίζει και πόντους, βέβαια.

Από την δημοφιλέστερη στιγμή τους, πήγαμε στην πιο μεταμοντέρνα, και τώρα φτάνουμε στην πιο συμβολική, με μία σχεδόν Μαρξιστική εικονοποιία που αντιπαρατίθεται στην Άυν Ραντ, την θεωρητική υπέρμαχο του φιλελεύθερου ατομικισμού (το βιβλίο της «Πιο Κοντά Στον Ουρανό» έχει τον αμετάφραστο στα ελληνικά τίτλο "Fountainhead", εξ ου και ο τίτλος του δίσκου). Βρισκόμαστε σε μία κοινωνία που οι άνθρωποι σκάβουν τις βάσεις ενός βουνού για να το ψηλώσουν, με την ελπίδα κάποια στιγμή να καταφέρουν να φτάσουν στην κορυφή του, και να δουν το είδωλό τους να αντικατοπτρίζεται άπειρες φορές σε έναν καθρέφτη (βλ., "The Mad Stone"). Πού πάνε και τα σκέφτονται αυτά, θα μου πείτε… Πλάι στο μεταφορικό κοινωνικό σχολιασμό, υπάρχουν στίχοι που μιλούν για την μητροπολιτική αποξένωση, την κρίση της αρρενωπότητας, και τον Καπιταλιστικό Ρεαλισμό του Mark Fisher, εντείνοντας την ιδέα ότι οι Everything Everything μπορούν να μιλούν για βαθύτερα ζητήματα χωρίς να καταφεύγουν σε συνήθεις υφολογικές επιλογές γύρω από το «σοβαρό», το «βαθύ», και το εξεζητημένο -δεν υπάρχει τίποτα πιο ρηχό από το κατά φαντασίαν βάθος.

Εξίσου ιδιαίτερο, αν όχι μεγαλύτερο, ενδιαφέρον παρουσιάζει η μουσική του "Mountainhead". Πιστοί στον καλειδοσκοπικό τους χαρακτήρα, οι Εγγλέζοι διατηρούν το μουσικό τους κριτήριο οξυμένο, και συνυφαίνουν τους ηλεκτρονικούς με τους πιο rock ήχους μαεστρικά, δημιουργώντας ένα τοπίο λειασμένης πέτρας, σαν κάποιο φαράγγι γεμάτο πτυχώσεις, κανάλια, και τούνελ, με λαβυρινθώδη δομή και έντονα χρώματα. Τα μεγάλα ρεφραίν παραμένουν το πιο δυνατό χαρτί τους, ανεβάζοντας ακόμη και τα μάλλον αδιάφορα κομμάτια ("Don’t Ask Me To Beg", για παράδειγμα, με τα cool club vibes του), και βοηθάει η πολύ εκφραστική και δυναμική φωνή του Jonathan Higgs και τα αβίαστα φαλτσέτα του.

Το θέμα είναι, κι αυτό ίσως δεν είναι αμελητέο, πως παρ’ όλο που το συνολικό ηχητικό αποτέλεσμα είναι συνεκτικότατο, δεν αποφεύγεται μία σχετική ομοιομορφία. Το "Mountainhead" ξεκινάει με πολύ δυνατό τρόπο στην πρώτη πεντάδα κομματιών, κι ύστερα κάνει μία σημαντική κοιλιά (με την εξαίρεση του "Enter The Mirror"). Τα κομμάτια παραμένουν σε υψηλά στάνταρ παραγωγής και σύνθεσης, το καθένα με τη δική του ξεχωριστή ψηφίδα να το δικαιώνει, μα όταν φτάνουμε στο "The Witness" με την χαρακτηριστική του αίσθηση τίτλων τέλους, τα πράγματα έχουν αρχίσει να χαλαρώνουν μέσα μας, έχει επέλθει μία κόπωση. Τα πενήντα τρία λεπτά που διαρκεί ο δίσκος δεν είναι από μόνα τους πολλά, όμως δέκα τέσσερα τραγούδια είναι ένας μεγαλεπήβολος στόχος ακόμη και για ένα συγκρότημα που ήθισται να συμπεριλαμβάνει τόσα στα άλμπουμ του. Το γεγονός ότι ως προς το tempo τους τα κομμάτια είναι μάλλον αδιαφοροποίητα, παρά τους τονισμούς στα φωνητικά εδώ κι εκεί, και κυμαίνονται μάλλον στα πιο χαλαρά και moody κλιμάκια, δεν βοηθάει στην αίσθηση μίας μεγάλης και ενθουσιώδους βόλτας, αλλά από ένα σημείο και μετά δίνουν την εντύπωση της κάπως άσκοπης περιπλάνησης - μερικά το γουστάρουν κι αυτό, θα συμφωνήσω.

Συνολικά, όμως, το άλμπουμ παρουσιάζεται ως εξαιρετική αφορμή για να εισαχθεί κάποιο στην μουσική των Everything Everything, κι από εκεί να κινηθεί αναδρομικά και να ανακαλύψει τι κρύβεται κάτω από κάθε πέτρα στην πορεία. Σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, συνεχίζουν δυναμικά να δίνουν στίγμα για το πώς θα μπορούσε να ακούγεται η rock, σύγχρονη και pop, χωρίς να χάνει τον σύνθετο και λυρικό χαρακτήρα της. Ευφάνταστοι, πολυσχιδείς, και μοναδικοί, οι Everything Everything μπορεί να μην πιάνουν ξανά την κορυφή του Έβερεστ, όμως συνεχίζουν να σκάβουν τα θεμέλια του βουνού τους, ψηλώνοντάς το.

Bandcamp
Spotify

  • SHARE
  • TWEET