Einsturzende Neubauten

Lament

Mute (2014)
Από τον Μανώλη Κληρονόμο, 17/12/2014
Ένα πολυσυλλεκτικό, αντιπολεμικό μανιφέστο που επισφραγίζει την ωριμότητα των Γερμανών
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Το 2003 ήταν όταν ο Blixa Bargeld, συνοδοιπόρος του Nick Cave για πάνω από είκοσι χρόνια (από την εποχή ακόμα των Birthday Party, με τους οποίους πρόλαβε και κυκλοφόρησε το EP "Mutiny" του '83, την τελευταία δουλειά της μπάντας πριν διαλυθεί), πήρε την απόφαση να αποχωρήσει από τους Bad Seeds του τελευταίου για να αφοσιωθεί στους Einstürzende Neubauten, το πιο πρωτοποριακό industrial συγκρότημα όλων των εποχών. Αν και πάνε πλέον έντεκα χρόνια, τελικά οι Neubauten, κατάφεραν να κυκλοφορήσουν, από τότε, μόλις δύο δίσκους: Το "Perpetuum Mobile" (2004) και το "Alles Wieder Offen" (2007). Έπειτα σιωπή και επτά χρόνια μετά, οι Neubauten επιστρέφουν με ένα από τα πιο μεγαλεπήβολα εγχειρήματά τους, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα σε τι οφείλετο η μεγάλη αναμονή.

Το "Lament" δεν είναι ένας κανονικός δίσκος. Είναι η μουσική αναδόμηση υλικού το οποίο γράφτηκε με πρώτο και κυρίαρχο σκοπό να αποδίδεται live. Μια μουσικοθεατρική παράσταση η οποία καταπιάνεται με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Blixa αυτά τα επτά χρόνια που μεσολάβησαν από το "Alles Wieder Offen", δεν κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια αλλά δούλευε πυρετωδώς για να μαζέψει το υλικό που απαρτίζει το "Lament". Συνεργάστηκε με επιστήμονες, θεωρητικούς και ιστορικούς ερευνητές, σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα για τον κομβικότερο πόλεμο της σύγχρονης ιστορίας της ανθρωπότητας, τον πόλεμο ο οποίος έθεσε τα στιβαρά θεμέλια για να έρθει ο Δεύτερος, ο πόλεμος ο οποίος, όπως λέει και ο Bargeld, συνεχίζει να μαστίζει την ανθρωπότητα μέχρι και σήμερα. Ο πόλεμος ο οποίος δεν τελείωσε ποτέ.

Το "Lament" είναι ένα συνειδητοποιημένο και ευφυέστατο αντιπολεμικό μανιφέστο, η δομή του οποίου αποτελείται από δεκάδες διαφορετικά μουσικά θέματα, καθιστώντας το ως έναν από τους πλέον ζόρικους δίσκους στην ιστορία του συγκροτήματος. Οι Neubauten δεν προβαίνουν σε τεμπέλικες δηλώσεις τύπου «ο πόλεμος είναι κακός» αλλά καταφέρνουν χάρη στη musique concrete τους και τη λαμαρινέ αισθητική τους να αποδώσουν όλη την απόγνωση του πολέμου, φέρνοντας τον ακροατή στα όριά του ώστε ο ίδιος να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Αυτά τα δεκάδες μουσικά θέματα είναι τόσο καίρια στη δομή του "Lament" που είναι αδύνατον να τα προσπεράσω με μία επιγραμματική παράγραφο, οπότε θα επεκταθώ, γιατί όλη η ουσία του άλμπουμ κρύβεται σε αυτά.

Η αρχή γίνεται με το "Kriegsmaschinerie" («Μηχανή του πολέμου»). Οι Neubauten θυμούνται τις μέρες τους των αρχών της δεκαετίας του '80 και του full length ντεμπούτου τους "Kollaps". Χρησιμοποιώντας τα δικά τους, αυτοδημιούργητα όργανα, αποτυπώνουν την ένταση, το ψύχος και τη μιζέρια με κολασμένα θέματα που δημιουργούν εφιάλτες και ηχούν σαν ερπύστριες τεθωρακισμένων που προελαύνουν απειλητικά.

Στο "Hymnen" («Ύμνος»), oι Neubauten αναδομούν σαρκαζόμενοι έναν εθνικό ύμνο τον οποίο μοιράζονταν τρεις μεγάλες δυνάμεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου: Ο Καναδάς, η Γερμανία και η Μ. Βρετανία, υπογραμμίζοντας την ειρωνία του γεγονότος ότι αν και είχαν πολλά κοινά, αυτό δεν τους εμπόδισε να προσπαθήσουν να καταστρέψουν ο ένας τον άλλο. Ανά δύο στίχους, ο Bargeld αλλάζει γλώσσα, διατηρώντας την κλασικά γνώριμη μελωδία, υπογραμμίζοντας ακόμα πιο έντονα την τραγική ειρωνεία, ενώ στην τελευταία στροφή γίνεται ακόμα πιο δηκτικό, συγκρίνοντας το πλουσιοπάροχο γεύμα του Βασιλιά που τρώει τη χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα, με τους απλούς πολίτες που τσιμπολογούν πατάτα και ρέγγα.

Στο "The Willy - Nicky Telegrams", ο Bargeld αναδομεί σε μουσική τα τηλεγραφήματα που αντάλλαζαν μεταξύ τους, ο Kaiser Wilhelm της Γερμανίας (με τον Bargeld να αναλαμβάνει τα φωνητικά του) με τον Τσάρο Νικόλαο της Ρωσίας (με τον Hacke να αναλαμβάνει τα δικά του), δημιουργώντας τελικά μια μουσική παρωδία που στηρίζεται στο μπάσο και στα ρυθμικά κρουστά. Από τη μία, εκφράζει ο ένας στον άλλο την αγάπη και τη συμπάθειά του και από την άλλη, την ίδια στιγμή, κινητοποιούν τους στρατιώτες τους, σαν παιχνίδι στρατηγικής, με σκοπό να βλάψει ο ένας τον άλλο. Προς το τέλος, το κομμάτι παίρνει μια τρομακτική τροπή με τις χαρακτηριστικές λαμαρίνες των Neubauten να μπαίνουν στο παιχνίδι, κλείνοντας έτσι το κομμάτι, υποδεικνύοντας ότι ενώ οι βασιλιάδες κάθονται στους θρόνους τους, «γλείφοντας» ο ένας τον άλλο, το αποτέλεσμα είναι να χάνονται εκατομμύρια ζωές. Όλα τα φωνητικά είναι περασμένα μέσα από autune και αν και αυτό αρχικά ξενίζει, τελικά καταφέρνει και κάνει τους δύο ηγέτες να ακούγονται σαν παιδιά που παίζουν προσδίδοντας μια αρρωστίλα στην όλη ατμόσφαιρα.

Στο "In De Loopgraaf" («Στα χαρακώματα»), o Bargeld διασκευάζει ένα σπάνιο ποίημα (από τα δύο που περιλαμβάνονται στο "Lament") του Βέλγου, ντανταϊστή ποιητή Paul van den Broeck που έγραψε το 1916. Ενώ διάφοροι διανοούμενοι και καλλιτέχνες έγραφαν ποιήματα, για να καταδείξουν τις άσχημες πτυχές του πολέμου, από το σπίτι τους, ο van der Broeck κατετάγη  στο στρατό με σκοπό να μιλήσει για την μακαβριότητα του πολέμου όντας από την πρώτη γραμμή. Το κομμάτι χτίζεται πάνω σε ρυθμικά και επαναλαμβανόμενα κρουστά με μια ιδιαίτερη ηχητική, ενώ ο Bargeld απαγγέλει το ποίημα του van der Broeck.

Τα μεγαλεία έρχονται με το "Der 1. Weltkrieg (Percussion Version)" ("Α' Παγκοσμιος Πόλεμος"). Οι Neubauten εδώ γράφουν ένα μεγάλο έπος που αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από κρουστά, με λίγες εμβόλιμες παρεμβάσεις ατμοσφαιρικών αναφορών, θυμίζοντας κάτι από Kraftwerk επί "Autobahn". Ξεκινάει με τον Bargeld να δίνει το έναυσμα αναφέροντας την ημερομηνία έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (28/7/1914) και στη συνέχεια ξεκινάει ένα γαϊτανάκι από ρυθμικά κρουστά όπου κάθε χτύπημα υποδηλώνει κάθε μέρα που περνάει στον Πόλεμο. Ανά τακτά διαστήματα μας ενημερώνει για τις χώρες που σιγά σιγά λαμβάνουν μέρος στον Πόλεμο μέχρι και την καταληκτική ημερομηνία στις 11/11/1918. Το κομμάτι περιλαμβάνει 120 χτυπήματα το δευτερόλεπτο και απλώνεται πανέμορφα μέχρι τα 13 λεπτά, ενώ κάθε φορά που μπαίνει μία χώρα, αλλάζει ελαφρώς και ο ρυθμός των χτυπημάτων.

Συνεχίζουμε με το "No Man's Land" το οποίο είναι μία από τις δύο υπέροχες διασκεύες που κάνουν οι Γερμανοί στους Harlem Hellfighters, μια αφροαμερικάνικη μπάντα που αποστάλθηκε στον Πόλεμο από το αμερικάνικο σύνταγμα. Σε μια εποχή που ακόμα ο ρατσισμός ήταν έντονος στις ΗΠΑ, οι αμερικανοί στρατιώτες δεν δέχονταν να πολεμήσουν πλάι στα μαύρα αδέρφια τους και μετά από έντονα παράπονα, τελικά, αυτοί οι άνθρωποι που πήγαν να πολεμήσουν και να πεθάνουν για την πατρίδα τους, τοποθετήθηκαν κάτω από τις εντολές του γαλλικού στρατού. Οι Neubauten εδώ, αφού αρχικά ανακάλυψαν αυτή την παντελώς άσημη μπάντα, τελικά τους προσεγγίζει με περίσσια αισιοδοξία και θαυμασμό, εξιστορώντας τις νικητήριες μάχες που είχαν με τον εχθρό. Φωνητικά στο τραγούδι κάνει ο Hacke, με τον Bargeld να κάνει μόνο ένα πέρασμα υποδυόμενος έναν Γερμανό της εποχής που μιλάει για τον ανείπωτο φόβο του για τους Hellfighters. Μουσικά, το τραγούδι έχει μια ανεβαστική μελωδία στηριζόμενο στο μπάσο και το τσέλο, χρησιμοποιώντας, επίσης, samples από μάχες και αλλοπρόσαλα κρουστά με μια ελαφριά industrial αισθητική.

Το "Achterland" («Ενδοχώρα»), είναι το δεύτερο κομμάτι που βασίζεται σε ποίημα του van der Boeck μετά το "In De Loopgraaf". Ξεκινώντας με μια σειρά από επίπεδους, τυμπανιστικούς τόνους, στα μισά περίπου αλλάζει ρότα εντείνοντας την ατμόσφαιρα, με τον Bargeld να απαγγέλλει τα λόγια του van der Broeck.

Κάπως έτσι φτάνουμε στο κεντρικό, ομότιτλο κομμάτι του δίσκου, το οποίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος είναι ένα ατμοσφαιρικό μοιρολόι με μελαγχολικά βιολιά και φωνές που μοιάζουν να πενθούν (άλλωστε αυτό το πρώτο μέρος λέγεται "Lament" που σημαίνει «θρήνος»). Το δεύτερο μέρος ονομάζεται, "Abwärstsspirale" (που μεταφράζεται σε «winding down spiral» -δεν ξέρω στα ελληνικά πως πεταφράζεται αυτό) και στην ουσία ακούμε τύμπανα να επαναλαμβάνονται σε έναν πολύ συγκεκριμένο ρυθμό: 1-9-1-8. Την καταληκτική χρονιά του πολέμου. Στο τρίτο μέρος, που είναι και το καλύτερο από τα τρία, τα βιολιά επιστρέφουν, η μελαγχολία επίσης επιστρέφει και η μιζέρια εντείνεται εξαιτίας της ιστορία που κρύβεται πίσω από τις φωνές που ακούμε. Αυτές οι φωνές ανήκουν σε ανθρώπους που ήταν φυλακισμένοι τότε μέσα σε τεράστιους κέρινους κύλινδρους και πέθαναν μέσα σε αυτούς. Αυτό το μέρος ονομάζεται "Pater Peccavi" και είναι μια -τρόπον τινά- διασκευή στο έργο "The Prodigal Son" του συνθέτη Jacob Clemens non Papa. Το δέσιμό του με τις σπαραχτικές φωνές αποτελεί μία από τις πιο δραματικές στιγμές του δίσκου το δίχως άλλο.

Το πραγματικό αριστούργημα του δίσκου όμως είναι το "How Did I Die?", που ακολουθεί. Στο συγκεκριμένο κομμάτι, ο Bargeld μιμείται διαρκώς έναν διαφορετικό στρατιώτη ο οποίος ρωτάει τον λοχαγό του «how did I die? - Or didn't I?», για να του πει πώς πέθανε στον πόλεμο. Ο λοχαγός, με τη σειρά του, απαντάει πάντα στην πρώτη ερώτηση, περιγράφοντας τον θάνατό του. Στηριζόμενο πάνω σε βιολιά και τσέλο, το κομμάτι χτίζεται ευλαβικά έχοντας μια εσωτερική industrial ατμόσφαιρα, εφάμιλλη με αυτή των Λουξεμβουργέζων, Rome. Δύο λεπτά πριν τον τέλος, το κομμάτι παίρνει μια επική στροφή, εντείνοντας ακόμα περισσότερο τις ατμόσφαιρες και πλέον ο Bargeld μεταφέρει την ερώτησή του στο πρώτο πληθυντικό. Αυτή τη φορά όμως, επιλέγει τη δεύτερη επιλογή, αυτή του ότι δεν πέθαναν. Ότι ζουν για πάντα και επανέρχονται με κάθε νέο τραγούδι ή όταν αλλάζει ο καιρός. Ότι πάντα επιστρέφουν. Η περσινή συνεργασία με τον Ιταλό συνθέτη, Teho Teardo, δείχνει να έκανε καλό στον Bargeld, κάτι που φαίνεται εξώφθαλμα στο συγκεκριμένο κομμάτι.

Μετά την παροιμιώδη συγκίνηση που προσφέρει το "How Did I Die?", ο Bargeld αλλάζει ρότα σε παντελώς μινιμαλιστικά ηχοτοπία, διασκευάζοντας το κλασικό τραγούδι "Sag Mir Wo Die Blumen Sind" («Εκεί που ανθίζουν τα λουλούδια») του Peter Seeger που έκανε διάσημη τη Marlene Dietrich. Με την ενορχήστρωση να περιορίζεται στα απολύτως βασικά, όλο το κομμάτι πέφτει στους ώμους του Bargeld, ο οποίος με τη μολυβένια του φωνή, καταφέρνει για άλλη μια φορά να μας συνεπάρει.

Στη συνέχεια έρχεται ένα από τα πιο περίεργα τραγούδια του δίσκου, το "Der Beginn Des Weltkrieges 1914 (Dargestellt Unter Zuhilfenahme Eines Tierstimmenimitators)" [«Η έναρξη του Παγκοσμίου Πολέμου το 2014 (παρουσιασμένη από έναν μιμητή ζώων)»]. Εδώ οι Neubauten διασκευάζουν ένα κλασικό έργο του ντανταϊστή ποιητή Joseph Plaut. Διατηρώντας ξανα σχεδόν στο μίνιμουμ την ενορχήστρωση, ο Bargeld περιγράφει την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κάνοντας, καθ' όλη τη διάρκεια του τραγουδιού, μιμίσεις ζώων, όπως γουρούνια, σκυλιά και κοκόρια θυμίζοντας τη «Φάρμα των Ζώων» του George Orwell. Σποραδικά μέσα στο κομμάτι ακούμε τις κλασσικές λαμαρίνες των Neubauten, οι οποίες μπαίνουν εμβόλιμα ανάμεσα στις απαγγελίες του Bargeld, καθιστώντας το όλο κομμάτι αρκούντως τρομακτικό. Αν και μπορώ να πω ότι το συγκεκριμένο κομμάτι το βρίσκω το πιο κουραστικό του δίσκου, δεν γίνεται παρόλα αυτά να μην θαυμάσω από τη μία την ευφυΐα των Neubauten και από την άλλη την αδιανόητη φωνή του Bargeld.

Ο δίσκος κλείνει με τη δεύτερη διασκευή στους Harlem Hellfighters με τίτλο "All Of No Man's Land Is Ours". Ο πόλεμος τελείωσε και οι Hellfighters επέστρεψαν σπίτια τους στο Χάρλεμ, με τον κόσμο να τους υποδέχεται θριαμβευτικά. Με τον ρατσισμό ακόμα όμως να γεμίζει μίσος τους ανθρώπους, γρήγορα ξεχάστηκε ο θρίαμβος τους. Κάπως έτσι κλείνει το "Lament". Σχεδόν όπως ξεκίνησε. Μπορεί ένας πόλεμος να τελείωσε, αλλά ένας άλλος ξεκίναγε.

Σε καθαρά μουσικά πλαίσια, πιθανόν το "Lament" να είναι ο λιγότερο καλός δίσκος των Neubauten. Δεν μπορεί να κριθεί όμως σαν ένας κανονικός δίσκος γιατί απλούστατα δεν είναι ένας τέτοιος. Είναι ένα καίριο και ευφυές σχόλιο για τον πόλεμο. Ένα αντιπολεμικό μανιφέστο που όμοιο του δεν έχουμε ξανασυναντήσει στη μουσική.
  • SHARE
  • TWEET