Band Of Skulls

Sweet Sour

Vagrant (2012)
Από την Εριφύλη Παναγούλια, 29/03/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Σε ένα μουσικό ιδίωμα που έσπειραν οι White Stripes και θερίζουν ακόμα καρπούς οι Black Keys, οι συνθήκες για το τρίο από το Southampton, φαίνονται ανθόσπαρτες. Τρία χρόνια ύστερα από το "Baby Darling Doll Face Honey" και την ανάλογη θετική αποδοχή από κριτικούς, νέο-blues, αλλά και indie οπαδούς, επιστρέφουν με την δύσκολη αποστολή να καλύψουν τις απαιτήσεις που δημιούργησε το ντεμπούτο τους.

Είναι λίγο άχαρος αυτός ο ρόλος, αφού αυτό που περίμεναν όλοι οι προαναφερθέντες από τους Band Of Skulls θα ήταν τουλάχιστον να διατηρήσουν μία σταθερή, αν όχι ανοδική πορεία. Το "Sweet Sour" κινείται στα πλαίσια του πρώτου άλμπουμ, αλλά ταυτόχρονα παλεύει να διαφοροποιηθεί. Κινείται κυρίως σε δύο βασικούς μουσικούς άξονες. Ο πρώτος είναι λίγο πολύ γνωστός. Κοφτερά riff, διπλά «boy-girl» φωνητικά και μια νεωτεριστική blues-garage άποψη να διαπερνά τις συνθέσεις τους. Ο άλλος, ακουμπά περισσότερο σε μελωδικά μέρη με μια πιο folk-indie και εν γένει πιο «αγγλική» προσέγγιση στην μουσική τους, που προφανώς και δεν μπορούν να αποφύγουν λόγω καταγωγής. Καταφέρνουν μάλιστα να ντύσουν τις συνθέσεις τους με μια πιο συναισθηματική χροιά, που ακούμε για πρώτη φορά από αυτούς. Το "Navigate" και το "Hometowns" παλεύουν σθεναρά για την επικράτηση του τίτλου της πιο ταξιδιάρικης σύνθεσης του άλμπουμ, κρύβοντας μια μελαγχολική διάθεση. Το "Lay My Head Down" κινείται στα ίδια πλαίσια, αλλά επιφυλάσσει μια μικρή έκπληξη, χαμηλοκουρδίζοντας προς το τέλος τις κιθάρες του, ξεφεύγοντας από το ρομαντικό, easy-listening mood που έχει χτίσει στις αρχές του. Σαφέστατα παρουσιάζουν κάποιες νέες ιδέες στην μουσική τους, αν και ομολογουμένως πειραματίζονται πάνω σε κλασσικές για το είδος φόρμες, χωρίς να έχουν κάτι ιδιαίτερα καινούριο να παρουσιάσουν.

Όμως οι γλυκόπικρες συνθέσεις δεν είναι αυτές που έφεραν τους Band Of Skulls στο μουσικό προσκήνιο, το αντίθετο θα έλεγα. Μπορεί η συμμετοχή τους στο soundtrack του "Twilight Saga" (με το "Friends") να τους τίμησε, μιας και μέσα σε αυτό συμμετείχαν και μεγαθήρια της σκηνής, μεταξύ αυτών οι Radiohead και οι Muse, αλλά δύσκολα τους έκανε περισσότερο γνωστούς σε ένα target group δεκαπεντάχρονων που, κακά τα ψέματα, επικέντρωναν το ενδιαφέρον τους στο καλλωπισμένη κώμη του πρωταγωνιστή του. Οι μουσικές κοινωνικές τάξεις που αρέσκονται στη μουσική τους, διαφοροποιούνται κατά πολύ από την προαναφερθείσα ομάδα, και σίγουρα τους έχει εκτιμήσει για τα εύθυμα garage riff τους, με δόσεις blues κιθαριστικής βρωμιάς και παραμόρφωσης. Κι αυτό ακριβώς προσπαθούν καταφέρνουν στο υπόλοιπο μισό του άλμπουμ. Από το εναρκτήριο "Sweet Sour" δημιουργείται η ελπίδα ότι οι «Sotonians» δεν έχουν χάσει τίποτα από την αίγλη των συνθέσεων του "Baby Darling Doll Face Honey" και το "The Devil Takes Care Of His Own" ξεπροβάλει ως ουσιαστική συνεκτική μουσική γέφυρα μεταξύ των δύο άλμπουμ. Αν το riff του το έγραφε ο Jack White, σίγουρα δεν θα το έγραφε για τους White Stripes, αλλά για τους Raconteurs. Αλλά όπως διαλαλούν οι στίχοι του, μην τολμήσετε να μιλήσετε ποτέ γι’ αυτόν, «...there's evil at the root». Κι αν τολμήσετε, υπάρχει ένας γραβατωμένος, τύπου Reservoir Dogs-Kung Fu fighter στο video-clip που μπορεί να σας αλλάξει γνώμη. Με απλά λόγια αποτελεί την κορυφαία σύνθεση του άλμπουμ, που θα σας κολλήσει στο μυαλό, κατηγορηματικά όχι για την πρωτοτυπία της, αλλά για το groove της. Σε περίπου τα ίδια πλαίσια κινείται και το "You Are Not Pretty But You Got It Goin' On" που μαζί σχηματίζουν την αντίστοιχη δυάδα των κομματιών με άγριες και πιο heavy rock διαθέσεις της νέας δισκογραφικής δουλειάς των Band Of Skulls.

Το "Sweet Sour", τελικά, είναι μια προσπάθεια των Band Of Skulls να αποδείξουν ότι μπορούν να καταπιαστούν και με άλλες μουσικές φόρμες από αυτές που μας παρουσίασαν στο μικρό παρελθόν τους, βάζοντας μέσα του ιδέες που ελπίζω μελλοντικά να κατασταλάξουν, αλλά προς το παρόν στερούνται αυτής της ιδιαίτερης πρωτοτυπίας, που θα του έδινε και αντοχή στον χρόνο. Δείχνουν μέρος των ιδεών που υπάρχουν στις παρακαταθήκες τους, προβάλλοντας την ικανότητα τους και σε πιο ακουστικές συνθέσεις, αλλά εμμένοντας ταυτόχρονα και σε ήχους που τους έκαναν αγαπητούς στο κοινό, δίχως όμως να έχουν να δείξουν κάτι εντελώς καινούριο ή ξεχωριστό. Σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα κακό άλμπουμ, αλλά στην προσπάθειά του να σπάσει τα δεσμά του παρελθόντος, διχάζεται, χάνοντας την ευκαιρία να λάμψει.
  • SHARE
  • TWEET