Atlantean Kodex

The Course Of Empire

Ván (2019)
Από τον Σπύρο Κούκα, 28/08/2019
Ένα έργο επιβλητικό και ασύγκριτο, το οποίο έρχεται να ολοκληρώσει τον ήδη γιγαντωμένο μύθο των Atlantean Kodex ως μιας από τις πιο καλαίσθητες και ταλαντούχες μπάντες των τελευταίων χρόνων
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Τι σου είναι ο χρόνος. Έξι χρόνια πέρασαν από τότε που η Λευκή Θεά των Atlantean Kodex έγραψε ακόμη μια ολόχρυση σελίδα για το epic metal ιδίωμα, με το κάθε έτος να περνά σαν κόκκος άμμου που διασχίζει το στένεμα μιας κλεψύδρας που δεν αναποδογυρίζεται. Βλέπετε, οι εκ Βαυαρίας ορμώμενοι δημιουργοί χρειάστηκαν χώρο και χρόνο για να ολοκληρώσουν τον άξιο διάδοχο του "The White Goddess", ενός δίσκου που πλέον μπορεί να κριθεί εκ του ασφαλούς ως ένα από τα σημαντικότερα σε αξία και ειδικό βάρος άλμπουμ της δεκαετίας που σε λίγους μήνες μας αφήνει. Επίτευγμα αν μη τι άλλο εξέχον, καθώς κάθε στιγμή που περνά εντείνει εκείνη την πεσιμιστική πεποίθηση πως ανάμεσα στα άλμπουμ που έχεις ακούσει και σε εκείνα που προσδοκείς να γνωρίσεις, το παρελθόν φαντάζει να υπερτερεί σε κάθε του έκφανση.

Στο νέο δίσκο αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο η ερμηνευτική επαναπροσέγγιση του Markus Becker στα φωνητικά μοτίβα του hard rock/pomp rock των '70s/early '80s

Βέβαια, το παραπάνω δεν φαίνεται να ισχύει στο ελάχιστο για το τρίτο ολοκληρωμένο πόνημα των Βαυαρών, καθώς το πανέμορφο και τόσο ταιριαστό εξώφυλλο που φιλοτέχνησε ο Mariusz Lewandowski (ο οποίος ευθύνεται και για τα - πράγματι εξαιρετικά - artwork στο "Mirror Reaper" των Bell Witch, το "Portent" των blacksters False και το "The Grand Descent" των crust/deathsters Fuming Mouth, μεταξύ άλλων) ωθεί ακούσια το θυμικό μας στο κυνήγι εκείνων που βρίσκονται θαμμένα και σχεδόν σβησμένα μέσα του, σε ένα υμνικό παρελθόν που λούζεται από φως. Έτσι, ο προσδιορισμός του πολυαναμενόμενου δεν αποτελεί υπερβολή, καθώς το "The Course Of Empire" έρχεται να ολοκληρώσει τον ήδη γιγαντωμένο μύθο των Atlantean Kodex ως μιας από τις πιο καλαίσθητες και ταλαντούχες μπάντες των τελευταίων χρόνων.

Αφού η προβληματική της αποχώρησης του Michael Koch (ο οποίος έχει συμμετοχή στο νέο δίσκο), επί χρόνια lead κιθαρίστα της μπάντας, ξεπεράστηκε με την προσθήκη της Coralie Baier (των thrashers Antipeewee), το κουιντέτο προχώρησε με περίσσεια αυτοπεποίθηση και σύνεση για τις ικανότητες και τα όσα μπορεί να προσφέρει, παραθέτοντας μας την - πιθανότατα και με επίγνωση της βαρύτητας της συγκεκριμένης δήλωσης - αρτιότερη δουλειά του μέχρι στιγμής, ένα έργο επιβλητικό και ασύγκριτο, προορισμένο εν τη γενέσει του να τοποθετηθεί ως ίσο ανάμεσα στα πιο σπουδαία αριστουργήματα του σκληρού ήχου.

Αφήνοντας στην άκρη για την ώρα τις κυρίαρχες επιρροές τους, ένα αόρατο νήμα συνδέει στιγμιαία το "The Course Of Empire" με το "Argus" των Wishbone Ash, τους Uriah Heep και το "From The Fjords" των Legend, τους Styx και τους Magnum, ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με την επακολουθία και τη ροπή των φωνητικών γραμμών του Markus Becker. Κοινώς, στο νέο δίσκο αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο η ερμηνευτική επαναπροσέγγιση του Γερμανού τραγουδιστή στα φωνητικά μοτίβα του hard rock/pomp rock των ‘70s/early ‘80s, ενώ η εξεζητημένη δουλειά και το βάρος που έχει ρίξει στα χορωδιακά στοιχεία και τις πολυφωνίες/choirs φαντάζει σεμιναριακού επιπέδου, ειδικά με τον τρόπο που εντάσσονται εκείνα και τους χρωματισμούς που προσθέτουν στον τελικό καμβά του υλικού.

Το "The Course Of Empire" αποτελεί ένα δημιούργημα που κάθε του στιγμή εξυψωτικού μεγαλείου περικλύει μέσα της μια στιγμή συναισθηματικής συντριβής

Ωστόσο, είναι προφανές πως δεν μιλάμε για ένα hard rock άλμπουμ, αλλά για έναν αμιγώς epic/doom metal δίσκο, έστω κι αν η χρήση ανάλογων προσδιορισμών μαλλον περιορίζει την αντίληψη μας για το πολυσύνθετο της φύσης του. Έτσι, εκκινώντας από την πολυσχιδή στιχουργική θεματολογία του, η οποία μπλέκει αρμονικά ιστορικά και μυθολογικά πρόσωπα και γεγονότα με ένα ποιητικό βάθος που σπανίζει και καταλήγοντας στο αλαβάστρινο, επικολυρικό του μουσικό περιεχόμενο, το "The Course Of Empire" αποτελεί ένα δίσκο που κάθε του στιγμή εξυψωτικού μεγαλείου περικλύει μέσα της μια στιγμή συναισθηματικής συντριβής. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να συμβαίνει κάτι διαφορετικό, όταν η γήινη υπερβατικότητα των πιο συναισθηματικά φορτισμένων Bathory στιγμών συναντά τη μνημειώδη μεγαλοπρέπεια των παλιών Manowar και την επιβλητική epic doom φύση των Candlemass (και Doomsword), όλα αυτά με έναν κιθαριστικό ήχο που χρωστά τα μέγιστα στη σμιλεμένη από φωτιά κι ατσάλι εποποιία του τεράστιου Mark "The Shark" Shelton των Manilla Road.

Οι φόρμες των συνθέσεων μοιάζουν να ακολουθούν το ορθολογικό πλαίσιο του epic doom ήχου, όντας μακροσκελείς σε χρονική διάρκεια και αναπτύσσοντας τα ποικίλα θέματα τους με τρόπο στωικό, την ίδια στιγμή που μικρά επί μέρους στοιχεία διαφοροποιούν τη μανιέρα και συναρπάζουν. Παράδειγμα επ’ αυτού αποτελούν τα όσα το rhythm section της μπάντας παραθέτει εδώ, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον τομέα τον drums, αφού είναι εντυπωσιακό πως ενώ σε πρώτο χρόνο και με τις εναρκτήριες ακροάσεις να «τρέχουν», το ρυθμικό υπόβαθρο μοιάζει ιδανικά υποστηρικτικό, αλλά όντας στο background των όσων συμβαίνουν. Αντιθέτως, μόλις ο ακροατής εξοικειωθεί με τις συνθέσεις, ο ρόλος του αναδεικνύεται στη βαρύτητα που πραγματικά του αρμόζει, με τα τύμπανα να είναι ανά στιγμές ευρηματικά και να παρουσιάζουν μια ευρεία ποικιλία ρυθμών και διαθέσεων, πάντα με γνώμονα τη καλύτερη λειτουργία τους εντός της εκάστοτε σύνθεσης.

Όσο για τις συνθέσεις καθεαυτές, πραγματικά, ο δίσκος ακούγεται εξ ολοκλήρου και απολαμβάνεται στην ολότητα του, ως ένα αυτούσιο δημιούργημα εξίσου συναρπαστικό με καθεμιά από τις επί μέρους στιγμές που κάποιος μπορεί να ξεχωρίσει. Το ήδη γνωστό "People Of The Moon" ακολουθεί τις γνωστές Atlantean Kodex φόρμες παραπάνω από επιτυχώς (και φιλοξενεί ένα guest solo του Jeff Black των Gatekeeper), ενώ το "Chariots" φαντάζει ήδη μια από τις κορυφαίες συνθέσεις που έχουμε ακούσει φέτος, χαράζοντας διαδρομές ανάμεσα σε σημεία που αιωρούνται στην επικολυρική υπερβατικότητα και σε άλλα που κείτονται στα εδάφη της doom συντριβής και μια φωνητική ερμηνεία από τον Becker (ειδικά σε ό,τι αφορά την εκφορά και τον τονισμό συγκεκριμένων στίχων) που αποστομώνει οποιονδήποτε θεώρησε την απόλυτα κοντρολαρισμένη και ισορροπημένη ερμηνευτική του προσέγγιση ως δείγμα αδυναμίας.

Το αέρινο "The Innermost Light", το χρονικά μικρότερο «κανονικό» τραγούδι του άλμπουμ, ορίζεται από τον εμβατηριακό ρυθμό των τυμπάνων και τα φωνητικά του Becker, με την πιο λιτή του προσέγγιση (και τον κιθαριστικό μινιμαλισμό που παρουσιάζει) να αναδεικνύουν τη πομπώδη φύση των πολυφωνικών του σημείων. Εξίσου ξεχωριστό ως προς αυτό το χαρακτηριστικό διακρίνεται και το "He Who Walks Behind The Years", όπου η επιρροή του πάλαι ποτέ κραταιού hard rock/pomp rock είναι παραπάνω από εμφανής στις μελωδικές γραμμές των φωνητικών, ενώ η κλιμάκωση του είναι υποδειγματική, ωθώντας μας να μιλήσουμε για ένα απίστευτα κολλητικό, σχεδόν "hit" θα έλεγε κάποιος (παρά τα σχεδόν εννέα λεπτά της διάρκειας του) άσμα, εφάμιλλο κατ’ αντιστοιχία με το μαγευτικό "Twelve Stars And An Azure Gown".

Το μουσικό και στιχουργικό πλαίσιο του δίσκου δίνει πάτημα για επιπλέον υφολογικές/νοηματικές συνδέσεις του με ιστορικά άλμπουμ του παρελθόντος

Η κορύφωση, βέβαια, συμβαίνει, ιδανικά με το κλείσιμο του δίσκου και το ομώνυμο αυτού τραγούδι, ένα εντεκάλεπτο έπος που ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο το γενικότερο μουσικό και στιχουργικό (με αλληγορικές, ιστορικές και λογοτεχνικές αναφορές στην πορεία της Ευρώπης ανά τον καιρό) πλαίσιο του άλμπουμ και δίνει πάτημα για επιπλέον υφολογικές/νοηματικές συνδέσεις του με ιστορικά άλμπουμ του παρελθόντος. Έτσι, η θύμηση των Warlord και του "Holy Empire" άλμπουμ τους (που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με το "The White Goddess") δεν συμβαίνει τόσο λόγω ύφους (παρόλο που υπάρχουν παραλληλισμοί), όσο εξαιτίας της - κατά μία έννοια κοντινής - θεματικής προσέγγισης των δύο δίσκων, έστω κι αν η στιχουργική προσέγγιση των Αμερικάνων είναι σαφώς πιο απλή και δωρική, με ξεκάθαρες χριστιανικές προεκτάσεις και δίχως τη θεματολογική συγκέντρωση που παρουσιάζουν οι Atlantean Kodex. Από την άλλη, μια αναφορά στο "Piece Of Mind" επίσης δεν θα ήταν εκτός λογικής, αφού το "The Course Of Empire" φαίνεται να χρωστά πολλά περισσότερα από όσα φαίνονται εξαρχής στην ύπαρξη του τέταρτου δίσκου των Iron Maiden, τη συνθετική ωριμότητα και την επικότροπη αύρα του οποίου πολλοί εζήλεψαν, αλλά λίγοι κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν ως επιρροή με τρόπο προσωπικό και δημιουργικό.

Σημασία, τελικά, έχει να μπορούμε να διακρίνουμε, μέσα σε αυτόν τον σύγχρονο μουσικό κυκεώνα, εκείνες τις δημιουργίες που αξίζουν να τους δώσουμε διάρκεια και χώρο, ώστε ακόμη και αυτές οι μικρές στιγμές μουσικών απολαύσεων να μπορούν να προσδώσουν νόημα και χρώμα στη γκρίζα καθημερινότητα. Άλλωστε, με τους μουσικούς ήρωες μιας συνεχώς αναπολούμενης εποχής να φεύγουν ο ένας μετά τον άλλον χωρίς λέξη, αυτό που παραμένει είναι μονάχα η θύμηση και η κληρονομιά των έργων τους, αφήνοντας στη θέση τους να κουρνιάσουν νέοι ήρωες, τα έργα και τις ημέρες των οποίων οφείλουμε να αισθανόμαστε τυχεροί που βιώνουμε σε πρώτο χρόνο.

  • SHARE
  • TWEET