Monuments

The Amanuensis

Century Media (2014)
Από τον Νίκο Καταπίδη, 06/06/2014
Το "The Amanuensis" είναι από την αρχή μέχρι το τέλος ένα album γεμάτο δουλεμένα, ενδιαφέροντα και κολλητικά τραγούδια
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Ο δεύτερος δίσκος είναι συχνά ζωτικής σημασίας για την πορεία μιας μπάντας. Είτε βρίσκει τα πατήματα και τον ήχο της, είτε εάν είναι μια αδιάφορη δουλειά, οδηγεί στην αφάνεια. Οι Monuments είχαν δώσει πολύ θετικά δείγματα γραφής με το “Gnosis”, έναν άρτιο δίσκο που άφηνε υποσχέσεις για το μέλλον, χωρίς όμως να διαθέτει κάτι το τόσο ξεχωριστό.

Αυτό το ξεχωριστό ήρθε τελικά με την αλλαγή τραγουδιστή, με τον Chris Barretto (ex-Periphery, Ever Forthright) να αναλαμβάνει τα ηνία τόσο της εκτέλεσης όσο και της σύνθεσης των φωνητικών. Μια αλλαγή που λειτούργησε πολύ θετικά στο ηχητικό προφίλ της μπάντας, τόσο λόγω της εξαιρετικής απόδοσης του Chris, όσο και λόγω του συνθετικού του ταλέντου, που ξεδιπλώνεται στα κολλητικά ρεφρέν που υπάρχουν στο δίσκο και είναι ικανά να σε κάνουν να ακούς το ίδιο κομμάτι ξανά και ξανά.

Από το πρώτο κιόλας κομμάτι, "I, The Creator", διαπιστώνεται η προσήλωση στο συμπαγές songwriting, με δυνατές μελωδίες και ισορροπημένη επιθετικότητα. Είναι από τις λίγες φορές στο χώρο του djent που τα ρεφρέν δεν ακούγονται επιτηδευμένα και δεν χαλάνε τη ροή του κομματιού, αντιθέτως συμπληρώνουν ταιριαστά τα ακραία σημεία. Αυτή η συνέπεια και η συνοχή χαρακτηρίζει όλο το άλμπουμ, χωρίς ιδιαίτερες φλυαρίες ή τεχνικές επιδείξεις χωρίς μουσικό νόημα. Δεν λείπει και ο πειραματισμός, με αντιπροσωπευτική την εισαγωγή του "Saga City", με a capella φωνητικά και τον ρυθμό να δίνεται με χτύπημα των δακτύλων, μια εξαιρετική και πρωτότυπη στιγμή για έναν metal δίσκο.

Αξιοσημείωτη είναι και η ικανότητα του συγκροτήματος να groove-άρει και να δημιουργεί κομμάτια που παρά την τεχνική τους πολυπλοκότητα έχουν μια πολύ συνεκτική ρυθμική αίσθηση. Οι κιθάρες φυσικά παίρνουν τον πρώτο ρόλο, τα riff είναι ευφάνταστα, ενώ συνδυάζονται με πολύ μελωδικά lead και τις κλασικές ambient καθαρές κιθάρες που δημιουργούν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, όπως για παράδειγμα στο "Horcrux" και το "Garden Of Sankhara".

H παραγωγή είναι ένα ακόμη στοιχείο που φανερώνει την εξέλιξη των Monuments σε αυτόν τον δίσκο. Επιτέλους, μια πιο οργανική παραγωγή, σε ένα είδος που τα drum machines και τα trigger πρωταγωνιστούν, και ο «πλαστικός» ήχος αποτελεί τον κανόνα. Η βασική βελτίωση εστιάζεται στα τύμπανα, που έχουν τον πραγματικό τους ήχο και όχι triggers, ενώ υπάρχει ισορροπία μεταξύ των οργάνων, με το μπάσο να δίνει τον απαραίτητο όγκο, και τα φωνητικά να είναι μπροστά χωρίς να επικαλύπτουν τις πολυεπίπεδες κιθάρες.

Το "The Amanuensis" είναι ένα concept άλμπουμ, γραμμένο γύρω από μια ιστορία που επινόησε ο Chris, βασισμένος στον κύκλο Samsara, τον κύκλο της ζωής. Θεοί, δαίμονες, ταξίδια, μοίρα, κι ένας χαρακτήρας που είναι καταδικασμένος να ζει τα ίδια γεγονότα ξανά και ξανά, σε έναν ατέρμονο κύκλο. Αρκετά ενδιαφέρον σαν concept, η έλλειψη στίχων από το promo όμως δεν με βοήθησε στο να εμβαθύνω στην ιστορία, ειδικά όταν στα screaming σημεία δεν είναι τόσο ξεκάθαρο το νόημα των στίχων. Είναι όμως μια κίνηση που δείχνει φιλοδοξία και όρεξη και είναι αν μη τι άλλο κάτι που ξεχωρίζει τον δίσκο από το σωρό.

Συνολικά, το "The Amanuensis" αποτέλεσε μια μεγάλη έκπληξη για μένα, γιατί είναι από την αρχή μέχρι το τέλος ένα άλμπουμ γεμάτο δουλεμένα, ενδιαφέροντα και κολλητικά τραγούδια. Η πώρωση της μπάντας ξεχειλίζει, οι μελωδίες συνεπαίρνουν και χωρίς να είναι επιδεικτική, η τεχνική προσδίδει ένα συναρπαστικό χαρακτήρα που με αλλεπάλληλες ακροάσεις δείχνει πόσο μπορεί να ανυψώσει ένα κομμάτι όταν δεν γίνεται αυτοσκοπός. Οι Monuments με αυτή την κυκλοφορία θέτουν υποψηφιότητα για έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς. Πραγματικά μια εξαιρετική κυκλοφορία που συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όλους.
  • SHARE
  • TWEET