Τζίμης Πανούσης

Obi-Obi-Bi

Sui Generis (2013)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 01/04/2013
«Μήπως τελικά όποιος ανακατεύεται με το Σύστημα τoν τρώνε οι Εκδότες;»
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Έχω υπερασπιστεί πολλάκις τον Τζίμη Πανούση σε συζητήσεις μεταξύ φίλων και αγνώστων στις συνήθεις κατηγορίες του «Συστημικού ανατρεπτικού». Όχι μόνο γιατί θεωρώ ότι οι ιδέες του διαφοροποιούνται σε βάθος από κάθε άλλον δημοφιλή «κριτή του κατεστημένου». Κυρίως γιατί δεν θεωρώ λάθος τη χρήση ακόμα και (όχι αποκλειστικά φυσικά) των όποιων μέσων το ίδιο το Σύστημα αναγκαστικά δίνει, προκειμένου να του εναντιωθείς και να αφυπνίσεις τις κοιμώμενες (ταξικές;) συνειδήσεις. Ιδιαίτερα σε αντίθεση με την εναλλακτική του απομονωτισμού. Παρόλα αυτά η διανομή του νέου του CD, ουσιαστικά πρώτου μετά από 20 χρόνια, από μία εφημερίδα και μάλιστα τη Real News, στα μάτια μου φαίνεται φάουλ. Όχι τόσο για άλλους ιδεολογικούς λόγους, όσο γιατί είναι η πρώτη φορά που νιώθω ότι ο ίδιος ο Πανούσης ευτελίζει το έργο του και πέφτει στη λούμπα που ο ίδιος κορόιδευε, της Τέχνης ως πάρεργο. Τζιμάκο προσοχή, μήπως τελικά όποιος ανακατεύεται με το Σύστημα τoν τρώνε οι Εκδότες;

Κατά τα άλλα η πρώτη εντύπωση, από τη λίστα των τραγουδιών ακόμα, είναι ότι το "Obi-Obi-Bi" μοιάζει με εκκαθαριστικό της καριέρας του Τζιμάκου. Τραγούδια που εδώ και χρόνια παίζονται στις παραστάσεις του, άλλα που έχουν κυκλοφορήσει σε ζωντανές εκτελέσεις στο παρελθόν, ίσως ποιηματάκια που έμεναν ανένταχτα και ορφανά μέχρι σήμερα, όλα βρίσκουν το δρόμο τους στη δουλειά αυτή, ρετουσαρισμένα και ξαναδουλεμένα. Το αποτέλεσμα δείχνει ότι η υπάρχει ακόμα ψυχή στον μουσικό, δεν έχει μεταφερθεί όλη στον κωμικό. Μάλιστα ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι λίγο ως πολύ τα περισσότερα τραγούδια δουλεύτηκαν με προσοχή και επιτυχημένα αποφεύγοντας κάποιες «πλαστικές» κακοτοπιές στον ήχο των ζωντανών εκτελέσεων αλλά βαραίνοντας και παίρνοντας πιο συμπαγή υπόσταση. Φυσικά σε καθαρά μουσικούς όρους καμία καινοτομία δεν υπάρχει σε αυτό που ονομάζουμε ελληνικό rock, εξάλλου αυτό έχει εγκαταλειφθεί από τον καιρό των Μουσικών Ταξιαρχιών, άντε και του "Κάγκελα Παντού". Από την άλλη δεν βρίσκεις εύκολα και κάποιον νεότερο «ελληνοροκά» που να μπορεί να ισχυριστεί ότι μουσικά μπορεί να ξεπεράσει τον Τζιμάκο έστω και σε αυτό το επίπεδο, τόσο οι συνθέσεις και οι ενορχηστρώσεις όσο και οι εκτελέσεις και η παραγωγή του "Obi-Obi-Bi" το διασφαλίζουν αυτό.

Μάλιστα υπάρχουν και κάποιες στιγμές που, αν όχι καινοτομούν, σίγουρα ξαφνιάζουν τουλάχιστον όποιους δεν έχουν παρακολουθήσει τον Πανούση στα τελευταία του βήματα. Καταρχήν έχουμε δύο παραδοσιακές μελωδίες στο CD εξηλεκτρισμένες και εκμοντερνισμένες. Και αν το ένα από τα δύο, που περιέργως έχει ονομάσει και όλο το δίσκο, είναι μουσικά πιο πρόχειρο φέρνοντας σε κάτι σαν reggae και στηριζόμενο αποκλειστικά στις παραδοσιακές φράσεις της κιθάρας και τους χαβαλετζίδικους σε στυλ γαμοτράγουδου στίχους του Τζιμάκου, το έτερο είναι ίσως και το καλύτερο του συνόλου. Το "Κανελόριζα" δεν έχει μόνο μία ποτισμένη στην ελληνική ύπαιθρο μελωδία και στιχουργική. Έχει κυρίως εξαιρετική δουλειά στο ενορχηστρωτικό κομμάτι που συνδυάζει το δημοτικό ύφος με το σύγχρονο τραγούδι αλλά και μία ερμηνεία από τον Πανούση που δείχνει γνώση, αγάπη και ικανότητα στο είδος αυτό. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που θεωρώ ότι ένα CD με αποκλειστικά τέτοιου ύφους τραγούδια από τον μόνο άνθρωπο που θα μπορούσα να εμπιστευθώ ότι θα τα φέρει στο επιθυμητό σύγχρονο αποτέλεσμα ίσως θα έπρεπε να είναι η επόμενη δισκογραφική του κίνηση.

Η τριάδα των «διαφορετικών» τραγουδιών κλείνει με το στανταράκι στις τελευταίες εμφανίσεις του, το ούτως ή άλλως θαυμάσιο "Ο Μπελογιάννης Ζει" στην καλύτερη πιθανόν ερμηνεία που έχω ακούσει εγώ. Μία ερμηνεία που κρατάει τον λυρισμό και τη συγκίνηση των προηγούμενων εκτελέσεων, τις περνάει από ένα πιο σύγχρονο μουσικό φίλτρο και καταλήγει να ενσωματώνει τόσο τις ήττες όσο και τις ελπίδες των ανθρώπων που «χτίζουν έναν κόσμο σοσιαλιστικό» όπως λέει και το τραγούδι.

Τα υπόλοιπα τραγούδια που ουσιαστικά διαμορφώνουν και το ύφος του συνόλου, είναι πιο κιθαριστικά, κινούμενα συχνά στο όριο του hard rock με τη φωνή και τους στίχους να είναι φυσικά στο πρώτο πλάνο αλλά τον Στέλιο Φράγκο στην εξάχορδη να είναι αυτός που δίνει τον τόνο και τη ρυθμική βάση να ακολουθεί. Για παράδειγμα η επανεκτέλεση του "Φάτε Τους" πολύ πιο ταιριαστά με το περιεχόμενο των στίχων από ότι η πρώτη εκτέλεση, φτάνει σε επίπεδα να κλείνει με δίκαση! Αντίστοιχα διαμορφωμένα είναι και τα γνωστά από το DVD "Της Πατρίδας Μου Η Σημαία": "Νότιος Kώλος", "Μάνα Kουράδα", "Το Παρδαλό Τζιτζίκι", "17 Νοέμβρη Απόγευμα", "Άντε Γαμήσου Εργατιά", "Ο Κόκκινος Ζορό", "Ωδή Στο Μαλάκα", τα περισσότερα από τα οποία είτε έχουν σκληρύνει σε ήχο ή, αν πρόκειται για μπαλάντα, έχουν γίνει πιο λυρικά και ατμοσφαιρικά αποφεύγοντας τα παρωχημένα synthesizer που κατέτρεχαν αρκετές φορές το μουσικό έργο του Πανούση. Από αυτά ξεχωρίζει εύκολα το "Αντε Γαμήσου Εργατιά" τόσο μουσικά όσο και για τους δηκτικούς στίχους που περιμένει κανείς από τον Πανούση. Τέλος τα δύο ποτέ ξανά ηχογραφημένα/μαγνητοσκοπημένα τραγούδια (αλλά πολλάκις παιγμένα ζωντανά), τα "Κουφάλες" και "Μικρή Τερέζα" είναι στο γνώριμο στυλ του Τζιμάκου με το πρώτο να εντάσσεται και αυτό στα πιο επιτυχημένα του "Obi-Obi-Bi".

Το μόνο τραγούδι από όσα έχουμε ακούσει από τον Τζιμάκο τελευταία και δεν συμπεριλήφθηκε εδώ, είναι το "Φθηνό Ζεϊμπέκικο Για Τον Γιώργο" που δεν ξέρω αν έμεινε εκτός για να μη ρίξει λάδι στη φωτιά της προαιώνιας κόντρας με τον Νταράλα ή για τον στίχο «Να τη βγάλω λάου-λάου και του Χατζηνικολάου να του κατουρήσω τη ψυχή» που καθώς καταλαβαίνετε θα ήταν κάπως δύσκολο να κυκλοφορήσει με διανομή Real News.

Το πιο χαρμόσυνο νέο που ευαγγελίζεται το "Obi-Obi-Bi" είναι ότι, έστω και με χρόνο επεξεργασίας 20 ετών, ο μουσικός Πανούσης δεν έχει ξοφλήσει. Ακόμα και σήμερα μπορεί να είναι στην αφρόκρεμα του ελληνικού rock και όχι μόνο αφού η φωνή του και η μουσική του παιδεία του επιτρέπουν να κινείται σε πολλά μουσικά είδη (θυμηθείτε τον να τραγουδάει Χατζιδάκι ή ψάξτε στο youtube την a capella εκτέλεσή του στο "Αγρίμια Κι Αγριμάκια"). Πέραν αυτού, η κοινωνικοπολιτική του άποψη παραμένει ακόμα και στις πιο παλιές του συνθέσεις  σύγχρονη και στοχευμένη, πάντοτε με βαθύτερα επίπεδα από το επιφανειακό χιούμορ, την χονδροειδή πλάκα ή τις «κακές λεξούλες». Τώρα το γεγονός ότι περιμένουμε από τον Τζιμάκο να διατηρεί και μία αγνή στάση ζωής (η αγαπημένη του στάση όπως έχει ο ίδιος ομολογήσει) κατά πώς  ο καθένας μας την εννοεί με τα δικά του κολλήματα που ίσως να εξαρτώνται από τις αδυναμίες που εμείς δείχνουμε στην καθημερινότητά μας, ίσως τελικά να είναι και κάτι που δεν αφορά ούτε τον ίδιο, ούτε τους ακροατές του. Ούτε, κυρίως, το έργο που αφήνει παρακαταθήκη σε βαθμό τέτοιο που ακόμα και αν δεν είχε υπάρξει Πανούσης στην ελληνική κοινωνία, να έπρεπε να τον εφεύρουμε.
  • SHARE
  • TWEET