Αντιλαμβάνεται τη μουσική άλλοτε ως μια εναλλακτική γέφυρα επικοινωνίας, άλλοτε ως ένα θέαμα βγαλμένο από το θέατρο των ονείρων κι άλλοτε ως έναν πόνο που οφείλει να βιώσει αναζητώντας μια κάποια λύτρωση....
Dirty Honey
Dirty Honey
Μια νέα ελπίδα για το αμερικάνικο hard rock ανατέλλει
Όλοι έχουμε μια μικρή αδυναμία στα νέα ονόματα, καθώς φέρουν μια ελπίδα για το αύριο. Άσε που έχει την πλάκα του να λες «σας τα έλεγα εγώ, όταν δεν τους ήξερε κανένας». Την ίδια στιγμή, υπάρχει ένας άγραφος κανόνας που λέει ότι συνήθως στο ντεμπούτο άλμπουμ τους τα συγκροτήματα συνήθως βγάζουν το καλύτερο υλικό τους. Ή κάτι τέτοιο. Η περίπτωση των Dirty Honey εμπίπτει στα παραπάνω, αλλά είναι λίγο πιο περίπλοκη…
Αρχικά, δεν τους λες πλέον και τόσο άγνωστο όνομα. Μπορεί να μην υπέγραψαν ποτέ τους σε καμία εταιρεία, αλλά και εξαρχής είχαν σημαντική στήριξη. Εκτός κι αν κάποιος θεωρεί ότι προσλαμβάνεις έναν παραγωγό σαν τον Nick DiDia (RATM, Pearl Jam) και φτάνεις να ανοίγεις για τους Guns N' Roses, τον Slash και τους Alter Bridge χωρίς κάποιου είδους υποστήριξη. Επίσης, αυτό εδώ είναι το πρώτο full length άλμπουμ τους, περιλαμβάνοντας οκτώ τραγούδια, αλλά πόση διαφορά έχει από το EP των 6 τραγουδιών που κυκλοφόρησαν δυο χρόνια πριν; Σε κάθε περίπτωση, στην από εκεί πλευρά του Ατλαντικού έχουν φτιάξει ένα καλό όνομα, αλλά στην αποδώ θα πρέπει να θεωρούνται πρωτάρηδες/πρωτοεμφανιζόμενοι και τούτο εδώ ως το πρώτο ολοκληρωμένο δείγμα γραφής τους.
Στο ομότιτλο ντεμπούτο τους οι Dirty Honey παίρνουν το γαμάτο hard rock των Aerosmith (των '70s προφανώς), των The Black Crowes και των πρώιμων Guns και το αποδίδουν πειστικά, στηριζόμενοι σε μεγάλο βαθμό στο δίπολο των Marc Labelle (φωνή) kai John Notto (κιθάρα), όπως λίγο-πολύ όλες οι μεγάλες μπάντες του είδους. Σίγουρα δεν ανακαλύπτουν κάποιο νέο είδους μουσικού τροχού, όμως μοιάζουν να έχουν το απαραίτητο πάθος και αυθεντική αγάπη για αυτό που κάνουν, στοιχεία που είναι πιο σημαντικά από την πρωτοτυπία για το στυλ που πρεσβεύουν.
Συνθετικά, στο άλμπουμ βρίσκω τριών κατηγοριών τραγούδια. Η πρώτη περιλαμβάνει υπέροχα/καταπληκτικά/μπόμπες τραγούδια σαν το πρώτο single "California Dreamin'", το "The Wire" και το "Tied Up" που είναι φτιαγμένα για πολλά repeat και για ωραιότατες, καλοκαιρινές playlist. Η δεύτερη περιλαμβάνει λιγότερο εντυπωσιακές, αλλά αρκούντως πειστικές συνθέσεις, όπως το πιο mid-tempo "Another Last Time", με τα όμορφα, επιπρόσθετα gospel φωνητικά και το τελείως ACDC "The Morning" που διαθέτει το απαιτούμενο νεύρο. Στην τρίτη κατηγορία υπάρχουν απλώς συμπαθητικά (ίσως ο όρος filler είναι άδικος) τραγούδια σαν το "Take My Hand" που θυμίζει πολύ Audioslave και δη το "Cochise" και τα up-tempo "Gypsy" και "No Warning". Προφανώς, στο σύνολό τους τα 30 λεπτά του άλμπουμ δεν προλαβαίνουν να κουράσουν, ενδεχομένως όμως να μπορούσαν να είναι λίγο περισσότερα για να είναι πιο χορταστικά.
Μπορεί το "Dirty Honey" να μην είναι αψεγάδιαστο συνθετικά και πιθανότατα χρειαζόταν μια-δυο δυνατές συνθέσεις ακόμα, αλλά δεν παύει στα καλά του να είναι πραγματικά απολαυστικό και η μπάντα να ακούγεται πειστική. Επενδύοντας, λοιπόν, στην ανατέλλουσα ελπίδα και απαντώντας θετικά στα δυο κρίσιμα ερωτήματα: α) θα ήθελες να τους δεις ζωντανά; και β) αν πετύχαινες το βινύλιο σε ένα δισκάδικο θα το πρότεινες σε κάποιον να το αγοράσει; (εγώ εννοείται θα το αγοράσω), θα του δώσω την ψήφο εμπιστοσύνης μου και θα περιμένω τον επόμενο γύρο να τα ξαναπούμε. Προς το παρόν, πάω να φτιάξω μια playlist με αμερικάνικο hard rock να βγάζει γούστα.