Dear Mother

Bulletproof

Self Released (2021)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 18/08/2021
Νέοι, μοντέρνοι κι ωραίοι
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ανάμεσα στις ταχύτητες της ψηφιακής εποχής και τις ιδιοτροπίες του μικρόκοσμου της σκληρής μουσικής, υπάρχει κάτι άξιο θαυμασμού σε όλους τους καλλιτέχνες που δεν συμβιβάζονται με μία όσο το δυνατόν σίγουρη λύση και ακολουθούν το δικό τους δρόμο. Αρκεί μία γρήγορη ματιά εκεί έξω για να βρεθούν αντιπαραδείγματα, κι άλλη μία προς την αντίθετη κατεύθυνση για να ξεχωρίσουν οι δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει ένα μικρό/νέο σχήμα. Με επιπλέον σημείωση για το τελευταίο, ότι το επίπεδο δυσκολίας ανεβαίνει κατακόρυφα απουσία τουλάχιστον ενός κραυγαλέου ονόματος.

Η Merel Bechtold μπορεί να μετρά κάμποσα χιλιόμετρα στον σύγχρονο metal χώρο, έχοντας γυρίσει τον κόσμο με τους Delain και τους Mayan, απέχει όμως αρκετά από το να χαρακτηριστεί «αναγνωρίσιμη» για τα δεδομένα του mainstream. Οι αποφάσεις της να μην μπλέξει κάποιο επιφανές πρόσωπο στο νέο της εγχείρημα και να ακολουθήσει την crowd funding οδό δίνουν τον γενικότερο τόνο. Όπως και οι Purest Of Pain, οι Dear Mother είναι μια μπάντα που έφτιαξε με φίλους και γνωστούς για να παίξει μουσική που αγαπάει. Μία ματιά στα βιογραφικά των συμμετεχόντων θα σβήσει κάθε αμφιβολία.

Δεν χρειάζεται τρομερό ψάξιμο ή πολλαπλές ακροάσεις για να φανεί η διαφορά αυτού του project από τον λογικό συγγενή του· αν ο ήχος του "Solipsis" πατούσε γερά στη Σκανδιναβία και το μελωδικό death, εδώ κοιτάζει προς το μοντέρνο heavy των τελευταίων δύο δεκαετιών, με επιπλέον χαμόγελα στους μεγάλους της (εμπορικής) metalcore σχολής. Η εισαγωγική τριάδα, κυρίως "Vertigo" και "12 Years In Exile", βάζει γερά τις βάσεις. Οι εφτάχορδες της μικρής Ολλανδέζας κάθονται στο κέντρο των συνθέσεων. Δίπλα τους, τα φωνητικά αλλάζουν ακατάπαυστα από καθαρά σε brutal, ενώ ρυθμικά και synth γεμίζουν κάθε κενό.

Το "Bulletproof" είναι ένα καλοφτιαγμένο και ουσιώδες ντεμπούτο εκμοντερνισμένου metal. Χωρίς να ξεφεύγει από τα, έτσι κι αλλιώς όχι αυστηρά καθορισμένα, όρια του ύφους στο οποίο κινείται, ο τρόπος που συνδυάζει τα επιμέρους υλικά του είναι αρκετός για να δημιουργήσει μια ξεχωριστή γεύση. Από τα djent-ish κοψίματα του "An Eye For An Eye" στα γεμάτα ηλεκτρονικά του "A Soul For Hire" κι από τον υπέροχο μικρό riff πανικό του "Symbiose" στο υπέρ-ογκώδες "Invincible", τα σαράντα πέντε λεπτά του κυλούν χωρίς πραγματικά ποιοτικά σκαμπανεβάσματα. Ένα ασφαλές, αλλά σίγουρο πρώτο βήμα.

  • SHARE
  • TWEET