Spirits Of Fire

Spirits Of Fire

Frontiers (2019)
Από τον Σπύρο Κούκα, 13/02/2019
To ντεμπούτο του Spirits Of Fire supergroup μοιάζει προορισμένο να διχάσει
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Διαβάζω τα ονόματα των μουσικών του νέου supergroup που ξεπηδάει δισκογραφικά από τις τάξεις της - γνωστής για ανάλογα project - Frontiers και, πραγματικά, τρίβω τα μάτια μου για το all star line-up των Spirits Of Fire. Οι κύριοι Tim "Ripper" Owens (ex- Judas Priest, ex-Iced Earth μεταξύ άλλων), Chris Caffery (Savatage, Trans-Siberian Orchestra), Steve DiGiorgio (Testament, ex-Death, ex-Sadus) και Mark Zonder (Warlord, ex-Fates Warning), άλλωστε, κουβαλούν στις πλάτες τους μια τεράστια ιστορία κορυφαίων συνεργασιών κι εξαιρετικών δίσκων, οπότε μια κοινή τους σύμπραξη δεδομένα δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη στο heavy metal μικρόκοσμο.

Μάλιστα, με το δελτίο τύπου να αναφέρεται στην κυκλοφορία του ομότιτλου Spirits Of Fire ντεμπούτου και να το συγκρίνει ως ένα ευτυχές συναπάντημα των κλασικών Judas Priest με τους Savatage, τα δεδομένα ήταν ξεκάθαρα ο δίσκος είτε θα ήταν φανταστικός και θα επιτελούσε το απαραίτητο reboot που χρειάζεται η καριέρα του Tim "Ripper" Owens, είτε - και πολύ πιο πιθανόν - θα ακολουθούσε τα πρότυπα τόσων και τόσων κυκλοφοριών από ανάλογα supergroups, μην ξεφεύγοντας από τη χρυσή μετριότητα.

Παρ' όλα αυτά, η παρουσία του Roy Z ως παραγωγού και κατευθυντήριου μοχλού του όλου εγχειρήματος έδινε κάποια βάση ώστε να ελπίζουμε για το καλύτερο δυνατόν, ενώ το πρώτο δείγμα από το άλμπουμ με το εναρκτήριο "Light Speed Marching" υπήρξε ενθαρρυντικό, έστω κι αν το ίδιο δεν αποτελεί κάποια τρομερή σύνθεση στην πραγματικότητα. Έτσι κι αλλιώς, στο μυαλό μου, εφόσον οι Spirits Of Fire κατάφερναν να κινηθούν στα ποιοτικά επίπεδα των Charred Walls Of The Damned (ή έστω των Beyond Fear) θα ήμουν επαρκώς ικανοποιημένος, αν όχι καλυμμένος που ο αγαπημένος Αμερικάνος τραγουδιστής κατάφερε να τραγουδίσει ξανά σε κάτι έστω αξιοπρεπές μετά από καιρό.

Ίσως, αυτός είναι και ο λόγος που μετά το τέλος αρκετών ακροάσεων του άλμπουμ δεν ένιωθα ως αβαρία την κάθε επόμενη επαφή μου με αυτό, καθώς το χαμηλό επίπεδο των προσδοκώμενων υπερκεράστηκε μάλλον εύκολα. Προς Θεού, δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιον μνημειώδη δίσκο, αλλά τουλάχιστον τα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό του στέκονται αξιοπρεπέστατα, κρατώντας το ενδιαφέρον μέχρι τέλους παρά τα επί μέρους filler-άκια κατά τη ροή του.

Η αλήθεια, βέβαια, είναι αμείλικτη, όσο κι αν προσπαθούμε να κάνουμε τα στραβά μάτια. Ο Ripper έχει να τραγουδήσει σε ξεκάθαρα σπουδαίο δίσκο από το "The Glorious Burden" των Iced Earth, πίσω στο 2004 (με το "Gazing At Medusa" των Tourniquet, αντίστοιχα, να είναι ο πιο πρόσφατος πραγματικά καλός - έστω κι αν εκεί εμφανίζεται σε μια εκτεταμένη guest συμμετοχή), ο Caffery (που έχει επιμεληθεί το μεγαλύτερο μέρος της συνθετικής διαδικασίας) είναι ένας εξαιρετικός κιθαρίστας αλλά ως συνθέτης έχει εμφανείς αδυναμίες και συγκεκριμένα όρια (τα οποία φαίνονται κι εδώ), ενώ DiGiorgio και Zonder αποτελούν ένα «άχαστο» rhythm section, αλλά μοιάζουν εγκλωβισμένοι στη session-άδικη φύση τους.

Υπό άλλες συνθήκες, αν το παρόν άλμπουμ κυκλοφορούσε από κάποια νέα, άγνωστη μπάντα του χώρου, θα μιλούσαμε για τις προοπτικές που αφήνει να διαφανούν για μια ακόμη καλύτερη συνέχεια, θα αναφερόμασταν σε πλεονεκτήματα και τρωτά σημεία, αλλά θα είμασταν πιο επιεικείς συνολικά απ' ό,τι ίσως καταλήγουμε τώρα. Όμως, οι μουσικοί που απαρτίζουν τους Spirits Of Fire μονάχα χθεσινοί δεν είναι στη μεταλλική πιάτσα και οποιαδήποτε επιείκεια ή χαριστικό σχόλιο μονάχα καλό δεν θα ήταν, πρώτα και κύρια για τους ίδιους και τη μέχρι τώρα καριέρα τους. Έτσι, ένα συμπαθητικό άλμπουμ παραδοσιακού metal (το οποίο, παραδόξως, τηρεί τον Judas Priest-meets-Savatage προσδιορισμό του - φυσικά υφολογικά και μόνο) που θα λάμβανε μερικές τίμιες αλλά πεπερασμένου αριθμού ακροάσεις μοιάζει καταδικασμένο να συνθλιβεί υπό το βάρος των προσδοκιών, βρισκόμενο να χάνεται τελικά στη λήθη του χρόνου.

  • SHARE
  • TWEET