Black Viper

Hellions Of Fire

High Roller (2018)
Από τον Σπύρο Κούκα, 21/09/2018
Ένα καθ' όλα αντιπροσωπευτικό κι αχαλίνωτο speed metal ντεμπούτο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός της αποδοχής κι επιρροής του US metal παρακλαδιού από νέες μπάντες ανεξάρτητου προελεύσεως. Μιας και μιλάμε για ένα υποείδος που, στην εποχή που πρωτοεμφανίστηκε, δεν βρήκε την αποδοχή που του άξιζε, αλλά τελικά απέκτησε ένα πιστό following που μοιάζει ταγμένο στο ύφος και στον ήχο που πρέσβευε, η ύπαρξη συγκροτημάτων που μπορούν να καταταχθούν ως απόγονοι της πρώτης γενιάς του είναι εκτός από ικανή, εξίσου υπολογίσιμη και ποσοτικά.

Μάλιστα, με τον γεωγραφικό προσδιορισμό του είδους να μην έχει εδώ και χρόνια ιδιαίτερη σημασία, δεν προκαλεί πια εντύπωση μια περίπτωση μπάντας σαν τους Black Viper, οι οποίοι επιδίδονται στο ευγενές άθλημα του speed metal κατά τα γνωστά αμερικανικά πρότυπα, αν και η σκούφια τους κρατά από τη Βόρεια Ευρώπη (και, συγκεκριμένα, τη Νορβηγία). Με σοβαρό παρελθόν αρκετών εκ των μελών τους στον extreme metal χώρο (με τον ντράμερ τους να βρίσκεται και στους Deathhammer και τον κιθαρίστα τους στους Necromantheon, μεταξύ άλλων), λατρεία για τους Judas Priest, τους Iron Maiden και το παλιό, καλό heavy/speed των '80s (όπως αυτό εκφράζεται από τους Savage Grace και τους Agent Steel), αλλά και τις «σωστές» κεντροευρωπαϊκές επιρροές (αφού το καταληκτικό "Nightmare Mausoleum" βρωμάει Paradox από χιλιόμετρα και το "Quest Of Power - The Fountain Of Might" φέρνει στο νου τους Helloween του πρώτου EP και του "Walls Of Jericho"), οι Νορβηγοί δεν γίνεται να λαθέψουν σε αυτό το παρθενικό τους δισκογραφικό βήμα.

Η παραγωγή στέκεται σε αρκετά ικανοποιητικά standards, δίχως να είναι απαραίτητα retro ή νεοτεριστική, ενώ τις εντυπώσεις κερδίζει με το σπαθί του ο Arild Myren Torp, χάρη στη φανταστική κιθαριστική του δουλειά που κινεί τα νήματα ολόκληρου του δίσκου. Στον αντίποδα, αν κάτι προσωπικά βρήκα να εμποδίζει το υλικό του "Hellions Of Fire" να ξεδιπλωθεί πλήρως είναι η φωνητική απόδοση του Salvador Armijo, η οποία αν και δεν υπολείπεται σε πειστικότητα ή καίριες (για το είδος) τσιρίδες, στα αυτιά μου τον κάνει να φαντάζει σαν ένας λιγότερο σχιζοφρενής Joe Anus (των Βέλγων σαματατζίδων Evil Invaders). Σίγουρα, όχι ιδιαίτερα σοβαρός λόγος για να εμποδίσει κάποιον να απολαύσει το δίσκο όπως του αρμόζει, αλλά με βάση τα προσωπικά κριτήρια γούστου για το είδος, θεωρώ πως ο τραγουδιστής ενός τέτοιου κολασμένου και ορμητικού μουσικά σχήματος οφείλει να έχει μονίμως γυρισμένο το μάτι ή έστω να είναι αρκούντως ιδιαίτερος ερμηνευτικά ώστε να ξεχωρίσει του σωρού. Για την ώρα, ο Armijo παίρνει σχεδόν «Άριστα» στον τομέα της σωστής speed metal τσιρίδας, αλλά οριακά φτάνει τη βάση σε ό,τι αφορά την προσωπικότητα που βγάζουν οι ερμηνείες του συνολικά.

Όπως και να έχει, το σίγουρο είναι πως οι Black Viper, με το ντεμπούτο τους, μας προσφέρουν ακόμη έναν καλό λόγο να σπάσουμε τα άλατα του σβέρκου μας, καθώς το "Hellions Of Fire" είναι ένα αντιπροσωπευτικό και καθ' όλα απολαυστικό ντεμπούτο του είδους. Με τις ατέλειες του, την μονόπλευρη προσέγγιση του και τα όποια προβληματάκια μπορεί να παρουσιάζει, αλλά και την ασυγκράτητη ορμή, την εξαίσια διύλιση των επιρροών του και το αχαλίνωτο παίξιμο, σε μια απολύτως "take no prisoners" δημιουργική προσέγγιση.

  • SHARE
  • TWEET