Όποτε φιλοτιμηθεί να γράψει καμιά αράδα, κυρίως έχει να κάνει με το ευρύτερο φάσμα του σύγχρονου punk-rock, αλλά δε θα ντραπεί να κάνει τον ειδήμονα σε πολλαπλά ταμπλό, για τα οποία δεν ξέρει σχεδόν...
Πάλι στριφογυρνάνε διάφορα στο μυαλό μου. Είναι ελάχιστες φορές το χρόνο που πετυχαίνω μία κυκλοφορία που μου προκαλεί αναστάτωση σε τέτοιο βαθμό. Σ' αυτή την κατηγορία βρίσκονται λοιπόν οι One Less Reason, έτσι, από το πουθενά.
Αγαπημένο μουσικό είδος το αμερικανικό alternative rock, είδος που στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού μπορεί να εκπροσωπείται από αμέτρητες μπάντες, αλλά σπάνια καταφέρνουν να έρθουν από Ευρώπη μεριά, πράγμα απογοητευτικό, γιατί βρίσκει κανείς διαμαντάρες καμιά φορά. Θα μου πεις, φίλε, ποιος Ατλαντικός και ποια Ευρώπη, λες και υπάρχει κάτι που να περιορίζει το pc σου να εξερευνήσει το μουσικόκοσμο άλλων ηπείρων, άλλα, όπως προείπα, για να ξεχωρίσει κανείς από τη μάζα, πρέπει να έχει αυτό το κάτι. Στην περίπτωση μας αυτό το κάτι ήταν η ευλογία του Brent Smith.
Ποιος Brent Smith, ρωτάς; Aww, κοίτα τι με αναγκάζεις να κάνω. Μάστορες, λοιπόν, του μοντέρνου αυτού ήχου θεωρούμε τους Shinedown. Όνομα που θα πετάξω τουλάχιστον άλλες τρεις με τέσσερις φορές στο κείμενο αυτό. Έχοντας σαρώσει τα πάντα με τον τρίτο δίσκο τους, "Sound Of Madness", το 2008, δικαίως αποτελούν σημείο αναφοράς και σύγκρισης για οτιδήποτε παρεμφερές εμφανίζεται. Ο κύριος Smith, λοιπόν, είναι ο frontman της μπάντας, στιχουργός της και κάτοχος μίας από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές στο σύγχρονο μουσικό στερέωμα.
Ωραία, το τακτοποιήσαμε αυτό, ας μιλήσουμε και για τα «ψυχοπαίδια» του. Οι One Less Reason κυκλοφορούν τον τρίτο τους δίσκο και ξεχωρίζουν απότομα από τις πολλές εκείνες, εχμ, radio friendly (;) rock μπάντες της σκηνής. Μέχρι να γίνει αυτό ζούσαν κάτω από τη σκιά της ασημότητας (ακόμη δηλάδη), φαντάσου πως τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο δεν έχουν καν αγγλική καταχώρηση στη Wikipedia, μόνο μία δανέζικη, και αυτή έχει να γίνει update κοντά ένα χρόνο. Anyway, I digress, στο δίσκο λοιπόν.
«Its getting hard to believe that things are gonna get better, you let go to see just how hard I will fall», έτσι μας υποδέχονται, μαζί με ακουστικές κιθάρες σε αυτό το intro μισαλέπτου. Μόνο από αυτό, καταλαβαίνεις ότι δε θα ακούσεις τίποτα χαρούμενο και upbeat σ' αυτό το δίσκο, μόνο αρνητισμό, θυμό, θλίψη, απογοήτευση και μίσος. Όλα αυτά βέβαια πηγάζουν από την αγάπη και αν δεν κατάλαβες τι εννοώ, στα λέει ο Cris Brown εξαιρετικότατα στο "Love Song", που θέλει και δεύτερο ζευγάρι εισαγωγικά, γιατί μόνο ερωτοτράγουδο δεν είναι. Σε πιάνει κατευθείαν από τα μούτρα και αν είσαι fan του ήχου, θα καταλάβεις από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα ότι πρόκειται για κομματάρα.
Μπαλαντοειδές κομμάτια φαίνεται να είναι και αυτά το φόρτε τους. Βλέπε το δίδυμο "Someday" και "No You, No Me" και αναρωτήσου γιατί κατάφεραν να κάνουν καριέρα οι Nickelback και δαύτοι δεν έχουν καν συμβόλαιο. Στίχοι με νόημα, refrain άκρως πιασάρικα, εξαιρετικό chord progression και το επιτυχιόμετρο της μαμάς μου βάρεσε κόκκινο. Είναι η προσωπική μου, αντικειμενική ανιχνεύτρια χιτακίου. Αν αρέσει στη μάνα μου, ενδέχεται να αρέσει σε όλους. Δεν εντοπίζω μέτριο τραγούδι στο δίσκο, το "Faces" με τα εξαιρετικά κιθαρίστικα σημεία του, το καταπληκτικό single "Seasons", με τη συμμετοχή του προαναφεθέντα Smith, το δακρύβρεχτο "Ghost", που εξιστορεί τον άδικο θάνατο ενός κοντινού προσώπου τους Brown, με τον πανέμορφο στίχο «A heart made of gold doesn't mean it's for sale», χρυσάφι πραγματικά.
Προσωπικές αδυναμίες είναι δύο. Η πρώτη ακούει στο "Everything Changes", με ένα intro που αποπνέει κλασσικό rock, κουπλέ που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να κάνει build up σε ένα από τα καλύτερα refrain που άκουσα φέτος. Υπακούει τυφλά στις νόρμες που επιβάλλει το πετυχημένο μοντέρνο rock, ώστε ένα απλό κομμάτι να γίνεται αυτομάτως κομματάρα. Η συνταγή είναι τόσο απλή, αλλά σπάνια φαίνεται να πετυχαίνει, όμως οι One Less Reason είναι μυημένοι από τους καλύτερους. Τέλος, έχουμε το "The Distance", μία εξάλεπτη πονεμένη ιστορία, στην οποία θα προτιμήσω να μην εμβαθύνω, ανακαλύψτε μόνοι σας τη μαγεία. Στιχουργικά, πάντως, είναι ό,τι πιο άρτιο άκουσα φέτος.
Αυτή εδώ δεν ήταν μία κριτική, ήταν πρόταση, φιλική μάλιστα. Αξίζει τον κόπο και το χρόνος σας, αλήθεια.
Ps: Shinedown, Shinedown, Shinedown
Αγαπημένο μουσικό είδος το αμερικανικό alternative rock, είδος που στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού μπορεί να εκπροσωπείται από αμέτρητες μπάντες, αλλά σπάνια καταφέρνουν να έρθουν από Ευρώπη μεριά, πράγμα απογοητευτικό, γιατί βρίσκει κανείς διαμαντάρες καμιά φορά. Θα μου πεις, φίλε, ποιος Ατλαντικός και ποια Ευρώπη, λες και υπάρχει κάτι που να περιορίζει το pc σου να εξερευνήσει το μουσικόκοσμο άλλων ηπείρων, άλλα, όπως προείπα, για να ξεχωρίσει κανείς από τη μάζα, πρέπει να έχει αυτό το κάτι. Στην περίπτωση μας αυτό το κάτι ήταν η ευλογία του Brent Smith.
Ποιος Brent Smith, ρωτάς; Aww, κοίτα τι με αναγκάζεις να κάνω. Μάστορες, λοιπόν, του μοντέρνου αυτού ήχου θεωρούμε τους Shinedown. Όνομα που θα πετάξω τουλάχιστον άλλες τρεις με τέσσερις φορές στο κείμενο αυτό. Έχοντας σαρώσει τα πάντα με τον τρίτο δίσκο τους, "Sound Of Madness", το 2008, δικαίως αποτελούν σημείο αναφοράς και σύγκρισης για οτιδήποτε παρεμφερές εμφανίζεται. Ο κύριος Smith, λοιπόν, είναι ο frontman της μπάντας, στιχουργός της και κάτοχος μίας από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές στο σύγχρονο μουσικό στερέωμα.
Ωραία, το τακτοποιήσαμε αυτό, ας μιλήσουμε και για τα «ψυχοπαίδια» του. Οι One Less Reason κυκλοφορούν τον τρίτο τους δίσκο και ξεχωρίζουν απότομα από τις πολλές εκείνες, εχμ, radio friendly (;) rock μπάντες της σκηνής. Μέχρι να γίνει αυτό ζούσαν κάτω από τη σκιά της ασημότητας (ακόμη δηλάδη), φαντάσου πως τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο δεν έχουν καν αγγλική καταχώρηση στη Wikipedia, μόνο μία δανέζικη, και αυτή έχει να γίνει update κοντά ένα χρόνο. Anyway, I digress, στο δίσκο λοιπόν.
«Its getting hard to believe that things are gonna get better, you let go to see just how hard I will fall», έτσι μας υποδέχονται, μαζί με ακουστικές κιθάρες σε αυτό το intro μισαλέπτου. Μόνο από αυτό, καταλαβαίνεις ότι δε θα ακούσεις τίποτα χαρούμενο και upbeat σ' αυτό το δίσκο, μόνο αρνητισμό, θυμό, θλίψη, απογοήτευση και μίσος. Όλα αυτά βέβαια πηγάζουν από την αγάπη και αν δεν κατάλαβες τι εννοώ, στα λέει ο Cris Brown εξαιρετικότατα στο "Love Song", που θέλει και δεύτερο ζευγάρι εισαγωγικά, γιατί μόνο ερωτοτράγουδο δεν είναι. Σε πιάνει κατευθείαν από τα μούτρα και αν είσαι fan του ήχου, θα καταλάβεις από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα ότι πρόκειται για κομματάρα.
Μπαλαντοειδές κομμάτια φαίνεται να είναι και αυτά το φόρτε τους. Βλέπε το δίδυμο "Someday" και "No You, No Me" και αναρωτήσου γιατί κατάφεραν να κάνουν καριέρα οι Nickelback και δαύτοι δεν έχουν καν συμβόλαιο. Στίχοι με νόημα, refrain άκρως πιασάρικα, εξαιρετικό chord progression και το επιτυχιόμετρο της μαμάς μου βάρεσε κόκκινο. Είναι η προσωπική μου, αντικειμενική ανιχνεύτρια χιτακίου. Αν αρέσει στη μάνα μου, ενδέχεται να αρέσει σε όλους. Δεν εντοπίζω μέτριο τραγούδι στο δίσκο, το "Faces" με τα εξαιρετικά κιθαρίστικα σημεία του, το καταπληκτικό single "Seasons", με τη συμμετοχή του προαναφεθέντα Smith, το δακρύβρεχτο "Ghost", που εξιστορεί τον άδικο θάνατο ενός κοντινού προσώπου τους Brown, με τον πανέμορφο στίχο «A heart made of gold doesn't mean it's for sale», χρυσάφι πραγματικά.
Προσωπικές αδυναμίες είναι δύο. Η πρώτη ακούει στο "Everything Changes", με ένα intro που αποπνέει κλασσικό rock, κουπλέ που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να κάνει build up σε ένα από τα καλύτερα refrain που άκουσα φέτος. Υπακούει τυφλά στις νόρμες που επιβάλλει το πετυχημένο μοντέρνο rock, ώστε ένα απλό κομμάτι να γίνεται αυτομάτως κομματάρα. Η συνταγή είναι τόσο απλή, αλλά σπάνια φαίνεται να πετυχαίνει, όμως οι One Less Reason είναι μυημένοι από τους καλύτερους. Τέλος, έχουμε το "The Distance", μία εξάλεπτη πονεμένη ιστορία, στην οποία θα προτιμήσω να μην εμβαθύνω, ανακαλύψτε μόνοι σας τη μαγεία. Στιχουργικά, πάντως, είναι ό,τι πιο άρτιο άκουσα φέτος.
Αυτή εδώ δεν ήταν μία κριτική, ήταν πρόταση, φιλική μάλιστα. Αξίζει τον κόπο και το χρόνος σας, αλήθεια.
Ps: Shinedown, Shinedown, Shinedown