Manic Street Preachers

Rewind The Film

Columbia (2013)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 21/10/2013
Οι Ουαλοί δίνουν έναν ακουστικό, κατά κύριο λόγο, δίσκο γεμάτο αξιόλογες μελωδίες και στοχάζονται πάνω στο θέμα του χρόνου που περνά αμείλικτα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Δεν μπορείς παρά να βγάλεις το καπέλο στους Manic Street Preachers. Έπειτα από τόσα χρόνια καταφέρνουν και βρίσκονται με συνέπεια στο προσκήνιο με αξιολογότατες -ως επί το πλείστον- κυκλοφορίες. Είναι στα αλήθεια αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο παραμένουν στον αφρό, παρ' ότι έχουν περάσει από σαράντα κύματα στην 25ετή πορεία τους, η οποία μοιάζει με ένα εντελώς απροσδόκητο ταξίδι για μια παρέα που στο ξεκίνημά της διακήρυττε ότι όλες οι μπάντες πρέπει να διαλύονται μετά το ντεμπούτο τους.

Η ρητορική και ο ήχος τους «μαλάκωσαν» μετά το κομβικό σημείο της εξαφάνισης του Richey James Edwards το 1994, αλλά ποτέ δεν έκαναν εκπτώσεις στα πιστεύω τους. Μπορεί με το "Everything Must Go" (1996) να μετατράπηκαν σε αστέρια πρώτου βεληνεκούς, ωστόσο, παρά την εμπορικότητα, παρέμειναν αδιαπραγμάτευτα ιδεολόγοι (διατηρώντας, παράλληλα, το δικαίωμα να αλλάζουν τις απόψεις τους μια φορά στο τόσο...). Η επιτυχία τους, βέβαια, δεν οφείλεται στους βαρύγδουπους στίχους τους (διατηρώ ολοζώντανη την ανάμνηση του έφηβου εαυτού μου να περνά ώρες ατελείωτες με το γεμάτο ζόρικα νοήματα κι άγνωστες λέξεις "Generation Terrorists" (1992) και το απαραίτητο λεξικό παραμάσχαλα). Η επιτυχία τους προήλθε πρωτίστως από τη φυσική -και από ό,τι φαίνεται ανεξάντλητη- ροπή τους προς τη σύνθεση σπουδαίων τραγουδιών. Τί να λέμε τώρα; Οι πιασάρικες μελωδίες κυλούν στο αίμα τους.

Έτσι και τώρα, σε αυτόν το μελαγχολικό στοχασμό που είναι το "Rewind The Film", η φόρα-παρτίδα παράθεση του εύθραυστου ψυχισμού τους (του Nicky Wire, εν προκειμένω, που γράφει τους περισσότερους από τους στίχους) γίνεται με ακαταμάχητα θελκτικό τρόπο, και τούτο παρά τις παλιομοδίτικες ενορχηστρώσεις. Μια μελωδία που είναι πιασάρικη, παραμένει τέτοια, όπως κι αν παιχτεί.

Το άλμπουμ υπ' αριθμόν 11, λοιπόν, έρχεται με σημαντική χρονική απόσταση από την προηγούμενη δουλειά τους και είναι ένα εντελώς διαφορετικό «ζώο» σε σχέση με το χορταστικό και λουστραρισμένο "Postcards From A Young Man" (2010), το οποίο εύστοχα περιγράφηκε από τους ίδιους τους Manics ως «μια τελευταία απόπειρα να κατακτήσουν τα ραδιόφωνα». Γεμάτο λυρισμό και ποιητική διάθεση, το "Rewind The Film" δεν μοιάζει με καμία από τις προηγούμενες δουλειές τους.

Πρόκειται για μια από τις πιο μελωδικές τους κυκλοφορίες, η οποία βασίζεται, ως επί το πλείστον, σε «γήινες», ακουστικές ενορχηστρώσεις, όπου τα έγχορδα και τα πνευστά κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο και η γενικότερη προσέγγιση εύκολα χαρακτηρίζεται ως folk. Υπάρχουν ελάχιστες ηλεκτρικές κιθάρες και τα up-tempo κομμάτια είναι μόλις δύο˙ η ενέργεια, δε, σε αυτά δεν είναι παρά ένα μικρό κλάσμα της ορμής που συνήθως συναντούμε στα tracks όπου οι Ουαλοί έχουν πατήσει το πόδι στο γκάζι.

To project που γέννησε το "Rewind The Film" ήταν αδιανόητα φιλόδοξο (στο πρώιμο στάδιό του το ονόμασαν "70 Songs Of Hatred And Failure") και παραλίγο να τους «πνίξει». Το αδιέξοδο ξεπεράστηκε όταν αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν δύο εντελώς διαφορετικά άλμπουμ: ένα (σχεδόν) ακουστικό και ένα «ηλεκτρισμένο», το οποίο αναμένεται στις αρχές του 2014.

Το υπέροχο ομότιτλο κομμάτι είναι αναμφίβολα το κεντρικό σημείο του δίσκου. Τί να πρωτοπεί κανείς για αυτό το αριστούργημα (τί ωραίο πράγμα να μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτήν τη λέξη δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό); Η συμμετοχή του Richard Hawley είναι καταλυτική και μετατραπεί αυτήν την απίθανη μελωδία σε ένα άμεσα κλασικό track. Η ερμηνεία του χαρίζει μια απαράμιλλη νηφαλιότητα, η οποία δίνει τον τόνο της ψύχραιμης προσέγγισης του κεντρικού θέματος του άλμπουμ: της άνισης μάχης του ανθρώπου με το χρόνο.

Οι ψυχεδελικές folk κιθάρες δένουν τέλεια με τα έγχορδα που μας έρχονται από τις ημέρες του "Everything Must Go" (1996) και από εκεί μας οδηγούν στις εξερευνήσεις που έκανε ο Scott Walker στο ρεπερτόριο του Jacques Brel πριν από 45 χρόνια. Όπως συνέβαινε στην εποχή των Big Bands, τότε που ο τραγουδιστής (ο οποίος ακόμη δεν ήταν το αστέρι) έμπαινε έπειτα από ένα - ενάμισι λεπτό μέσα στο κομμάτι, εδώ o Bradfield έρχεται για το ρεφρέν στα 03:12 κι ενώ ο Hawley έχει οδηγήσει το κομμάτι με ασφάλεια κι υπομονή σε δυο-τρεις αξέχαστους δρόμους μέχρι το σημείο εκείνο.

Στο εν λόγω track βρίσκουμε ένα από τα πιο αριστοτεχνικά παιξίματα της πλούσιας δισκογραφίας τους, το οποίο ζωντανεύει τα υγρά τοπία του Cardiff, ενώ οι εξαιρετικοί στίχοι μεταφέρουν με απόλυτη πειστικότητα το κλίμα της νοσταλγίας. Τα λόγια που ερμηνεύει ο Hawley είναι γραμμένα από τον Nicky Wire, ενώ εκείνα που τραγουδά ο Bradfield στο ρεφρέν είναι γραμμένα από τον ίδιο («let me hide under the sheets with the radio on»).

«I want to feel small
Lying in my mother’s arms
Playing my old records
Hoping that they’ll never stop»

Και να σκεφτεί κανείς ότι -σύμφωνα με τον Bradfield- αυτή η πανέμορφη, σχεδόν επτάλεπτη, ελεγεία θα έμενε εκτός του άλμπουμ εάν ο Hawley δε δεχόταν να το τραγουδήσει. Ελπίζω οι Fleet Foxes να έχουν στήσει αυτί...

Το "Rewind The Film" δόθηκε στη δημοσιότητα ως προπομπός του άλμπουμ τον περασμένο Ιούλιο, αλλά, τυπικά, ως πρώτο single θεωρούμε το ιδιαίτερα ευχάριστο κι αισιόδοξο "Show Me The Wonder", το οποίο από πλευράς νοήματος μοιάζει αρκετά ξένο μέσα σε ένα τόσο «ενδοσκοπικό» άλμπουμ, αλλά η ηχητική του νοσταλγία τελικά το ευθυγραμμίζει με τη γενικότερη προσέγγιση. Η ενορχήστρωση και το μπρίο του παραπέμπουν στο «sound of young America» της Motown, ενώ η εισαγωγή του φέρνει στο μυαλό το "Suspicious Minds" του Elvis. Τρομερά πνευστά και ένα πολύ ωραίο, «κολλητικό» ρεφρέν.

«Show me the wonder
I have seen the birthplace of the universe
Show me the wonder
I have seen miracles move in reverse»

Και κάπου εδώ δεν μπορείς παρά να κοντοσταθείς και τα αναρωτηθείς για τη δύναμη του χρόνου. Η μπάντα που κάποτε μας έδωσε το δύσπεπτο οξύ του "The Holy Bible" (1994), τώρα μας «σερβίρει» easy listening νοσταλγία και -το κυριότερο- με έναν μαγικό τρόπο καταφέρνει να ακούγεται εξίσου τολμηρή.

Το ίδιο σοκ φέρνει στους φανατικούς τους φίλους και το, επίσης πανέμορφο, εναρκτήριο track "This Sullen Welsh Heart" με τη χρησιμότατη συμμετοχή της indie folk βρετανίδας Lucy Rose, η οποία δίνει όμορφο χρώμα στο ρεφρέν.  Εδώ, με το καλημέρα, αποκαλύπτεται η κόπωσή τους («I don’t want my children to grow up like me / It’s too soul destroying - It’s a mocking disease») και η ανάγκη τους για ανακωχή.

«I can’t fight this war anymore
Time to surrender, time to move on
So line up the firing squads
Kiss goodbye to what you want
Go with the flow, go home
You can’t keep on struggling when you’re alone»

Είναι αδύνατον μετά από αυτούς τους στίχους να μην ανατρέξει ο νους ενός φίλου τους στην απόσταση που έχει διανυθεί από το «All we want from you are the kicks you’ve given us» του συγκλονιστικού "Motorcycle Emptiness";

Αλλά πλέον είναι προφανές ότι έχει κυλήσει πάρα πολύ νερό στο αυλάκι και ο χρόνος αποδείχθηκε αμείλικτος ακόμη και για αυτούς τους «επαναστάτες», που κάποτε είχαν εμφανιστεί με κουκούλα τρομοκράτη (balaclava) στο Top Of The Pops, εξασφαλίζοντας ρεκόρ παραπόνων στο BBC. Η κρίση της μέσης ηλικίας τους έχει εμφανώς επηρεάσει και η περιγραφή γίνεται με πολύ γλαφυρό τρόπο σε διάφορα σημεία του δίσκου. Θα ξεχωρίσω την ανατριχιαστική -αλλά παραδόξως ψύχραιμη- περιγραφή στο στακάτο "Builder Of Routines":

«I have sealed myself in
Laminated all of my skin
Cellotaped my world in bits
I must embrace paralysis»

Το πιο απρόσμενο track είναι το παλιομοδίτικο κυκλικό βαλσάκι "Anthem For A Lost Cause" (προορίζεται για δεύτερο single!), το οποίο μοιάζει με εκείνες τις μελωδίες που τραγουδούν μεθυσμένοι οι Βόρειοι πιασμένοι χέρι-χέρι. Παραείναι παλιομοδίτικο -κυριολεκτικά, μοιάζει να απευθύνεται στους γονείς, παρά στα παιδιά τους- αλλά λειτουργεί ικανοποιητικά μέσα στην πορεία του άλμπουμ.

Κι ενώ το άλμπουμ μοιάζει -ηχητικά τουλάχιστον- να είναι προϊόν του καναπέ και των τριών «π» μιας «παραδομένης» μέσης ηλικίας (πιτζάμα, παντόφλα, πιτυρίδα), οι γεμάτοι σπινθηροβόλες ιδέες στίχοι, αποδεικνύουν ότι αυτή η πάλαι ποτέ θερμόαιμη μπάντα κάθε άλλο παρά έχει καταθέσει τα όπλα. Η αιχμηρότητά τους παραμένει καλά ακονισμένη, μόνο που την έχουν περιορίσει στο στίβο της στιχουργικής. Με έντονη ποιητική διάθεση, μας δίνουν μια ολοζώντανη εικόνα της κούρασης που έχει συσσωρευθεί από την ψυχαναγκαστική προσπάθεια για την επιμήκυνση της παραμονής τους στην πρώτη γραμμή επί τόσα πολλά χρόνια. Η «άδεια» ερμηνεία του Bradfield στο "Running Out Of Fantasy" τα λέει όλα μέσα από θαυμάσιους στίχους.

«I don’t expect your sympathy
I’m old, I’m strange, I’m confidential
Has my fantasy run out of delusion?
Has my fantasy reached its logical conclusion?
I’m running out of fantasy»

Στα αλήθεια, είναι εξαιρετικοί οι στίχοι των Manics˙ ως συνήθως, άλλωστε. Απλά αυτήν τη φορά οι χαλαρές ενορχηστρώσεις τους βοηθούν πολύ να αναδειχθούν. Γενικά, υπάρχει μια χαλαρή διάθεση στο "Rewind The Film", η οποία προδίδεται και από τον τρόπο που ο Bradfield παραχωρεί με άνεση την πρωταγωνιστική του θέση στα φωνητικά (σε δύο κομμάτια όπου έχει περιορισμένο ρόλο, ενώ υπάρχει κι ένα instrumental), αλλά και τον κεντρικό ρόλο του «guitar hero» που κατέχει συνήθως («I'm no longer the centre of the universe» που μας λέει και στο "3 Ways To See Despair").

Όπως δήλωσε ο ίδιος, η παραχώρηση αυτή έγινε οικειοθελώς, για να απελευθερώσει τη διαδικασία της σύνθεσης, η οποία συχνά περιορίζεται από τις δυνατότητες του προοριζόμενου ερμηνευτή. Η προσέγγιση αυτή φαίνεται να πετυχαίνει το σκοπό της, τόσο στο ομότιτλο track, όπου ο Richard Hawley είναι καθηλωτικός, όπως είπαμε, όσο και στο "4 Lonely Roads", στο οποίο τα φωνητικά έχουν παραχωρηθεί στην Cate Le Bon (ο Bradfield περιορίζεται στο να τη σιγοντάρει κάνοντας διακριτικά backing vocals). Ιδιαίτερα στο κομμάτι αυτό, η προσκεκλημένη τους δίνει έναν φρέσκο αέρα, κάνοντάς τους να  ακούγονται σαν μια πρωτοεμφανιζόμενη indie μπάντα.

Κι εκεί ακριβώς έχω την αίσθηση ότι βρίσκεται το μυστικό για τη σωστή αξιολόγηση του "Rewind The Film". Πρέπει να ξεχάσουμε, για λίγο, ότι πρόκειται για το 11ο άλμπουμ των σπουδαίων Manics και να το απομονώσουμε υποθέτοντας ότι πρόκειται για το ντεμπούτο μιας άγνωστης μπάντας. Κι αφού το κάνουμε αυτό, ας αναρωτηθούμε τι εντυπώσεις μας αφήνει αυτό που ακούμε; Ε, λοιπόν, εάν αυτό που ακούμε προερχόταν από μια πρωτοεμφανιζόμενη μπάντα, όλοι θα δηλώναμε ενθουσιασμένοι για τη δισκάρα που έβγαλε ένα απίθανα ελπιδοφόρο group της neo-folk.

Αυτό ακριβώς είναι το "Rewind The Film": μια δισκάρα, μόνο που δεν προέρχεται από ένα ανερχόμενο όνομα, αλλά από μια μπάντα που επαναπροσδιορίζεται και μοιάζει να διανύει μια δεύτερη νιότη μετά τη λύτρωση του "Journal For Plague Lovers" (2009), όπου αξιοποίησαν αχρησιμοποίητους στίχους του Richey και «ξόρκισαν» το φάντασμά του.

Η γήρανση είναι αναπόφευκτη και οι Manics στην τρίτη δεκαετία της καριέρας τους ακούγονται μελαγχολικοί καθώς ατενίζουν το μέλλον στραμμένοι στο παρελθόν, αλλά την ίδια ώρα προτάσσουν τη δημιουργικότητα και την εργατικότητά τους για να  αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της μέσης ηλικίας, κοιτάζοντάς την κατάματα με ψυχραιμία και διαύγεια.

Η δραστηριοποίηση είναι για αυτούς η λύση, όπως αποκαλύπτουν στο εναρκτήριο track: «The art of creation saves us from despair» ή όπως αναφέρεται στα λόγια του Albert Camus που κοσμούν το βιβλιαράκι του CD: «Real generosity towards the future lies in giving all to the present».

Μην περάσει ούτε για αστείο από το μυαλό σας ότι οι Manics ετοιμάζονται για απόσυρση στα Κ.Α.Π.Η. Το πολύ καλό up-tempo "30-Year War" που κλείνει το δίσκο είναι το πιο «επιθετικό» track του άλμπουμ. Πρόκειται για έναν αντί-Θατσερικό ύμνο για τις εργατικές μάχες των τελευταίων 30 χρόνων. Ξεκινάει με μια αναφορά στις απεργίες των ανθρακωρύχων ('84 - '85) και φτάνει μέχρι την τραγωδία του Hillsborough (1989, 96 νεκροί και 766 τραυματίες σε αγώνα ποδοσφαίρου μεταξύ Liverpool και Nottingham Forest). Σύμφωνα με τους ίδιους, το κομμάτι αυτό λειτουργεί ως ο συνδετικός κρίκος με το επερχόμενο «σκληρό» άλμπουμ, το οποίο θα προκύψει από την ίδια περίοδο ηχογραφήσεων που γέννησαν και το "Rewind The Film".

Από τα υπόλοιπα κομμάτια ξεχωρίζει το "As Holy As The Soil (That Buries Your Skin)", το οποίο είναι φτιαγμένο για sing-along, ενώ τόσο το «πικρό» "3 Ways To See Despair", όσο και το instrumental "Manorbier" παρουσιάζουν ενδιαφέρον, θυμίζοντας Beatles του "Λευκού Άλμπουμ" (1968) και Flaming Lips αντίστοιχα.

Με δυο κουβέντες, οι σπουδαίοι Manic Street Preachers προσθέτουν ακόμη ένα διαμαντάκι στη φαρέτρα της πλούσιας δισκογραφίας τους, με ένα άλμπουμ εντελώς διαφορετικό από ό,τι έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα. Οι ακαταμάχητες μελωδίες και οι πανέμορφοι στίχοι του "Rewind The Film" εξυπηρετούνται απόλυτα από τη λιτή, ακουστική ως επί το πλείστον, ενορχήστρωση και τελικά συνιστούν τον πιο «ψύχραιμο» δίσκο μιας ιδιαιτέρως θερμόαιμης μπάντας.  Τοποθετώντας την κυκλοφορία αυτή στη σειρά μετά τα πολύ καλά "Journal For Plague Lovers" (2009) και "Postcards From A Young Man" και εν όψει μιας ακόμη κυκλοφορίας μέσα στους επόμενους μήνες, γίνεται αντιληπτό ότι η μπάντα διανύει μια δεύτερη νιότη κι έχει πολλά ακόμη να δώσει.
  • SHARE
  • TWEET