Joe Bonamassa

The Ballad Of John Henry

Provogue (2009)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 07/07/2009
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ο Joe Bonamassa έχει μεγαλώσει. Όχι μόνο ηλικιακά αλλά και στο μουσικό παράστημα που έχει υψώσει. Μετά την προηγούμενη εξαιρετική studio δουλειά του, το "Sloe Gin" του 2007, ήρθε πέρυσι το απαραίτητο live κεφαλόσκαλο "Live From Nowhere In Particular" που, ως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, συνοψίζει και κεφαλαιοποιεί τις επιτυχίες του καλλιτέχνη, κλείνοντας μία περίοδο και εγκαινιάζοντας την επόμενη...

...που δεν είναι άλλη από τη «Μπαλάντα του Τζον Χένρυ» (για την ιστορία, ο Τζον Χένρυ είναι ένας Αμερικανός μυθικός ήρωας - σύμβολο της αντίστασης των χειρωνακτών εργατών απέναντι στην εκβιομηχάνιση της εργασίας). Σα να θέλει εξαρχής να μας πείσει για την ωρίμανσή του, ο Bonamassa από το πρώτο κιόλας τραγούδι εντυπωσιάζει και όχι μόνο με την, ούτως ή άλλως, αξιοπρόσεκτη τεχνική του στην κιθάρα. Η ομώνυμη του δίσκου σύνθεση, ένα νότιο blues κομμάτι, θα μείνει τελικά πιο έντονα στο μυαλό για την παράτολμη παραγωγή του, όπου, πέρα από τα εφέ αλυσίδων που διακριτικά τοποθετούνται στο φόντο, ξεχωρίζει η προσθήκη ορχήστρας (!) με λογική "Kashmir". Ειλικρινά δε μπορώ να θυμηθώ παρόμοια ενορχήστρωση σε αντίστοιχου ύφους κομμάτι και το γεγονός ότι «του βγαίνει» σημαίνει ότι μόνο τυχαίο δεν είναι, κάπως το είχε δουλέψει στο μυαλό του. Κι αν αυτό αποπροσανατολίζει εν μέρει από τη συμβολή του ίδιου του JB στη μουσική, ο ήχος της κιθάρας να προσομοιάζει αυτόν του τρένου αρκεί για να σου αποσπάσει την προσοχή.

Η συνέχεια αποδεικνύεται εξίσου τολμηρή όταν θα κάνει το αντίστροφο, απογυμνώνοντας το "Stop" της Sam Brown από τη λουσάτη ενορχήστρωση που το περιέβαλε στην αρχική του εκδοχή, για να αναδείξει τελικά ένα γνήσιο blues κομμάτι. Μπορεί κάπου να εγκλωβίζεται στην ιδέα του αυτή, αλλά τα κιθαριστικά του περάσματα δε σε αφήνουν να ξεχαστείς ως προς το καλλιτεχνικό ποιόν του.

Αν από τα παραπάνω δεν προκύπτει ήδη η αυξανόμενη εμπιστοσύνη που έχει στις δυνάμεις του ο νεαρός κιθαρίστας, τότε το γεγονός ότι πάνω από τις μισές είναι αποκλειστικά δικές του συνθέσεις θα πρέπει να διαλύει κάθε αμφιβολία. Οι ακουστικές στιγμές της προηγούμενης κυκλοφορίας έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο και κυριαρχεί το hard stompin' blues rock αλλά και οι χαμηλών τόνων στιγμές. Ιδιαίτερα σε αυτές λάμπει πιο έντονα το άστρο του, αφού η εκφραστικότητα της κιθάρας του αλλά και η αξία της φωνής του (με τη χαρακτηριστική νότια προφορά) αναδεικνύουν τραγούδια όπως τα "Happier Times", "Feelin' Good" και "The Great Flood" ανάμεσα στις καλύτερες στιγμές του δίσκου.

Τα πιο ρυθμικά τραγούδια διακατέχονται από το ιδιαίτερο βάρος του ήχου του που είναι το στοιχείο που τον κάνει τόσο προσφιλή και στο ροκ κοινό. Είναι επιτυχία του το γεγονός ότι το επτάλεπτο "Last Kiss" τελειώνει πριν το χορτάσεις, είναι επιτυχία του που το "Story Of A Quarryman" θυμίζει σε όλους μας γιατί στα '70s το blues των Led Zeppelin χαρακτηρίστηκε ως heavy metal, είναι τελικά επιτυχία του που οι πιο αδύναμες στιγμές του δίσκου μοιάζουν να είναι οι διασκευές του.

Πράγματι, αν και όλες οι εκτελέσεις παραμένουν ποιοτικές, το "Jockey Full Of Bourbon" του Tom Waits εμφανίζεται εδώ σε μία «σιδερωμένη» εκδοχή του, το "Funkier Than A Mosquito's Tweeter" δεν είναι τόσο funky όσο ο Ike και η Tina το είχαν παρουσιάσει, ενώ το "As The Crow Flies" μπορεί να προσαρμόζεται στα μέτρα του, όμως εξακολουθεί να απουσιάζει η «λασπουριά» της πρώτης εκτέλεσης του Tony Joe White και η slide κιθάρα αυτής του Μεγάλου Ιρλανδού (τι εννοείτε ποιος; Ένας είναι ο Μεγάλος Ιρλανδός). Το ότι αυτά τα κομμάτια είναι η αρνητική πλευρά του άλμπουμ, όμως, μόνο ως φιλοφρόνηση μπορεί να εκληφθεί.

Αν θέλουμε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, αυτό είναι ότι ο Joe Bonamassa πειραματίζεται συγκρατημένα, είτε με τις επιλογές των τραγουδιών που ερμηνεύει, είτε με την παραγωγή που επιλέγει, χωρίς ποτέ να ξεχνά τον ηγετικό του ρόλο στο είδος. Αν δεχτούμε ότι το "Sloe Gin" ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα του μέχρι τότε, στο φετινό του πόνημα καταφέρνει να μην κάνει ούτε μισό βήμα πίσω, μετριάζοντας τον ενθουσιασμό του ακροατή που τον παρακολουθεί πιστά μόνο επειδή η αναζήτηση του «κορυφαίου» τραγουδιού θα μας βρει με άδεια χέρια στο "Ballad Of John Henry", σε αντίθεση με το ομώνυμο του προκατόχου του. Ας είναι, το σύνολο μας αποζημιώνει.

  • SHARE
  • TWEET