Heir Apparent

The View From Below

No Remorse (2018)
Από τον Σπύρο Κούκα, 12/10/2018
Το "The View From Below" δικαιολογεί πειστικά την παρουσία του δίπλα στα δύο πρώτα αριστουργήματα της μπάντας στην εκάστοτε δισκοθήκη
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οφείλω να ομολογήσω πως βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, καθώς η παρουσίαση μιας νέας κυκλοφορίας από μια μπάντα που έχεις συνδεθεί συναισθηματικά με τη μουσική της σε τεράστιο βαθμό, κρύβει την παγίδα της μη αντικειμενικής αξιολόγησης της. Μια παγίδα στην οποία, λίγο-πολύ πέφτουν όλοι οι μουσικόφιλοι όταν καλούνται να εκφέρουν άποψη για τη νέα κυκλοφορία ενός αγαπημένου τους καλλιτέχνη, αφού καταλήγουν να κρίνουν με βάση τα όσα προσδοκούσαν να ακούσουν λόγω νοσταλγίας, ευσεβών πόθων ή οποιουδήποτε άλλου παράγοντα όχι άμεσα εξαρτώμενο από την παρούσα πραγματικότητα.

Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, προτού προχωρήσω παρακάτω, θα ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Προσωπικά, λατρεύω το "Graceful Inheritance" και όλα όσα εκείνο συνεπάγεται (από τη φωνάρα του Paul Davidson, στα leads του Terry Gorle, την επική/φαντασιακή στιχουργική θεματολογία και ούτω καθεξής), κατατάσσω το "One Small Voice" στους κορυφαίους (και, προφανώς, πιο αγαπημένους) δίσκους που είχα την ευκαιρία να ακούσω σαν ακροατής, οπότε οι Heir Apparent βρίσκονται στο μυαλό μου σε ένα βάθρο που δύσκολα θα κατέβουν, ό,τι κι αν κυκλοφορήσουν.

Έτσι, και μόνο το γεγονός της δισκογραφικής τους επιστροφής, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά από την περίοδο της πραγματικής ακμής τους, όχι μόνο δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει απαρατήρητη, αλλά δημιουργούσε συναισθήματα και προσδοκίες που δεν συνάδουν με το αντικειμενικό status της μπάντας εν έτει 2018˙ εκείνο του σχήματος που κάποτε είχε όλα τα (μουσικά) φόντα να μεγαλουργήσει, αλλά τριάντα χρόνια αργότερα αναζητά την ευκαιρία απλώς να μπορεί να συνεχίσει να δημιουργεί μουσική για όσο το δυνατόν περισσότερο τα επόμενα χρόνια.

"The View From Below", λοιπόν, και καλούμαστε να απαντήσουμε, τι έχουν να μας προσφέρουν οι Heir Apparent αυτή τη στιγμή; Με νέα μέλη τους Will Shaw (φωνητικά) και Op Sakiya (πλήκτρα), η μπάντα επανακάμπτει έχοντας διατηρήσει τον βασικό πυρήνα της κλασσικής της σύνθεσης, με τους Derek Peace και Ray Schwartz να πλαισιώνουν τον mainman Terry Gorle, ο οποίος και είναι υπεύθυνος για το μεγαλύτερο μέρος των συνθέσεων που παρουσιάζονται στον νέο δίσκο. Συνεργαζόμενο, μάλιστα, ξανά με τον Tom Hall, το συγκρότημα θέλησε να κλείσει έναν κύκλο, εναποθέτοντας τις τύχες της παραγωγής και της μίξης στον άνθρωπο που επιμελήθηκε και τον ήχο στα "Graceful Inheritance" και "One Small Voice" (και είχε σημαντική συνεισφορά σε εκείνο των "Empire", "Promised Land", "Tribe" και στο ομότιτλο άλμπουμ των Queensryche).

Μουσικά, τώρα, ο νέος δίσκος προσεγγίζεται μονάχα αν κριθεί ως ένα αυτόνομο δημιούργημα, δίχως να υπάρχουν κατά νου τα όσα πρεσβεύαν τα δύο πρώτα άλμπουμ της μπάντας. Σίγουρα, σημεία επαφής με εκείνα υπάρχουν, αφού μιλάμε για τον ίδιο βασικό συνθέτη πίσω και από τα τρία, ο οποίος έχει εναν ιδιαίτερο, χαρακτηριστικό τρόπο τόσο στη σύνθεση όσο και στην εκτέλεση, με τον τόνο και την τεχνοτροπία των κιθαριστικών του μερών να είναι απόλυτα αναγνωρίσιμα. Συγχρόνως με αυτά, το rhythm section και, κυρίως, το μπάσο του Derek Peace, όπου παίρνει μέτρα και χώρο (όπως στο "Savior" των δυόμιση λεπτών και των εύλογων παραπομπών στο παρελθόν) είναι απολαυστικό όπως άλλοτε, καταφέρνοντας να προσδώσουν το χαρακτήρα των Heir Apparent ακόμη και σε κομμάτια που, με ένα πρώτο άκουσμα (και βάσει τεχνοτροπίας) μοιάζουν παράταιρα με το πνεύμα της μπάντας.

Μιλώντας για την τεχνοτροπία των συνθέσεων καθεαυτή, φαίνεται πως η επιρροή του πιο τεχνοκρατικού μέρους του λυρικού progressive των '90s και '00s (με προφανές παράδειγμα τους Fates Warning αυτής της εποχής) έχει διαδραματίσει το δικό της ρόλο, κάτι που γίνεται εμφανές αμέσως με την έναρξη του δίσκου (και το "Man In The Sky"). Έτσι, οι πιο λυρικές στιγμές, όπως το "Further And Farther" (της "One Small Voice" ατμοσφαιρικής δυναμικής) και το μελαγχολικό μπαλαντοειδές "Here We Aren't" (με το πανέμορφο Gilmour-ικό σόλο στο τέλος του και την κρίσιμη συνεισφορά του Sakiya, ο οποίος έχει διακριτικό αλλά ουσιαστικό ρόλο σε ολόκληρο τον δίσκο) έρχονται σε μια αρμονική αντίθεση με τα πιο τεχνικά και prog/power "Insomnia" και "The Door", τα οποία και συνδυάζουν την προσωπικότητα των παλιών Heir Apparent με τη νέα τεχνοκρατική πραγματικότητα.

Από την άλλη, το "Synthetic Lies" μοιάζει παράταιρο στην υπόλοιπη δημιουργική λογική της μπάντας, με τον doomy χαρακτήρα του να είναι δεδομένα εκτός του συνολικού κλίματος, ασχέτως αν σαν σύνθεση μπορεί να χαρακτηριστεί ενδιαφέρουσα ή όχι. Ομοίως ξεχωριστό των υπολοίπων συνθέσεων φαντάζει και το "The Road To Palestine", αν και με θετικότερη σημασία, καθώς θα μπορούσε να θεωρηθεί κατ’ αναλογία και καθαρά υφολογικά ως το δικό της "Kashmir", έχοντας εξαιρετικό χτίσιμο ατμόσφαιρας και κλιμάκωση, πέραν της φανταστικής ερμηνείας του Will Shaw. 

Κάπου εδώ αξίζει να γίνει μια εκτενέστερη αναφορά στον τελευταίο, καθώς ο νέος τραγουδιστής της μπάντας κλήθηκε να καλύψει μια θέση από την οποία έχουν περάσει σπουδαίοι τραγουδιστές, όπως ο Paul Davidson και - ειδικά - ο Steve Benito. Δεδομένα, ο Shaw είχε αποδείξει την ικανότητα του να ανταπεξέλθει στην επί σκηνής απόδοση του back catalogue του σχήματος, αλλά δεν είχε δοκιμαστεί σε στουντιακές συνθήκες και στο κατά πόσο μπορεί να είναι αξιοπρόσεκτος και στις ολόδικες του ερμηνείες. Εν τέλει, το αποτέλεσμα δικαιώνει απόλυτα τον Terry Gorle για την επιλογή του, αφού μπορούμε να μιλήσουμε για μια φωνητική αποκάλυψη, με την εκφραστικότητα και την προσαρμοστικότητα της φωνής του νέου τραγουδιστή των Heir Apparent να κερδίζουν το στοίχημα των συγκρίσεων με τους προκατόχους του, πέραν της αδιαπραγμάτευσης έκτασης που δεδομένα παρουσιάζει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα επ’ αυτού, αποτελούν τα κολλητά "The Door" και "Here We Aren’t", όπου ο Shaw καλείται να ερμηνεύσει αξιοποιώντας διαφορετικές πτυχές των φωνητικών του ικανοτήτων (λόγω της φύσης του εκάστοτε κομματιού) και, πραγματικά, τα καταφέρνει περίφημα.

Αντί κάποιου πανηγυρικού επιλόγου σχετικά με το ποιόν του δίσκου, θα προσπαθήσω να αποφύγω τα μεγάλα λόγια, μιας και σε τέτοιες περιπτώσεις όπου τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις κυριαρχούν, ο καλύτερος κριτής είναι ο χρόνος. Όπως και να έχει, όμως, το "The View From Below" και τα όσα παρουσιάζουν οι σύγχρονοι Heir Apparent δεν αξίζουν να περάσουν απαρατήρητα, αφού στην ουσία του έχουμε να κάνουμε με ένα υλικό πλούσιο και ποικιλόμορφο, που ακρόαση με την ακρόαση ξεδιπλώνει όλο και περισσότερο τα εκλεκτά του χαρίσματα.

  • SHARE
  • TWEET