Wilco

Yankee Hotel Foxtrot

Nonesuch (2002)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 06/02/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Σιχαίνεσαι τις ταμπέλες που μονοδιάστατα περιγράφουν τα μουσικά είδη τσουβαλιάζοντας συγκροτήματα; Οι Wilco να δεις! Ο όρος “alternative-country” ταυτίστηκε με το συγκρότημα του σπουδαίου Jeff Tweedy όσο με καμία άλλη μπάντα, σαφώς αδικώντας τους, καθώς είναι άκρως περιοριστικός για να χαρακτηρίσει το εύρος της μουσικής που έχουν εξερευνήσει. Η ρετσινιά τους είχε κολλήσει από την εποχή των Uncle Tupelo, από τα σπλάχνα των οποίων προήλθαν (ο Jay Farrar, τραγουδιστής των Tupelo, αποχώρησε το 1994 για να σχηματίσει τους Son Volt και οι υπόλοιποι συνέχισαν ως Wilco). Παρ΄όλα αυτά, οι ταμπέλες -που ανέκαθεν ήταν το καταφύγιο του τεμπέλη μουσικογραφιά που εμπορεύεται τσουβάλια και σακιά- δύσκολα ξεκολλάνε.

Μετά το μέτριο “A.M.” (1995) και τα πολύ καλά “Being There” (1996) και “Summerteeth” (1999), που είχαν κυκλοφορήσει στη Reprise, η φήμη της μπάντας από το Σικάγο είχε αρχίσει να μεγαλώνει και όλα έδειχναν ότι σύντομα θα «προβιβάζονταν» στην πρώτη εθνική. Σε αυτό συνέβαλαν και τα εξαιρετικά αποτελέσματα της συνεργασίας με τον Billy Bragg πάνω σε στίχους που είχε αφήσει πίσω του ο θρύλλος της folk Woody Guthrie [Mermaid Avenue (1998) και Mermaid Avenue Vol. II (2000)].  Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, όταν κόντευαν να κυκλοφορήσουν τον τέταρτο δίσκο τους, η ταμπέλα “alt-country” εξακολουθούσε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι για τις συστάσεις και την περιγραφή της δουλειάς τους. Ωστόσο, τα χρόνια εκείνα το συγκρότημα είχε μεγαλύτερα προβλήματα να αντιμετωπίσει.

Βλέπετε, το “Yankee Hotel Foxtrot” (το όνομα προέρχεται από τρία γράμματα του Νατοϊκού φωνητικού αλφαβήτου), αυτό το υποτιμημένο διαμάντι της περασμένης δεκαετίας πέρασε από χίλια κύματα μέχρι να κυκλοφορήσει. Ήταν 2001 όταν οι ηχογραφήσεις των κομματιών του “YHF” παρουσιάστηκαν στους φωστήρες της Reprise και εκείνοι τα απέρριψαν λόγω ελλιπούς -κατά τους ίδιους- προοπτικής για εμπορική επιτυχία. Κάπου εκεί η συνεργασία με την εταιρεία λύθηκε κι η μπάντα χρειάστηκε να πληρώσει κι από πάνω για να πάρει τα δικαιώματα των τραγουδιών αυτών. Τελικά, τα δικαιώματα μεταπωλήθηκαν στη Nonesuch κι ο δίσκος κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα (στις 23 Απριλίου 2002) καταλήγοντας να γίνει το πιο μοσχοπουλημένο άλμπουμ για την μπάντα, με πωλήσεις της τάξης των 600.000 αντιτύπων. Απαραίτητη διευκρίνιση που ρίχνει -κάποιο- φως στα κουλά κι απόκρυφα της δισκογραφίας: τόσο η «φιλόξενη» Nonesuch, όσο κι η «δύσκολη» Reprise ανήκουν στη Warner!

Όλα αυτά βέβαια λειτούργησαν μεγαλώνοντας τη φήμη του συγκροτήματος και της επερχόμενης κυκλοφορίας, καθώς -όπως και να το κάνουμε- τέτοιες ιστορίες «αγγίζουν» ευαίσθητες χορδές του alternative/indie (και όχι μόνο) κοινού. Την ίδια ώρα, η μπάντα χρησιμοποίησε έξυπνα κι ένα άλλο χαρτί, κάνοντας το άλμπουμ διαθέσιμο για δωρεάν streaming στο επίσημο site των Wilco, αρκετούς μήνες πριν την κυκλοφορία του. Η απόφαση πάρθηκε με σκοπό να μη μάθει ο κόσμος το “YHF” μέσα από χαμηλής ποιότητας mp3s και ενθουσίασε τους φίλους τους περισσότερο από όσο ενθουσιάζει η ελαφρώς καλύτερη ηχητική ποιότητα. Βέβαια, όλα αυτά δε θα σήμαιναν τίποτε και θα είχαν ξεχαστεί δέκα χρόνια μετά εάν ο δίσκος δεν ήταν αυτό που είναι: ένα από τα καλύτερα album των τελευταίων δεκαετιών.

Έστω κι αν η πρώτη ακρόαση μπορεί να φανεί δύσκολη, με λίγη υπομονή φτάνεις -εύκολα- στο συμπέρασμα ότι όταν αναφέρεσαι στο “YHF”, μιλάς για ένα αριστούργημα. Μια σειρά από άμεσα προσβάσιμα (σχεδόν pop) tracks, όπως τα “War On War” (το μοναδικό single), “Heavy Metal Drummer”, “Kamera” και “Pot Kettle Black”, λειτουργούν σαν πρώτης τάξεως «δολώματα» για να ανακαλύψει κανείς τους κρυμμένους θησαυρούς. Οι εξαιρετικές μελωδίες, πάντως, δε λείπουν ακόμη και από τα κομμάτια που καταλήγουν να στροβιλίζονται μέσα σε θύελλες πειραματικών ήχων (“I Am Trying To Break Your Heart”, “Ashes Of American Flags” και “Poor Places”). Επίσης, τι να πει κανείς για το θαυμάσιο “Jesus, Etc.”, το οποίο μοιάζει βγαλμένο από το εξαιρετικό “Nixon” (2000) των Lambchop ή τις Neil Young-ικές κιθάρες και το φραμπαλατζίδικο ύφος που θυμίζει τον (χαρωπό όταν είναι στα funky του) Beck στο “I’m The One Who Loves You”; 

Χαρακτηριστικός και άκρως γοητευτικός είναι ο τρόπος ερμηνείας του Tweedy, ο οποίος τραγουδάει χαμηλά (σαν ένας βαριεστημένος κεραμιδόγατος) δίνοντας χρώμα στους βασανισμένους στίχους του. Ωστόσο, ο κρυφός άσσος του δίσκου είναι η εξαιρετικά αποδοτική ακολουθία των κομματιών που χαρακτηρίζεται από τρομερές κλιμακώσεις / αποσυμπιέσεις (π.χ. το πέρασμα από το low-tempo “Ashes Of American Flags” στο up-tempo, για τα δεδομένα του album, “Heavy Metal Drummer”). Οι εντάσεις που δημιουργούνται μέσω της ανάμιξης αντίθετων ήχων είναι εξαιρετικά εθιστικές. Το “YHF” ξεχειλίζει από ομορφιά απ’ όποια μεριά κι αν το κοιτάξεις. 

Ωστόσο, η ομορφιά αυτή σε καμία περίπτωση δε συνάδει με τον κόπο και την ένταση που χαρακτήρισε τη δημιουργία του. Πέραν των κολλημάτων με τις θυγατρικές της Warner, κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων υπήρξαν σημαντικότατες αλλαγές στη δομή του group (από το οποίο μέχρι σήμερα έχει περάσει κόσμος και κοσμάκης με μοναδικά σταθερά σημεία τον Tweedy και τον μπασίστα John Stirratt). Στη μίξη τα ηνία από τον αδικοχαμένο Jay Bennett (1963-2009) ανέλαβε ο Jim O’Rourke, ενώ στα drums ο Glen Kotche αντικατέστησε τον Ken Coomer. Το εντυπωσιακό είναι ότι -ούτε λίγο, ούτε πολύ- όλα αυτά συνέβησαν στο πλαίσιο της ηχογράφησης του εμβληματικού εναρκτήριου track “I Am Trying To Break Your Heart”. Ο Tweedy δεν ήταν ικανοποιημένος από τον ήχο και ιδιαίτερα από τα τύμπανα και κάλεσε τους O’Rourke και Kotche (με τους οποίους είχε συνεργαστεί σε ένα side project) για να προσθέσουν τις πινελιές τους. Το αποτέλεσμα ενθουσίασε τα μέλη του συγκροτήματος, αλλά σαφέστατα παραγκώνισε τον Bennett, ο οποίος παρά το ότι συνυπογράφει τη μουσική στα περισσότερα κομμάτια του δίσκου, υποχρεώθηκε σε αποχώρηση από το συγκρότημα, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων.

Οι Wilco ανέκαθεν έπαιζαν πραγματική μουσική με ψυχή και ευαισθησία που αφήνει το αποτύπωμά της στον ακροατή. Έτσι και στο “YHF”, από τις συστάσεις («I am an American aquarium drinker») στους πρώτους στίχους του εναρκτήριου track, στα «Distance has no way of making love understandable» και «Cheer up / Honey I hope you can» του “Radio Cure” και μέχρι το λυτρωτικό «I’ve got reservations about so many things / but not about you» που κλείνει το δίσκο, κάθε κομμάτι έχει τουλάχιστον ένα στίχο που προορίζεται να μείνει για πάντα μέσα σου. Εκεί στηρίζονται και οι εξαιρετικές ζωντανές εμφανίσεις του συγκροτήματος, που τους έχουν καθιερώσει ως ένα από τα καλύτερα live σχήματα.

Μέσα σε όλα αυτά, καταλαβαίνετε ότι η εμμονή στην ταμπέλα alt-country για να περιγράφει το έργο των Wilco φαντάζει πραγματικά αστεία. Πράγματι, υπάρχει μπόλικη alt-country στο “YHF”, αλλά την ίδια στιγμή σε αυτό υπάρχουν ένα σωρό άλλα πράγματα (από avant-rock μέχρι ορχηστρική ποπ). Για την ακρίβεια, είναι καιρός να αναγνωρίσουμε ότι λίγες alternative/indie μπάντες υπήρξαν τόσο θαρραλέες στην εξερεύνηση νέων μουσικών μονοπατιών κατά τα τελευταία 15 χρόνια, όσο οι Wilco. Το 2002, τη χρονιά που κυκλοφόρησε το “YHF”, η μοναδική αμερικανική μπάντα αυτού του είδους που μπορούσε να ισχυριστεί ότι αντιπαρέθετε έναν εξίσου ολοκληρωμένο πειραματικό -και συνάμα πιασάρικο- ήχο ήταν οι Flaming Lips.

Όπως είπαμε, το “YHF” δε συγκαταλέγεται στα «εύκολα» ακούσματα. Σίγουρα είναι βραδυφλεγές και θέλει το χρόνο του. Ίσως για αυτό η φήμη του σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερη από τότε που κυκλοφόρησε. Κάπως έτσι, άλλωστε, κατέληξε 3ο στη λίστα του Rolling Stone με τα καλύτερα album της πρώτης δεκαετίας του αιώνα που διανύουμε, ενώ ήταν 2ο και 4ο στις αντίστοιχες λίστες του Pitchfork και του Paste. Την ίδια ώρα, το Q το χώρεσε στα 100 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών. Πρέπει να γράψω κι άλλα για σας πείσω ότι αξίζει τον κόπο να το ακούσετε;  Όσοι το έχετε κάνει ήδη, ξέρετε πολύ καλά πόσο δίκιο έχω.
  • SHARE
  • TWEET