Υπαρξιακά δεμένος με την λογοτεχνία και τη μουσική, χαρτογραφεί και τις δύο με την υπενθύμιση ότι οι χάρτες δεν είναι ποτέ ο τόπος ο ίδιος. Του αρέσει ό,τι μπορεί να περιγράψει ως πολύχρωμο, παραμυθικό,...

Spineless
Dysphonia
Το δεύτερο κεφάλαιο του πειραματικού σχήματος ακροβατεί μεταξύ λευκού θορύβου και σκοτεινής μελωδίας, διευρύνοντας τα όρια του ήχου τους
Το ρευστό μουσικό όχημα των Spineless επέστρεψε επιτέλους έξι χρόνια μετά το ντεμπούτο του, "Speaking of Chaos and Relative Peace", και συνεπές με την πληθωρική του ηχητική παλέτα, μοιάζει να λειτουργεί αντιδραστικά σε όσα νομίζαμε ότι ήταν. Κινούμενο προς διαφορετικές κατευθύνσεις, το "Dysphonia" μπορεί να διατηρεί ορισμένες σταθερές, λόγω των ατμοσφιαρικών, industrial, και πειραματικών καταβολών της mastermind Χρύσας Τσαλταμπάση, όμως μοιάζει να εμφορείται από μία ολοδική του προσωπικότητα. Το κατάλευκο εξώφυλλο δεν είναι το μόνο κοντραστ που θα εντοπίσουμε σε σχέση με τον σκοτεινό και διαθλασμένο προκάτοχό του.
Μεγάλη στροφή γίνεται στο πόσο πιο μίνιμαλ ακούγεται. Οι industrial διδαχές των Godflesh γίνονται ευκρινέστερες ήδη απ’ το διπλό χτύπημα "Justice" και "Disease", όπου τα αποπνικτικά ρυθμικά riffs απλώνονται για να πατήσουν από πάνω οι πιο λεπτομερείς φωνητικές γραμμές. Ειδικά η μελωδία του "Disease" σε παρασέρνει με την ρυθμικότητά του σε μία τρανς, απ’ την οποία μόνο το κολλητικό ρεφραίν μπορεί να σε βγάλει. Λιτός και στεγνός μεν, ο δίσκος όμως δεν ρέπει προς τη μονοτονία, αφού η ψυχρότητά του εκφράζεται και μέσα από ηλεκτρονικά και ατμοσφαιρικά – δεν θα έλεγα μπαλαντοειδή – σημεία. Εκείνα είναι που όσο προχωράει ο δίσκος προσθέτουν στην αύρα του μία σκοτεινιά που παίρνει την σκυτάλη απ’ τα γρανάζια, τις τροχαλίες, και τις λαμαρίνες, και τη δίνει στη σύγχρονη τεχνολογία: glitch, ηλεκτρικός βόμβος και deep-fried παραμορφώσεις (το "NOZZ" είναι η πιο άγρια και ακραία στιγμή του άλμπουμ, και φέρνει περισσότερο στο μυαλό Blanck Mass απ’ οτιδήποτε metal).
Οι Spineless, υπό το όραμα της Τσαλταμπάση, και τη συμβολή του στενού συνεργάτη της, Κώστα Βερίγκα, σκηνοθετούν ένα δίσκο που, παρά τα τριάντα-κάτι λεπτά της διάρκειάς του, ξεδιπλώνει ένα μεγαλύτερο εύρος εικόνων και ήχων. Σ’ αυτό ίσως εξυπηρετεί ότι οι συνθέσεις είναι πολύ πιο μαζεμένες, και έτσι όλη η πληροφορία συμπυκνώνεται σε λίγα χρονικά τετραγωνικά. Το "To The Core" είναι το μεγαλύτερο κομμάτι, στα πέντε λεπτά του, όμως, περνάει μέσα από μία ανατρεπτική αποδόμηση, όπου μοιάζει να διαλύεται στα εξ ων συνετέθη, πριν δοκιμάσει να οργανώσει και πάλι το χάος του. Παρ’ όλο που δεν αρνούμαι ότι είμαι οπαδός των πιο απλωμένων ιδεών, τα τραγούδια του "Dysphonia" μάλλον θα ζόριζαν τις κλειδώσεις τους αν πρόσθεταν περισσότερο βάρος.
Το "Dysphonia" έχει μία διττή σημασία. Όπως μας εξήγησε κι η ίδια η Χρύσα Τσαλταμπάση στην συνέντευξη που μας παραχώρησε, απ’ τη μία αναφέρεται σε μία σκληρή, τραυματική πραγματικότητα που μας περιβάλλει, μία στριγγή παραφωνία κάτω απ’ το κάθε τι. Απ’ την άλλη, έχει να κάνει με το πώς ονομάζουμε πράγματα «δυσφωνικά», και τα στιγματίζουμε ως επικίνδυνα και περιττά, ενώ δεν έχουμε συνδιαλλαγεί μαζί τους, παρά μόνο τα ξεφορτωνόμαστε βάσει της ετικέτας τους. Αυτή η αντίφαση προκύπτει τόσο απ’ τον «επίσημο» ορισμό της λέξης, όσο και απ’ το γεγονός ότι πολλά στυλ τραγουδιού έχουν κατηγορηθεί ότι τραυματίζουν τη φωνή, ενώ οι μελέτες αποκαλύπτουν ότι όχι μόνο δεν το κάνουν με τη σωστή τεχνική, αλλά αποτελούν μία δική τους, αυτόνομη καλλιτεχνική πρόταση, κι όχι μία προβληματική προς επίλυση.
Χωνευτήρι ιδεών, αντιθετικών υφών, και επιρροών (από Ulver και Dead Can Dance, ως τις φωνητικές ακροβασίες του Mike Patton και της Diamanda Galas), το "Dysphonia" κατασκευάζει το δικό του μικρόκοσμο και προσθέτει πολλά στην ιστορία των Spineless. Φτιαγμένο μέσα σε πολύ πιο σύντομο διάστημα συγκριτικά με το ντεμπούτο, θα ήταν αναμφίβολα πιο εστιασμένο και σύντομο, αυτό όμως δεν πρέπει να μεταφράζεται ως ένδεια ιδεών ή αξιομνημόνευτων σημείων – το αέρινο lead του "Ode to Procrastination" γνωμοδοτεί υπέρ μίας τέτοιας δήλωσης. Ενδεχομένως να ξενίσει όσα άτομα περίμεναν ότι θα άκουγαν ένα εξίσου μακροσκελή δίσκο, όμως τότε δεν θα είχαμε να κάνουμε με κάτι πειραματικό και εξελισσόμενο, αλλά με κάτι οικείο και στάσιμο. Η Χρύσα Τσαλταμπάση και ο Κώστας Βερίγγας, όμως, επιλέγουν τον πρώτο δρόμο, με εργαλεία την απίστευτη φωνητική ικανότητα και το συνθετικό αισθητήριο, και μεγαλώνουν τον μουσικό τους κόσμο.