Royal Hunt

Show Me How To Live

Frontiers (2011)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 18/11/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
«Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Τέλος!». Αυτό θα ήθελε και θα έπρεπε να πει ο Andre Andersen, συνθέτης, ηγέτης και «ιδιοκτήτης» των Royal Hunt, καθώς καλωσόριζε πίσω στις τάξεις της μπάντας τον DC Cooper, τον τραγουδιστή με τον οποίο καταξιώθηκαν, πέτυχαν και άφησαν σπουδαίο έργο ως παρακαταθήκη, πριν αρκετό καιρό. Τώρα, πώς θα απέδιδε την εν λόγω διάσημη ατάκα ένας γεννημένος στη Ρωσία Δανός σε έναν Αμερικανό είναι ένα μυστήριο που δε σκοπεύω να λύσω...

Δε σας κρύβω πως το μικρό παιδί που ζει μέσα μου, και βρίσκει διέξοδο μέσω της μουσικής, χάρηκε πολύ κατά βάθος που επέστρεψε ο DC στη μπάντα που τον ανέδειξε, γιατί είναι ένα λαρύγγι που λατρεύω και από τότε που αποχώρησε από τους Royal Hunt πρόκειται για παράδειγμα «χαμένου κορμιού». Έφτασε κοντά να γίνει Halford στη θέση του Halford, προσπάθησε αποτυχημένα να τον κοπιάρει με τους Silent Force, ενώ έχει να επιδείξει μόνο μια -μικρή αλλά ανατριχιαστική- συμμετοχή στο έπος "Tyranny" των Shadow Gallery και έναν αμφιλεγόμενο prog δίσκο με τους Amaran's Plight ως κάτι άξιο αναφοράς. Από την άλλη, οι Royal Hunt είχαν μια αξιοπρεπή πορεία, αλλά σταθερά ένα ως δύο σκαλοπάτια χαμηλότερου επιπέδου από τους δίσκους με τον Cooper στο μικρόφωνο. Αφού ρε Andre οι πομπώδεις prog/power συνθέσεις σου, με τα χαρακτηριστικά πομπώδη πλήκτρα και τα πολυφωνικά φωνητικά, ακούγονται τόσο καλύτερα με αυτόν να τα τραγουδά...

Το πλήρωμα του χρόνου φέρνει λοιπόν την πολυπόθητη επανασύνδεση 14 χρόνια μετά και η μουσική που βγαίνει από το στερεοφωνικό μου είναι σα να μην έχουν περάσει 14 μήνες από τότε. Τώρα θα μου πείτε, καλό είναι αυτό; Δυστυχώς, δεν είναι και πολύ καλό, γιατί καλή και χρυσή η νοσταλγία, αλλά τι να το κάνεις στο βάθος χρόνου ένα άλμπουμ που ναι μεν θυμίζει τις «χρυσές μέρες» σου, αλλά ακούγεται το ίδιο με χειρότερες συνθέσεις; Μην παρεξηγηθούμε όμως. Όταν λέμε χειρότερες δεν εννοούμε κακές. Τουναντίον, υπάρχουν και κάτι στιγμές όπως το "Another Man Down" με τη ρεφραινάρα του και το δεκάλεπτο ομώνυμο άσμα, που λειτουργούν σχεδόν «τηλεμεταφορικά», πηγαίνοντάς με στην εποχή που το "Message To God" επαναλαμβανόταν μέσα στην ημέρα περισσότερες φορές από όσες τσεκάρει τη στάθμη του μπουκαλιού ο αλκοολικός.

Αλλά να, νομίζω ότι προσπάθησαν να πιάσουν το momentum της επανασύνδεσης και δε δούλεψαν όσο χρόνο έπρεπε στις συνθέσεις, στο concept, στις λεπτομέρειες, για να κάνουν κάτι ξεχωριστό. Θέλησαν να δημιουργήσουν ένα άλμπουμ με κλασικό Royal Hunt ήχο και κατέληξαν να έχουν παρεμφερή στοιχεία και μελωδίες εδώ κι εκεί. Άκου πώς ανοίγει το άλμπουμ με το "One More Day" και κάπου το έχεις ξαναπετύχει στην προγενέστερη δισκογραφία τους, κάτι που συμβαίνει με το εξίσου μέτριο "An Empty Shell". Τα "Hard Rain's Coming" και "Half Past Loneliness" είναι σαφώς αρτιότερα, ενώ το "Angel's Gone", που συμπληρώνει την 7αδα των τραγουδιών του άλμπουμ και το κλείνει, είναι μάλλον διαδικαστικό.

Η τελική αίσθηση που μου αφήνει είναι πως μου λείπουν πράγματα. Μου λείπουν στοιχεία πρωτοτυπίας, μου λείπουν μία-δύο σπαραξιάρικες στιγμές ερμηνείας, όπως αυτές στο "Far Away” ή το "Long Way Home", από τον Cooper.  Κι όμως, η αρτιότητά του το καθιστά ένα εύκολο και ευχάριστο άκουσμα, που όμως λογικά θα φθίνει σταθερά στην πορεία του χρόνου. Ο ήχος είναι χαρακτηριστικός, η παραγωγή κρυστάλλινη, η φωνή του Cooper αναλλοίωτη και εν τέλει θα παραμερίσω το ανεκπλήρωτο συναίσθημα που μου άφησε αυτό το άλμπουμ και θα χαρώ που οι Royal Hunt έχουν το σωστό τραγουδιστή πίσω από το μικρόφωνο. Ο Andersen, με άλμπουμ όπως το "Fear", το "Eye Witness" και το "Collision Course", έχει αποδείξει πως μπορεί να ξανακάνει μικρές υπερβάσεις και να διαψεύσει όσους υποστηρίζουν πως αυτή η μπάντα τα έφαγε τα ψωμιά της. Το επόμενο άλμπουμ (αν υπάρξει) θα δείξει αν οι Royal Hunt το πήραν απόφαση πως θα ζουν αποκλειστικά «τρώγοντας από τα έτοιμα» ή αν αυτή η επανασύνδεση αποτελεί πραγματικά μια νέα αρχή...
  • SHARE
  • TWEET