Stereophonics

Graffiti On The Train

Stylus (2013)
Από τον Τάκη Κρεμμυδιώτη, 22/11/2013
Ένας αληθινός rock δίσκος
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Η θεωρία της απόλαυσης της μουσικής δεν είναι καινούργια. Είναι σίγουρα καλό να ακούς έναν υπέροχο δίσκο. Είναι όμως πολύ καλύτερο να ανακαλύπτεις πως δεν είναι και τόσοι πολλοί αυτοί που τον γνωρίζουν. Προσαρμόζοντας το νόημα των παραπάνω στην περίπτωση του "Graffiti On The Train", μπορούμε να νιώσουμε την ξεχωριστή αυτή απόλαυση, όχι φυσικά λόγω της μη αναγνωρισιμότητας των Stereophonics, αλλά λόγω της χλιαρής υποδοχής που έτυχε ο δίσκος από το μουσικό τύπο. Έτσι κι εγώ, όταν τον άκουσα αναφώνησα με στόμφο: «Δισκάρα!», όχι από αντίδραση ή ψευτοεγωισμό τύπου «εγώ-ακούω-καλύτερα-από-τα αγγλο-Αμερικανάκια». Απλά από χαρά. Τη χαρά να μην συμφωνώ μαζί τους!

Αλήθεια, έχετε αναρωτηθεί πόσα πολύ καλά τραγούδια πρέπει να έχει στις μέρες μας ένας δίσκος για να θεωρηθεί αξιόλογος; Πόσα είπατε; Δεν νομίζω... Εγώ θα έλεγα δυο - τρία. Άρα, το πρώτο crash test εδώ έχει κερδηθεί κατά κράτος. Φυσικά, υπάρχουν όντως τρία τραγούδια που ξεχωρίζουν, με τη διαφορά όμως ότι τα υπόλοιπα είναι πολύ καλά και όχι, ως είθισται, συμπληρωματικού χαρακτήρα.

Για την ουαλική αυτή μπάντα δεν έχω να πω πολλά, αλλά λίγα και καλά. Είναι σαν τον συνεπή αθλητή, που δεν θεωρείται φαβορί για την υπέρβαση προς τον πρωταθλητισμό, αλλά χτίζει βήμα - βήμα το μέλλον του φτάνοντας πάντα το ανώτερο επίπεδό του. Έτσι και οι Stereophonics, που και στις οκτώ κυκλοφορίες τους εκπληρώνουν σταθερά τις προσδοκίες μας. Κι όμως παραμένουν σαφώς υποεκτιμημένοι, ακόμα κι αν έχουν στο ενεργητικό τους δίσκους όπως οι "You Gotta Go There To Come Back" και "Language. Sex. Violence. Other?". Μην με ρωτάτε γιατί. Έχω αναρωτηθεί κι εγώ και πειστική απάντηση δε έχω βρει. Άλλωστε στη μουσική, όπως και στη ζωή, δεν εξηγούνται τα πάντα με τη λογική. Το "Graffiti On The Train" είναι απόλυτα εθιστικό με απλές και ενίοτε ανατριχιαστικές μελωδίες, που σέβονται τους ακροατές με rock καταβολές. Δεν καινοτομεί, όπως και όλα τα άλλα άλμπουμ τους, αλλά ευχαριστεί και συγκινεί, αντέχοντας σε απανωτές ακροάσεις. Το απογειωτικό στοιχείο της μουσικής του εστιάζεται στα έγχορδα και ιδίως στα βιολιά, που άλλοτε στοιχειώνουν κι άλλοτε γλυκαίνουν τα συναισθήματα, αναδύοντας περίτεχνα μια ατμόσφαιρα χαρμολύπης. Τις δυνατές κιθάρες τις γνωρίζετε ήδη, όπως και τη δυναμική rhythm section, οπότε τα σχόλια εν προκειμένω περιττεύουν.

Οι στίχοι εδώ είναι πιο μελαγχολικοί απ' ό,τι συνήθως και πιο κινηματογραφικοί. Περιγράφουν πόνο και αγάπη μαζί (αδελφάκια δεν είναι αυτά;), συχνά με εφιαλτικό τρόπο, που αφήνει όμως διέξοδο στην ελπίδα. Αυτό προφανώς συμβαίνει λόγω του πρόσφατου θανάτου του ιδρυτικού στελέχους και drummer, Stuart Cable. Όσο για τα φωνητικά του Kelly Jones, δηλώνω εν γνώσει των συνεπειών του (μουσικού) νόμου ότι είναι καλύτερα από ποτέ. Αν μυριστείτε σπόντα και με ρωτήσετε ειδικότερα γιατί, θα σας απαντήσω «Επειδή δεν μπορούν να μπερδευτούν πλέον ούτε στο ελάχιστο με του Liam Gallagher!» Πράγματι, εδώ ακούγονται πιο πολύχρωμα και πιο blues από ποτέ. Το ατού του Jones δεν είναι τόσο ότι έχει μια άμεσα αναγνωρίσιμη φωνή (τύπου Brian Molko), όσο ότι αυτή είναι τόσο εκφραστική, που μπορεί να γεννήσει μοναδικά συναισθήματα, ακόμα και από τους πιο απλοϊκούς στίχους.

Κι έτσι φτάνουμε στα τραγούδια. Ας ξεκινήσουμε με μία «ύβρη». Οι περισσότερες συνθέσεις ξεφεύγουν από την απλή δομή της σύγχρονης rock σύνθεσης και φλερτάρουν με το progressive (ας με συγχωρήσει η σκηνή του Canterbury). Μιλώ ποιητική αδεία και τηρουμένων των αναλογιών λόγω της σύγχρονης συνθετικής στειρότητας. Κλασικό παράδειγμα είναι το καταπληκτικό (κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά) "Violins And Tambourines", με τον υπέροχα δομημένο και προοδευτικά εξελισσόμενο ήχο του και μια δύναμη να συγκινεί που ξενίζει στις μέρες μας. Το δε σβήσιμό του, που θυμίζει τη νοσταλγία του "The Day Begins" των Moody Blues (εδώ έχω την εντύπωση πως έγινα βλάσφημος κατά συρροή), σε κάνει να θέλεις να πατήσεις το «repeat». Το εισαγωγικό "We Share The Same Sun" έχει τον κλασικό αναγνωρίσιμο ήχο που λατρεύουν οι φίλοι τους και οι απανταχού νέο-ροκάδες, ενώ το "Indian Summer" προβάλλει τη σκληρή à la Brian Adams πλευρά που λατρεύουν και τα κορίτσια. Το φερώνυμο του δίσκου αποτελεί μια ελεγεία ντυμένη με την καλύτερη ερμηνεία του Jones. Το "Been Caught Cheating" έχει αυθεντική blues αισθητική και Memphis soul, ενώ είναι ντυμένο με «σκόρπια λόγια από μεθυσμένη χορωδία». Το "Catacomb" έχει ειδικό rock βάρος, ενώ στις λοιπές συνθέσεις διαφαίνονται πανέμορφα δάνεια ευρέως φάσματος που εκτείνονται από την ambience μέχρι τον ήχο της Creation Records!

Με δυο κουβέντες, μην ενθουσιάζεστε και πολύ. Ένας rock δίσκος είναι. Όχι τίποτε άλλο, αλλά, αν αρέσει σε όλους σας, τότε πώς θα τον ευχαριστιέμαι παραπάνω εγώ;
  • SHARE
  • TWEET