Eloy

The Vision, The Sword And The Pyre (Part I)

Artist Station (2017)
Από τον Σπύρο Κούκα, 10/01/2018
Η πρώτη πράξη του διμερούς concept για τη ζωή και τα έργα της Ιωάννας της Λωραίνης βρίσκει τους Eloy πρωτίστως αφηγηματικούς, να επενδύουν κυρίως στις ατμοσφαιρικές δυναμικές της μουσικής τους
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ένα από τα σπουδαιότερα προοδευτικά σχήματα που ξεπετάχτηκαν από τη Γερμανία τη χρυσή εποχή των '70s, οι μυθικοί (και ιδιαίτερα αγαπητοί στη χώρα μας) Eloy, επανεμφανίστηκε προσφάτως με νέα δισκογραφική δουλειά. Περίπου οκτώ χρόνια έπειτα από το "Visionary", το οποίο γενικά πέρασε απαρατήρητο την εποχή που βγήκε (παρά την παρουσία του στα γερμανικά charts), ο Frank Bornemann επανέφερε στην ενεργό δράση το σχήμα, έχοντας ολοκληρώσει το πρώτο σκέλος της μεγαλεπήβολης rock opera με θέμα τη ζωή και τα έργα της Ιωάννας της Λωρραίνης.

Με τη συγκεκριμένη προσωπικότητα να τον απασχολεί καλλιτεχνικά ήδη από τις αρχές των ‘90s (αφού αναφορές στην Jeanne D’Arc υπάρχουν εμφανώς στα "Destination" και "The Tides Return Forever" άλμπουμ), ήταν ξεκάθαρο πως ο Γερμανός μουσικός ήθελε να δημιουργήσει μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη θεματική διλογία σχετικά. Για την ώρα όμως, κι έχοντας στα χέρια μας μονάχα το πρώτο από τα δύο μέρη του concept, ο δίσκος αναπόφευκτα κρίνεται πρωτίστως ως μεμονωμένο δημιούργημα κι ακολούθως σαν μέρος ενός συνολικότερου έργου.

Έτσι, στον νέο δίσκο των Γερμανών, ακολουθείται μια παρόμοια συνθετική και δομική λογική με τα post - "Destination" άλμπουμ τους, κρατώντας εκουσίως σημαντικές αποστάσεις από τα '70s και '80s μουσικά τους πρόσωπα. Ουσιαστικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως το πρώτο μέρος του "The Vision, The Sword And The Pyre" concept ομοιάζει περισσότερο με τα "Visionary" και "The Tides Return Forever" παρά με κάποιο από τα υπόλοιπα έργα τους, βασιζόμενο - σε βαθμό σχεδόν ολοκληρωτικό - στις ατμοσφαιρικές δυναμικές του για να εντείνει τις εντυπώσεις.

Εκ των πραγμάτων, αυτή η προσέγγιση, λόγω και της φύσης του δίσκου, μοιάζει φυσιολογική, με αποτέλεσμα τα πλήκτρα και οι ατμοσφαιρικές αφηγήσεις να υπερισχύουν των υπολοίπων χαρακτηριστικών. Γεγονός είναι, πάντως, πως προβληματικές δεν εμφανίζονται επ' ουδενί, παρά την απόλυτη επιβολή των προαναφερθέντων στοιχείων στη ροή του άλμπουμ. Τουναντίον, οι φωνές που έχουν επιλεχθεί για τις αφηγήσεις επιτελούν αρκούντως ικανοποιητικά τη δουλειά τους, ενώ η ροή του υλικού μοιάζει συνεχής κι απρόσκοπτη.

Παράλληλα, οι μικρές αναφορές στο παρελθόν της μπάντας, αλλά και οι συγγενικοί δεσμοί που εκείνη έχει με τους Pink Floyd από τις αρχές κιόλας της πορείας της, καταφέρνουν και προσφέρουν ευχάριστους συνειρμούς, δίχως να αποπροσανατολίζουν από την ουσία του concept. Μοναδικό παράπονο, λοιπόν, στέκεται το γεγονός της ανισομέρειας μεταξύ των keyboard και των κιθαριστικών μερών, με την πλάστιγγα να γέρνει εμφανώς υπέρ των πρώτων, αλλά και της σχεδόν υποτονικής παρουσίας των τυμπάνων, που διατηρούν έναν υποστηρικτικό/δευτερεύοντα ρόλο καθ' όλη τη διάρκεια.

Πάντως, οφείλω να ομολογήσω πως ουδεμία στιγμή κατά την ακρόαση του άλμπουμ δεν έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να δώσει κάποιο καλλιτεχνικό «άλλοθι» στον (σύντομα) 73 χρόνων mainman των Eloy, λόγω των θρυλικών παρελθοντικών έργων του, αφού η κάθε επιπλέον ακρόαση του "The Vision, The Sword And The Pyre (Part I)" ξεδίπλωνε όλο και περισσότερο το όραμα του για αυτό. Και, δεδομένων των συνθηκών, το γεγονός ότι ακόμη κι έπειτα από μια τόσο μακροχρόνια και ποιοτική καριέρα, συνεχίζει να θέτει και να υλοποιεί επιτυχώς νέους καλλιτεχνικούς στόχους, φαντάζει ως ένα αδιαμφισβήτητο αρτιστικό παράσημο.

  • SHARE
  • TWEET