All Them Witches

ATW

New West (2018)
Από τον Μάνο Πατεράκη, 24/10/2018
Δεύτερο σερί ατόπημα για τους All Them Witches, με τα ίδια ακριβώς λάθη
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ήδη από τον υπότιτλο εστιάζουμε στα αρνητικά, οπότε να ξεκαθαρίσουμε καταρχάς τα κλασικά: Το "ATW" δεν είναι επ’ ουδενί λόγω ένας κακός δίσκος. Τουναντίον. Αν ήταν το πρώτο δισκογραφικό δείγμα μιας καινούργιας μπάντας θα το σταμπάραμε και θα χαιρόμασταν για την ανακάλυψή μας. Όμως, κουβαλάει ένα κάποιο όνομα, ένα μομέντουμ και μια προσμονή μαζί του. Έτσι, καταλήγει να αποτελεί ένα μεγάλο βήμα πίσω σε σχέση με τα εξαιρετικά "Lightning At The Door" (2013) και "Dying Surfer Meets His Maker" (2015). Και το χειρότερο; Με τα ίδια λόγια θα ξεκινούσα και την κριτική του περσινού "Sleeping Through The War". Και ως γνωστόν, το δις εξαμαρτείν...

Οι All Them Witches χάρη στις δύο προαναφερθείσες δισκάρες κατάφεραν να χτίσουν την φήμη τους μέχρι και τη χώρα μας. Τη διετία 2016-2017 μας επισκέφτηκαν τρεις ολόκληρες φορές, με κορυφαία την headlining εμφάνισή τους σε ένα από τα καλύτερα φεστιβάλ έχω παρευρεθεί ποτέ, το Smoke The Fuzz fest του Οκτωβρίου 2016. Φαινόμενο διόλου αμελητέο για μία μπάντα από το Tennessee. Όμως η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη. Τους μάτιασα, φαίνεται, με το άρθρο της στήλης Footnotes που τους είχα αφιερώσει το 2016, ονόματι "Παράτα το stoner και γίνε λίγο All Them Witches", αφού τόσο με το περσινό όσο και με το φετινό τους άλμπουμ μοιάζουν εγκλωβισμένοι σε μια jam μανιέρα δίχως εγκιβωτισμένη την απαραίτητη ουσία.

Δεν είναι τυχαίο που η κομματάρα "Blood And Sand/Milk And Endless Waters" από το "Dying Surfer Meets His Maker" είναι το τραγούδι που απολαμβάνουν να παίζουν περισσότερο ζωντανά ακόμα και σήμερα. Το εν λόγω τραγούδι ήταν ένα ψυχεδελικό τζαμάρισμα πάνω σε υπνωτικά επαναλαμβανόμενα riff και νότες που σε ταξίδευε σε άλλους κόσμους. Εξαιρετικά εμπνευσμένο και σεμιναριακά τοποθετημένο ως τελείωμα εκείνου του άλμπουμ. Πια, σχεδόν όλα τα κομμάτια των All Them Witches μοιάζουν κάπως να είναι σαν κακέκτυπα αυτού του κομματιού: ανεπεξέργαστα προϊόντα υπνωτικού τζαμαρίσματος, με τρανό παράδειγμα το εναρκτήριο "Fishbelly 86 Onions", όπου ακόμα και οι στίχοι φαντάζουν διάσπαρτες φράσεις που απλά ήρθαν στο μυαλό του Charles Michael Parks Jr.

Ο blues χαρακτήρας που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας της μπάντας υπάρχει ακόμα, σχεδόν στα μισά τραγούδια, και κάνει την εμφάνισή του εναλλάξ προσφέροντας μερικές από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου. Το "Workhorse" κερδίζει τις εντυπώσεις με το επικό ρεφρέν του ενώ το "Half Tongue" έχει την αυθεντική αμερικανική ψυχή που ανέκαθεν ήταν το ατού της μπάντας. Το πρόβλημα με τα τζαμαρίσματα των All Them Witches πια είναι πως δεν είναι αρκούντως δουλεμένα, βγάζοντας έτσι την αίσθηση απουσίας έμπνευσης. Τα περισσότερα επαναλαμβανόμενα riff είναι generic, με κάποιες εξαιρέσεις όπως αυτές που συναντάμε μέσα στο "1st Vs. 2nd". Ωστόσο, στα χειρότερά τους, σαν το 11-λεπτο "Harvest Feast", υπάρχει μια απουσία ταξιδιού, ουσίας, κορύφωσης και σκοπού.

Το "Diamond" ως η πιο διαφορετική και η πιο σκοτεινή σύνθεση του δίσκου επιλέχτηκε για single και video clip. Όμως, πέρα από τη σωστή πρόθεση και την ενδιαφέρουσα μελωδική ιδέα, χάνει σε επίπεδο songwriting, δείχνει αταίριαστο με τον παλιακό, λιτό ήχο του υπόλοιπου άλμπουμ και καταλήγει να χάνει το παιχνίδι. Η έλευση του καινούργιου πληκτρά, Jonathan Draper, δεν πρόλαβε να παίξει κάποιο σημαντικό ρόλο ή να εκτρέψει λίγο τον ρου των All Them Witches. Εν τέλει, δεν μπορούμε παρά να απαιτήσουμε κάτι σημαντικά ανώτερο καλλιτεχνικά, πιο εμπεριστατωμένο και λιγότερο βεβιασμένο, ούτως ώστε κι εμείς που ποντάραμε τόσα πολλά σε αυτούς να μην χάσουμε ετούτο το προσωπικό στοίχημα.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET