Trivium

Vengeance Falls

Roadrunner (2013)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 16/10/2013
Άλλο ένα εντυπωσιακό album, από την μπάντα που γεφυρώνει καλύτερα από όλους το heavy metal του χθες και του σήμερα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Οι Trivium ανήκουν σε μια ελίτ νέων συγκροτημάτων, που σιγά-σιγά παύουν να είναι και τόσο νέα. Τόσο αυτοί, όσοι και οι -εσχάτως της μόδας- Avenged Sevenfold, οι Disturbed, ακόμα και οι Alter Bridge ή οι Shinedown αποτελούν πλέον μπάντες με σχεδόν δεκαετή δισκογραφία στην πλάτη τους. Άλλοι πήγαν καλύτερα από τις προβλέψεις, άλλοι χειρότερα, όμως όλοι έχουν κάνει σημαντικότατη επιτυχία - αποτελώντας την εμπροσθοφυλακή του σκληρού ήχου. Οι Trivium, εν προκειμένω, έχουν την σπάνια ιδιότητα να θεωρούνται underachievers από κάποιους, ενώ δεν έχουν βγάλει ούτε ένα μέτριο άλμπουμ...

Βλέπετε, η κυκλοφορία του "Ascendancy" προκάλεσε ντελίριο σε Η.Π.Α. και Αγγλία και ο χαρακτηρισμός «επόμενοι Metallica» θα ήταν βαρύς για τον οποιοδήποτε, όχι μόνο για αυτούς. Βάζοντας στη σειρά κανείς τα "The Crusade", "Shogun" και "In Waves" που ακολούθησαν είναι φανερό πως ο Matt Heafy και η παρέα του ουδέποτε καταστάλαξαν απόλυτα σε ένα ύφος, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ως έλλειψη ταυτότητας, αλλά στην πραγματικότητα εκφράζει την περιπετειώδη φύση των Αμερικανών και την πολυσυλλεκτικότητα των επιρροών που ποτέ δεν έκρυψαν.

Το εξαιρετικό "In Waves" περιείχε όλο το εύρος των επιρροών, αλλά τα επιμέρους κομμάτια θα έλεγε κανείς πως είχαν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, άλλοτε πιο παραδοσιακά heavy metal, άλλοτε πιο «σουηδικά» κι άλλοτε πιο κοφτά ή ακραία, με το σύνολο, όμως, να προκύπτει μια χαρά. Δυο χρόνια αργότερα, γεμάτα φυσικά περιοδείες και με κύρια αλλαγή τη πρόσληψη του David Draiman (τραγουδιστή των Disturbed) στο ρόλο του παραγωγού οι Trivium παρουσιάζουν με το "Vengeance Falls" ένα εκ νέου διαφοροποιημένο άλμπουμ, που αυτή τη φορά προσπαθεί να γεφυρώνει το heavy metal του χτες με το σήμερα, μέσα από πιο ομοιογενείς συνθέσεις.

Από την πρώτη κιόλας ακρόαση προκαλεί μεγάλη εντύπωση η επιρροή που επέτρεψαν τα μέλη της μπάντας να τους ασκήσει ο Draiman, καθώς σε πολλά σημεία του άλμπουμ δίνεται η εντύπωση πως οι φωνητικές μελωδίες έχουν γραφτεί από αυτόν, αφού χαρακτηρίζονται από την trademark προσέγγισή του. Αρχικά, δίνεται η αίσθηση πως το γεγονός αυτό τους αναγκάζει να χάσουν σε προσωπικότητα, αλλά εν συνεχεία γίνεται αντιληπτό πως η δουλειά που έχει γίνει σε επίπεδο φωνητικών γραμμών είναι εξαιρετική, πιθανότατα η καλύτερη που έχει κάνει ποτέ η μπάντα. Συγκεκριμένα, φωνή του Heafy παρουσιάζει νέες ερμηνευτικές ικανότητες και η δουλειά που έχει γίνει στις δεύτερες και τρίτες φωνές είναι εμφανής, υπό την καθοδήγηση ενός μετρ του είδους. Αυτός, εν τέλει, είναι ο κρίσιμος παράγοντας που διαφοροποιεί το αποτέλεσμα και προσδίδει την επιπρόσθετη αξία, καθώς στο εκτελεστικό μέρος ξέραμε ότι μπορούμε να τους εμπιστευτούμε.

Το πρώτο μισό του δίσκου είναι καταιγιστικό, περιλαμβάνοντας μόνο potential hit, από το εναρκτήριο "Brave This Storm" και το πρώτο video του "Strife" ως το "No Way To Heal" που σας πρωτοπαρουσιάσαμε στο site μας. Ακούστε το καταιγιστικό riff , το ανθεμικό Maiden σημείο και το πρώτο solo (του Corey) στο "Strife" ή τις εξαιρετικές γραμμές του "No Way To Heal", ειδικά στο ρεφρέν. Δώστε βάση στην ρεφρενάρα και τους κοφτούς ρυθμούς του ομώνυμου κομματιού και με την προσθήκη του τέρμα groovάτου και τέρμα επηρεασμένου από Disturbed "To Believe" συμπληρώνεται μια σπουδαία εναρκτήρια πεντάδα τραγουδιών που κυλάει σαν νερό.

Τα υπόλοιπα πέντε τραγούδια δεν είναι τόσο εμπορικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι λιγότερο ποιοτικά, ακολουθώντας διαφορετικές προσεγγίσεις. Η ακουστική εισαγωγή του "At The End Of This War" τραβάει την προσοχή, αλλά εξελίσσεται σε σχετικά προβλεπόμενη σύνθεση, σε αντίθεση με το "Through Blood And Dirt And Bone" που πρόκειται για αγνό πωρωτικό metal, με βαριά riff και μελωδιάρες και την ερμηνεία του Heafy να κάνει πάλι τη διαφορά. Το "Villainy Thives" είναι αρκετά διαφοροποιημένο, με έντονη Megadeth τεχνοτροπία σε κάποια riff, όντας μια ακόμα ενδιαφέρουσα σύνθεση, ενώ ελπίζω να μην είμαι ο μόνος που βρίσκει πολλούς Blind Guardian (και δη Hansi Kursch) παραλληλισμούς στο "Incineration - The Broken World", σε ένα ακόμα τραγούδι που τοποθετώ στα highlights του δίσκου. Το δε "Wake (The End Is Nigh)" αποτελεί μια διαφοροποιημένη σύνθεση που συνδυάζει μερικά ετερόκλητα επιμέρους στοιχεία της μπάντας πολύ επιτυχημένα και αποτελεί ιδανικό κλείσιμο.

Η αλήθεια είναι πως με τα bonus tracks έχω κουραστεί και η δικαιολογία του «μην τα ακούς» δεν μου αρκεί. Ευτυχώς, τα δύο επιπλέον τραγούδια είναι άξια λόγου αν και όχι κάτι το ιδιαίτερο, ενώ η διασκευή στους Misfits μπορεί να μην είναι πρωτότυπη, αλλά ακούγεται πολύ ευχάριστα και γενικά οι Trivium έχουν αποδείξει πως «το έχουν» με όλες τις διασκευές που έχουν καταπιαστεί. Πάντως, οι δέκα συνθέσεις είναι αρκετές, δημιουργώντας μια ιδανική διάρκεια και τα bonus τραγούδια συνιστώνται μόνο σε όσους θέλουν κάτι παραπάνω ντε και καλά.

Με το "Vengeance Falls", οι Trivium κάνουν ένα ακόμα σωστό δισκογραφικό βήμα, αποφεύγοντας για άλλη μια φορά τα στάσιμα νερά κι αποδεικνύουν πως ξέρουν να φέρνουν εις πέρας με επιτυχία κάθε νέα πρόκληση. Με την κιθαριστική δουλειά να είναι για μια ακόμα φορά σεμιναριακή και την παραγωγή άψογη, έχουν τα δουλεμένα φωνητικά ως αιχμή του δόρατος και προσθέτουν ένα ακόμα πολύ δυνατό άλμπουμ στη δισκογραφία τους.

Τώρα, αν κάποιος δεν βλέπει τη διαφοροποίηση, την ωρίμανση και την επιμέρους βελτίωση στην πορεία της μπάντας, αυτό μάλλον έχει να κάνει με έλλειψη σοβαρής προσέγγισης στις δουλειές των Trivium, οι οποίοι αρνούνται να επαναπαυτούν σε έτοιμες συνταγές. Αν επιμένει κάποιος να τους κρίνει ως τους νέους Metallica κάνει λάθος και χάνει το νόημα, αλλά και την ευκαιρία να εκτιμήσει την μπάντα που γεφυρώνει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη το heavy metal του χθες με το σήμερα.
  • SHARE
  • TWEET