Primavera Sound, (Day 3: Nine Inch Nails, Godspeed You! Black Emperor, Foals, Television κ.ά.), Βαρκελώνη, 31/05/14

Ο Trent ως ο απόλυτος (αν)ιεροκήρυκας της απόγνωσης κι εμείς τα υποχείριά του. Μα πού πήγε το χαρωπό Primavera; Ευτυχώς είχε Foals μετά και συνήλθαμε...

Από τους Παντελή Μαραγκό, Σταύρο Μελένιο, 20/06/2014 @ 12:37
Το συναυλιακό overload του Primavera Sound είχε φτάσει στην τρίτη ημέρα του κυρίως προγράμματος. Δεν θα πλατειάσω με εισαγωγές. Τα είπαμε, άλλωστε, αναλυτικά για το φεστιβάλ στα δύο άρθρα που προηγήθηκαν (διαβάστε για την πρώτη και τη δεύτερη ημέρα). Μέχρι το σημείο αυτό είχαμε δει καταπληκτικά πράγματα και είχαμε χάσει πολλαπλάσια, λόγω του παράλληλου προγράμματος. Ονόματα, τα οποία -δίχως υπερβολή- δεν τα βλέπουμε σε ολόκληρα συναυλιακά καλοκαίρια στη χώρα μας. Παρ' όλα αυτά δεν είχαμε τελειώσει ακόμη. Βρισκόμασταν ενώπιον μιας εξίσου υποσχόμενης ημέρας: Nine Inch Nails, Godspeed You! Black Emperor, Foals, Television, Caetano Veloso και πολλοί άλλοι βρίσκονταν μόλις ώρες μακριά.

Σάββατο 31/05/2014 - Τρίτη ημέρα

Μια επίσκεψη στο Camp Nou και το Μουσείο της Barcelona κράτησε αρκετά παραπάνω από όσο περιμέναμε και έτσι μέχρι να φτάσουμε στο Parc Del Forum ο Jonathan Wilson που έπαιζε στην Heineken Stage ολοκλήρωνε την εμφάνισή του. Έτσι, προτίμησα να στηθώ στην απέναντι σκηνή (όπως είχαν κάνει πολλοί άλλοι πριν από εμένα) για να πάρω μια καλή θέση για τους Television, οι οποίοι θα έπαιζαν το magnus opus τους .

Television performing "Marquee Moon" (19:30 Sony Stage)

Το "Marquee Moon" (1977) το έμαθα -και μου πήρε το σκαλπ- σε μεγάλη ηλικία. Είναι ένας από τους βασικούς λόγους που -σε κάθε ευκαιρία- μακαρίζω εκείνο το ιστορικό τεύχος του Rolling Stone (Δεκέμβριος, 2003), που το είχε κατατάξει 128ο στη λίστα με τα 500 σημαντικότερα άλμπουμ όλων των εποχών. Λίγους μήνες αργότερα, όταν βρήκα το cd σε ένα δισκάδικο αρχικά ξενέρωσα (τρομάρα μου) με τη λιτή έκδοση και το δίφυλλο βιβλιαράκι του CD, αλλά όταν άκουσα τις απίθανες μελωδίες και τις συγκλονιστικές κιθάρες του έμεινα με το στόμα ανοιχτό και παρέμεινα έτσι χάνος για παραπάνω από ένα μήνα που δεν έβαλα άλλο δίσκο στο CD player μου.

Τι να τα κάνεις τα βιβλιαράκια και τις legacy editions βρε κακομοίρη όταν έχεις να κάνεις με τέτοιο υλικό; Μαγικά πράγματα - απίθανος ήχος και μια σύγχυση διαπιστώνοντας ότι είχε και το punk τους βιρτουόζους του. Μα πώς είναι δυνατόν να έχουν παιχτεί τέτοια πράγματα στο CBGB, το ναό του punk; Διαβάζοντας σχετικά με το άλμπουμ, κατάλαβα ότι οι Television ήταν post-punk (και πολλά άλλα «post-»...) πολύ πριν την ώρα του. Αλλά ας μην μακρηγορώ άλλο. Όσοι ξέρετε για ποιόν δίσκο γράφω καταλαβαίνετε τη συγκίνησή μου για την απροσδόκητη τύχη να το ακούσω live (καλά, για όσους δεν το έχετε ακούσει, σταματήστε να διαβάζετε και ακούστε το τώρα!  Όχι αύριο, ούτε αργότερα ...εδώ και τώρα). Αρκετά με το παραλήρημα εκτίμησης, πάμε στην εμφάνισή τους.



Έχοντας τον ήλιο να δύει (και να τους στραβώνει) ακριβώς απέναντι τους ξεκίνησαν με το "See No Evil" (εναρκτήριο και στο άλμπουμ), αλλά δεν έπαιξαν τα οκτώ κομμάτια του άλμπουμ με τη σειρά. Κάποια προβληματάκια στον ήχο ξεπεράστηκαν γρήγορα. Για το μεγαλύτερο μέρος του set, οι τρομερές ανταλλαγές μουσικών «φράσεων» που θυμόμαστε από το ιστορικό άλμπουμ αναπαράγονται με σχετική ακρίβεια, παρ' ότι ο κιθαρίστας Richard Lloyd δεν βρίσκεται στην μπάντα από το 2007 (έχει αντικατασταθεί από τον Jimmy Rip). Οφείλω να παρατηρήσω ότι οTom Verlaine και η παρέα του παραμένουν καλοστεκούμενοι και -το δίχως άλλο- αθεράπευτα τελειομανείς, καθώς καλιμπράριζαν τα όργανά τους πριν από κάθε κομμάτι. Η φωνή του Verlaine έχει ξεφτίσει ελαφρώς, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει, καθώς η φωνή του δεν ήταν ποτέ το ατού της μπάντας. Αλλού ήταν οι αρετές της και αυτές μοιάζουν αναλλοίωτες στο χρόνο. Πέρα από τις πεντακάθαρες κιθάρες απολαύσαμε απίθανο παίξιμο στα drums και το μπάσο (από τους Billy Ficca και Fred Smith αντίστοιχα) και συνολικά ...καθάρισαν τα αυτιά μας. Οι ενισχυτές ήταν παλιάς τεχνολογίας. Ποιός ξέρει; Μπορεί να έχουν βρεθεί ακόμη και στο θρυλικό CBGB.



Στο κοινό έβλεπες κάτι παθιασμένους ασπρομάλληδες, αλλά -σε γενικές γραμμές- δεν υπήρχε καμιά ιδιαίτερη ανταπόκριση από τον κύριο όγκο. Ο κόσμος τραγουδούσε τα ρεφρέν και συμμετείχε με κάτι σποραδικά παλαμάκια (π.χ. στα "See No Evil", "Venus", "Friction" και "Prove It"). Πολύ ζεστό χειροκρότημα εισέπραξαν μετά από μια πολύ φορτισμένη ερμηνεία του «πικρού» "Torn Curtain". Θυμίζω ότι όταν κυκλοφορούσε το "Marquee Moon" ο Verlaine ήταν 27 χρόνων και τώρα είναι 64, οπότε τα λόγια του κομματιού («Tears, tears rolling back the years / Years, flowing by like tears») έχουν αποκτήσει επιπρόσθετη αξία. Σίγουρα δεν βοήθησε η ώρα της εμφάνισης, αφού -κακά τα ψέματα- οι επικοί στίχοι «I remember how the darkness doubled / I recall lightning struck itself» (από το "Marquee Moon") χάνουν πολύ από το περιεχόμενό τους όταν λέγονται με τον ήλιο να σε στραβώνει. Έκλεισαν με το ομότιτλο κομμάτι, στο οποίο έδωσαν διάρκεια 12 λεπτών, έναντι των 10 και μισό της εκτέλεσης του δίσκου. Και αυτό, δίχως να παίξουν το τελευταίο μέρος (εκεί που ξαναρχίζει μετά την «ανοιξιάτικη» λύτρωση για να ακουστεί μια τελευταία φορά η αρχική στροφή), καθώς επέλεξαν να το κλείσουν με ένα κρεσέντο μετά την κλιμάκωση. Συγκίνηση ούτως ή άλλως. Η εμφάνισή τους ήταν ένα πραγματικό δώρο.

(Π.Μ.)


Caetano Veloso (20:25 Ray-Βan Stage)

Από τον θρύλο του "Marquee Moon" σπεύσαμε για να δούμε από κοντά έναν άλλο θρύλο, τον βραζιλιάνο Caetano Veloso, ο οποίος στα 71 του χρόνια παραμένει ακμαιότατος. Μπροστά σε ένα ενθουσιώδες κοινό μας ταξίδεψε σε όλο το φάσμα στης σπουδαίας καριέρας του, ρίχνοντας, βέβαια, το βάρος στις πιο πρόσφατες δουλειές του. Από τις ημέρες της Tropicalia (ακούσαμε δύο κομμάτια από το ιστορικό "Transa" του 1972, το οποίο γεννήθηκε από την εξορία στην Αγγλία - ο Veloso ήταν ανέκαθεν ακτιβιστής) μέχρι τα πιο σύνθετα πρόσφατα έργα του, όπως το "Abraçaço" (2012) και το "Cê" (2006). Οι Ισπανοί ήταν εκδηλωτικοί και έδειχναν πολύ εξοικειωμένοι και με τη μουσική του, ενώ μπροστά από τη σκηνή διέκρινε κανείς και μπόλικες βραζιλιάνικες σημαίες.



Η υπέροχα μελωδική του φωνή παραμένει γλυκύτατη, έστω κι αν έχει αλλοιωθεί με τα χρόνια. Ήταν πραγματικά συγκινητικό να τον ακούς να τραγουδά «Ι know that one day I must die / I'm alive» στο "Nine Out Of Ten". Πλαισιωμένος από ένα power trio που μεταπηδούσε με ευκολία από την samba και τη bossa nova, στην ψυχεδέλεια και τους πρωτότυπους ηλεκτρικούς ήχους (π.χ. "Parabéns"). Μην ξεχνάμε ότι ο Veloso έχει διαγράψει μια μοναδική μουσική τροχιά έχοντας καταφέρει να ενώσει απίθανα διαφορετικά μουσικά είδη. Υπό αυτούς τους πρωτότυπους (για τα indie αυτιά) ρυθμούς ένιωθες ότι εκτυλισσόταν μπροστά σου ένα αυθεντικό old-style ρομάντζο (π.χ. στο "Reconvexo") και μέσα από ένα λίκνισμα που έβγαινε αυθόρμητα στήθηκε ένας πανέμορφος, άκρως αναζωογονητικός χορός. Βγάλαμε τη συναυλία στις κερκίδες, αλλά ακόμη κι από εκεί θαυμάσαμε τα κορίτσια (νομίζω όλα τους...) να χορεύουν με μικρά, γρήγορα βηματάκια και το θέαμα ήταν από τα πιο feelgood πράγματα που είδαμε σε αυτό το -εξ' ορισμού- feelgood φεστιβάλ.  Αυτός ο σπουδαίος καλλιτέχνης που παραμένει τόσο ακμαίος και δημιουργικός στη δύση της καριέρας τους έκλεισε με το "Você Não Entende Nada" και χαιρέτησε εγκάρδια, έφυγε από τη σκηνή με την μπάντα να παίζει και όλον τον κόσμο να χορεύει με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά ...του πλησίον. Ε, μετά από αυτό το εντατικό μάθημα βραζιλιάνικης παράδοσης, ήμασταν έτοιμοι για το Μουντιάλ (Μραζέεεεου).

(Π.Μ.)

Godspeed You! Black Emperor (21:50 ATP Stage)

Ήταν πολύ καλή η εισαγωγή με τη συναυλία-εμπειρία των Television και έδενε τέλεια ως αλληλουχία -τόσο ιστορικά όσο και εξελικτικά- με το μουσικό ιδίωμα που επρόκειτο να απολαύσουμε από τους Godspeed You! Black Emperor. Η διαδρομή από τη Sony προς την ΑΤΡ ήταν αρκετά εύκολη μιας και αρκετός κόσμος θα παρέμενε στον ευρύτερο χώρο για να παρακολουθήσει τους Volcano Choir και τον Kendrick Lamar στις δύο μεγάλες σκηνές.

Στη διαδρομή, η παρέα περιπλανήθηκε στην υπαίθρια αγορά των μικρών, ανεξάρτητων δισκογραφικών εταιρειών, στα περίπτερα των γραφιστών, όπου θαυμάσαμε πολύ ιδιαίτερες αισθητικά αφίσες συναυλιών, καθώς και t-shirt στο ανάλογο πνεύμα και ενημερωθήκαμε για τα νέα ταλέντα της Red Bull Music Academy. Τελικά, καταλήξαμε αραχτοί στο ελαφρώς αμφιθεατρικό κομμάτι της αρένας της ΑΤΡ για την -όπως φαινόταν στα χαρτιά- μεγαλύτερη σε διάρκεια συναυλία του φετινού φεστιβάλ.  Δύο ώρες θα έπαιζαν οι Καναδοί, σύμφωνα με το πρόγραμμα. Πέραν τούτου, η αραχτή φάση θα επικουρούσε στη συντήρηση δυνάμεων, αφού ακολουθούσαν οι Nine Inch Nails, οι Foals, οι Cut Copy και, φυσικά, το παραδοσιακό πάρτι λήξης υπό τις μουσικές του DJ Coco.

Όπως συνέβη με τη συντριπτική πλειοψηφία των εμφανίσεων, η παράσταση της κολεκτίβας των εννέα καλλιτεχνών από τον Καναδά ξεκίνησε ακριβώς στην ώρα της. Οι οκτώ μουσικοί και ο ένας video artist δεν διέθεταν κάποια ιδιαίτερη εμφανισιακή, rock extravaganza που να τους διαφοροποιεί από το πλήθος των θαυμαστών τους. Αντίθετα, αυτά που τους διαφοροποιούσαν βρίσκονταν λίγο βαθύτερα και ήταν πολύ ουσιαστικότερα. Θυμίζω ότι ο τέταρτος και τελευταίος δίσκος τους στην Constellation "Allelujah! Don't Bend! Ascend!" βραβεύτηκε με το Polaris Music Prize του 2013 και οι GY!BE δώρισαν το χρηματικό τους έπαθλο σε ένα πρόγραμμα για τη μουσική εκπαίδευση των κρατουμένων στις φυλακές.

Η παράσταση κύλισε σύμφωνα με το «καταστατικό» του είδους και  αποτελούνταν από πέντε κομμάτια / μέρη, αρκετά μεγάλης διάρκειας το καθένα. Ξεκίνησαν με το "Hope Drone", ένα σχετικά πρόσφατο δημιούργημα της μπάντας που είθισται να χρησιμοποιείται ως εισαγωγικό. Ακολούθησε το "Mladic" από το "Allelujah! Don't Bend! Ascend!", τα "Gathering Storm / Il Pleut Àmourir [+Clatters Like Worry" και "Moya Sings 'Baby-O'..." από το κλασικό, πλέον, "Lift Your Skinny Fists Like Antennas To Heaven" και μας έκλεισαν με το καινούργιο "Behemoth".

O ήχος αν και παρέμενε επικός, με πολλά στρώματα βόμβων, θορύβου και στατικού ηλεκτρισμού, πλέον, όσον αφορά την ακουστική μου αντίληψη, έχει ωσμωθεί έντονα στα πεδία του ακραίου πειραματισμού, της free-jazz και της ευρωπαϊκής φολκ. Ήχος και εικόνα υπήρξαν ένα σώμα, τα όργανα παίζονταν με κάθε τρόπο και το συνολικό αποτέλεσμα μορφοποιούνταν σαν πηλός από αγγειοπλάστη καταλήγοντας σε δημιουργήματα τόσο χρηστικά όσο και σουρεαλιστικά. Όσο για το χρόνο, νομίζω πως οι πιο μυημένοι αντιλήφθηκαν τη σπειροειδή, εξελικτική του πορεία.

Η θεματική της παράστασης, τουλάχιστον όπως την προσέλαβα εγώ, είχε να κάνει με το άνοιγμα του μυθικού κουτιού της Πανδώρας στη σύγχρονη εποχή, με την ελπίδα να χάνεται σε έναν πάταγο από drones από το πρώτο κιόλας, σχετικά τιτλοφορούμενο, κομμάτι. Το set, στη συνέχεια, επέτεινε την εφιαλτικότητα της κατάστασης με τις βιντεοπροβολές να είναι γεμάτες πολιτικοποιημένα μηνύματα, παραπομπές, συμβολισμούς και γεγονότα, αφήνοντας την όποια αισιοδοξία να ασφυκτιά αγωνιωδώς. Και μη νομίζετε, το happy end και η κάθαρση δεν έλαμψαν ποτέ, ούτε δια της απουσίας τους, με το κοινό να μένει μετέωρο περιμένοντάς τα μάλλον από τον Trent Reznor...

Αν και τα κομμάτια-μέρη ήταν σαφώς διαχωρισμένα μεταξύ τους, οι παραστάσεις των GY!BE θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εκτιμώνται ως συνολικές και 'υπερβατικές' εμπειρίες. Ως τέτοια, λοιπόν, η παράσταση υπήρξε καθηλωτική, με τη διάρκειά της να φτάνει τελικά τη μια ώρα και σαράντα πέντε λεπτά. Η μουσική των GY!BE κατά τη ζωντανή της επιτέλεση αποτελεί σύγχρονη μορφή εκκλησιαστικής και παραδοσιακής μουσικής, που φροντίζει να απαντά με σαφήνεια -δίνοντας εκ νέου νόημα- στη μουσικολογική, ερωτηματική «μούντζα» του «ποιός; πού; πότε; πώς; γιατί;», στην οποία οφείλει να απαντά κάθε μουσική πράξη. Ή στο κατά το λαϊκότερον του Νικήτα Κλίντ, αφού μιλάμε για την εποχή μας, «δεν είναι το γιατί, αλλά το πώς και πού το κάνεις...».

(Σ.Μ.)

Seun Kuti & Egypt 80 (23:35 Ray-Ban Stage)

Εκμεταλλευόμενος τα 15 λεπτά σκόντο που μας έκαναν οι GY!BE και το μεσοδιάστημα μέχρι να αρχίσουν οι Nine Inch Nails πέρασα να κόψω κίνηση από τη Ray-Ban και από το show του Seun Kuti & Egypt 80. Και μόνο το γεγονός πως επρόκειτο για τον γιο του μυθικού Fela Kuti, ο οποίος πλέον λατρεύεται σαν θεός στην Αφρική, οδήγησε αυτόματα τα πόδια μου προς τα εκεί. Και ασφαλώς δεν επρόκειτο μόνο για γονίδια αλλά και τόνους ταλέντου.



Για την παρουσιάση των δύο τελευταίων του δίσκων "From Africa With Fury: Rise", σε παραγωγή Brian Eno παρακαλώ, και "A Long Way To The Beggining" υπήρχαν 15 άτομα επί σκηνής και το σετ άρχισε με το κομμάτι "V.I.P" (Vagabonds in Power) προς τιμήν του πατέρα του. Οι ρυθμοί μετρονομικοί, ένας κυκλώνας στο μάτι του οποίου γίνονταν ένα κράμα η soul, η afrobeat, η παραδοσιακή μουσική της φυλής των Yoruba, ο πολιτικός και κοινωνικός ακτιβισμός. Εκτός των παραπάνω υπήρχαν και δυο Αφρικάνες χορεύτριες, οι οποίες συμμετείχαν και στα φωνητικά, των οποίων τα οπίσθια κινούνταν ανεξάρτητα από το υπόλοιπο σώμα, πραγματικά αεικίνητα. Their milkshake brings all the boys to the yacht, τουλάχιστον... Και κάπως έτσι, με βαριά καρδιά, τις αποχαιρέτησα για τη χάρη του κυρίου Trent Reznor. Όσοι έμειναν, πάντως, πιστεύω ότι το έκαψαν το πελεκούδι.

(Σ.Μ.)

Volcano Choir (21:50 Sony Stage)

Στο δίλημμα Godspeed You! Black Emperor ή κάτι από όλα τα άλλα τα καλά που ήταν προγραμματισμένα για την ίδια ώρα έκανα την έκπληξη και αποφάσισα να δω τους Volcano Choir του Justin Vernon (Bon Iver) και τον αμερικανό hip-hopper Kendrick Lamar που θα έπαιζε λίγο αργότερα (οι GY!BE έπαιζαν για περίπου δύο ώρες). Πολλοί μπορεί να γελάτε με την επιλογή μου (κι εγώ λίγο μέσα μου), αλλά τους σπουδαίους Καναδούς τους είχα ξαναδεί και θεωρώ ότι υπάρχει καλή πιθανότητα να ξανάρθουν από τα μέρη μας.  Από την άλλη μεριά, είχα να κάνω με δύο ονόματα που είναι αρκετά απίθανο να ξαναβρώ την ευκαιρία να δω.

Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι οι Bon Iver βρίσκονται σε επ' αόριστον παύση, οπότε, πιθανότατα επρόκειτο για μια μοναδική ευκαιρία να δω τον Vernon από κοντά. Βέβαια, οι Volcano Choir δεν μοιάζουν με τους Bon Iver. Ατμοσφαιρικοί και αυτοί, αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο, καθώς είναι σαφώς πιο «βαριά» μπάντα που αξιοποιεί στοιχεία, τόσο από το post-rock, όσο και από την ηλεκτρονική μουσική. Μας έπαιξαν κομμάτια και από τα δύο άλμπουμ τους, εστιάζοντας στο περυσινό "Repave".



Ο Vernon με κοντομάνικο χρωματιστό πουκαμισάκι έμοιαζε με συνταξιούχο σε διακοπές. Αλλά έτσι είναι αυτός. Είναι προφανές ότι παίρνει το χρόνο του με τους Volcano Choir και ετοιμάζεται να μας ξαφνιάσει ευχάριστα με κάποια άλλη περιπέτεια. Εκφώνησε τον «πειραγμένο» λόγο του μπροστά σε ένα podium που ήταν ασορτί με το σκηνικό και το θαλασσοταραγμένο εξώφυλλο του τελευταίου τους άλμπουμ.  Η χαρακτηριστική παραμόρφωση της ούτως ή άλλως χαρακτηριστικής φωνής του βρισκόταν στο επίκεντρο και -κακά τα ψέματα- για αυτήν ακριβώς την ιδιαίτερη χροιά ήταν μαζεμένος ο κόσμος, όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι η μπάντα από το Wisconsin.



Ωστόσο, παρά τις ενδιαφέρουσες και συνεχείς εναλλαγές κατεύθυνσης μέσα στα κομμάτια. και την ωραία ατμόσφαιρα είναι αλήθεια ότι οι συνθέσεις του σχήματος υπολείπονται σε σχέση με τα εξαιρετικά κομμάτια που έχει γράψει ο Vernon για τους Bon Iver. Έστω κι έτσι, πάντως, υπήρχαν πολλές ενδιαφέρουσες στιγμές. Ξεχώρισα το "Acetate", με τις πολυφωνίες, τις ωραίες ακουστικές κιθάρες και την ηλεκτρισμένη κλιμάκωση, καθώς επίσης το "Byegone" με την εξαιρετική εισαγωγή. Ολοκλήρωσαν παίζοντας το ανατριχιαστικό "Still" από το πρώτο άλμπουμ τους, το οποίο γνωρίζουμε καλύτερα ως "Woods" από το "Blood Bank" (EP, 2009) των Bon Iver, αλλά και το "My Beautiful Dark Twisted Fantasy" (2010) του Kanye West.  Κλείνοντας, πρέπει να αναφέρω ότι ήταν πρόδηλη η ευγνωμοσύνη με την οποία ξεχείλιζαν τα πρόσωπα των υπόλοιπων μελών  του συγκροτήματος για το γεγονός ότι παρέα με τον Vernon μπορούν και παίζουν σε τέτοια φεστιβάλ.

(Π.Μ.)

Kendrick Lamar (23:00 Heineken Stage)

Και από τα μοναδικά ηχητικά τοπία των Volcano Choir στον Kendrick Lamar, το -κατά πολλούς- σημαντικότερο ταλέντο που έβγαλε το hip-hop τα τελευταία χρόνια (σημειώνω ότι λίγο νωρίτερα έπαιζε ο επίσης πολλά υποσχόμενος Earl Swetshirt, τον οποίο δεν μπόρεσα να δω, καθώς έδωσα προτεραιότητα Caetano Veloso). Πραγματικά ξαφνιάστηκα βλέποντας την πολύ μεγάλη προσέλευση και -κυρίως- την ανταπόκριση του κόσμου. Το συντριπτικό ποσοστό γνώριζε τουλάχιστον τα ρεφρέν των περισσοτέρων κομματιών και για να μην σας τα πολυλογώ έγινε ένας απροσδόκητος χαμός. Ο 27-χρονος Καλιφορνέζος χειρίστηκε το πλήθος με μεγάλη άνεση και παιχνιδιάρικη αλληλεπίδραση.

Το χοροπηδητό, τα αμέτρητα χέρια στον αέρα και το sing-along κατά τη διάρκεια της εμφάνισής του, το συναντήσαμε σε ελάχιστες από τις συναυλίες που είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στο φεστιβάλ. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Lamar έχει κάνει το cross-over στο indie κοινό. Θυμίζω, άλλωστε, ότι το «good kid, m.A.A.d city» κατατάχθηκε δεύτερο στην αθροιστική λίστα που φτιάξαμε με τα καλύτερα άλμπουμ του 2012, όπως αυτά προέκυψαν από τις επί μέρους λίστες του διεθνούς μουσικού Τύπου).



Δυναμικός, κινητικότατος και φυσικά εξαιρετικός rapper (τρομερός στο "Swimming Pool (Drank)"). Δίπλα του μια αρκετά «συμβατική» μπάντα με drums, μπάσο, κιθάρα και φυσικά έναν τύπο για τα ηλεκτρονικά και τα διάφορα samples. Ο κόσμος δεν σταμάτησε να χορεύει ακόμη και όταν τα πράγματα χαλάρωσαν, όπως στο "Poetic Justice" (με το sample από το πολύ όμορφο "Any Time, Any Place" της Janet Jackson), κατά τη διάρκεια του οποίου είχαμε άκρως feelgood στιγμή. Αλλά εκείνο που μου έμεινε ήταν εκείνη η θάλασσα από χέρια. Έγινε, χαμός, που λέτε στου Kendrick Lamar, αλλά είχε έρθει η ώρα για κάτι μοναδικό...

(Π.Μ.)

Nine Inch Nails (00:30 Sony Stage)

Καλά τα έλεγε πέρυσι τέτοιο καιρό η Εριφύλη Παναγούλια στην εύστοχη κριτική του "Hesitation Marks". Έγραφε για το «soundtrack του απόλυτου τέλους» και είχε απόλυτο δίκιο. Έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα με τον Trent Reznor και την παρέα του. Οι βόμβες έπεσαν, ο πλανήτης «ψήθηκε» και το σκότος έχει εγκαθιδρυθεί. Μοναδικοί επιζήσαντες οι κατσαρίδες (που εν τω μεταξύ έχουν αναδειχθεί σε περιζήτητο μεζέ), μερικοί «καμένοι» -πρώην άνθρωποι- που κυκλοφορούν σαν ζόμπι και φυσικά ο Trent που πέταξε τα χημικά.

Τέτοιο ήταν το σκηνικό στην κορύφωση της τρίτης ημέρας. Ο Trent εκεί πάνω, ένας πραγματικός προφήτης της απόγνωσης και εμείς από κάτω τα υποχείριά του. Εκείνος ο (αν)ιεροκήρυκας κι εμείς τα πουτανάκια του. Βοήθεια και περαστικά μας.



Ξεκίνησαν με το "Me I'm Not" και με το καλημέρα μας έβαλαν στη θέση μας. Ένιωθες τα μπάσα να σου τρώνε τα σωθικά και τα διάφορα ηλεκτρονικά πριόνια από τα synths να σου ξεσκίζουν τις φλέβες, κόβοντάς τες όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται: κατά το διαμήκη άξονα. Άσχημα πράγματα και sorry για την εικόνα, αλλά το κακό να λέγεται. Ωστόσο, με το "Sanctified" από το "Pretty Hate Machine" (1989) η κατάσταση ζωντάνεψε απότομα. Τρομερό και το "Copy Of A" από το τελευταίο τους άλμπουμ, το οποίο είναι που είναι βαρύ, live ακούγεται πραγματικά «ασήκωτο». Και κάπου εκεί άρχισε να φαίνεται το σχήμα. Έτσι θα τραβούσε το πράγμα. Κατά κύριο λόγο θα μας υπνώτιζε, αλλά κάθε μια φορά στο τόσο, με κάποιο αόρατο σύνθημα έβλεπες τον κόσμο -σωστά ζόμπι- να κοπανιέται σχεδόν μηχανικά.

Τι να σας γράψω για τη συναυλία; Συναυλίες είναι των άλλων, όχι του Trent. Οι δικές του είναι άλλο πράγμα - μη με ρωτάτε τι. Ναι ο κόσμος χόρευε και βάραγε παλαμάκια στο "Copy Of A" που παίχτηκε δεύτερο. Ε, και; Και στη Βόρειο Κορέα «λατρεύουν» το δυνάστη Kim Jong-un. «Ζόμπι» ρε σας λέω, με το ζόρι συμμετείχαν στο «τελετουργικό». Σιγά μην πέρναγαν καλά μέσα σε αυτήν τη νιχιλιστική τελειότητα.

Λίγος κόσμος πάνω στη σκηνή σε αντίθεση με το αδιαχώρητο που επικρατούσε από κάτω κι ας έπαιζαν οι Mogwai, οι Cloud Nothings, οι Blood Orange, o Sean Kuti και ο Ty Segall την ίδια ώρα στις άλλες σκηνές. Πέραν του Reznor (μυώδης, ζωώδης και ιδρωμένος από νωρίς), ο Ιταλός Alessandro Cortini στα synthesizers και το μπάσο, ο Ilan Rubin στα drums, καθώς επίσης και ο κιθαρίστας Robin Finck, ο οποίος έχει αντέξει όσο κανείς άλλος στο πλευρό του Reznor, που διαχρονικά αλλάζει τους συνοδοιπόρους του σαν τα πουκάμισα.



Την ατμόσφαιρα πάντως την έκοβες με το μαχαίρι. Φτιάχνουν κι άλλοι βαρύ κλίμα στις εμφανίσεις τους, αλλά αυτό που πετυχαίνει ο Reznor και η παρέα του είναι πραγματικά ξεχωριστό. Μια «μαυρίλα» απαράμιλλη που μόνο με την εμφάνιση των Portishead (είχα την ευκαιρία να τους δω στο Benicassim του 2011) μπορώ να συγκρίνω. Τρομερά, παλλόμενα, φωτορυθμικά. Ασφυκτικά πράγματα, λες και βρίσκεσαι σε ανάκριση της Στάζι. Η φωνή του, δε, σαν φερμουάρ από κάποιο σαδομαζοχιστικό κοστούμι που ανοίγει βασανιστικά.

Δισκογραφικά, είναι ξεκάθαρο, πλέον, ότι οι κιθαριστικοί Nine Inch Nails μας χαιρετούν από το μακρινό παρελθόν και εννοείται ότι οι ζωντανές τους εμφανίσεις δεν μπορεί να απέχουν και πολύ από το template που έχουν υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια. Παρ' όλα αυτά, με το που οι κιθάρες έκαναν την εμφάνισή τους για τις ανάγκες του "The Day The World Went Away" από το "The Fragile" (1999), ήρθαν για να μείνουν και άκουγες τους φανατικούς φίλους τους να τραγουδούν το κομμάτι από το εισαγωγικό, κιόλας, riff, χωρίς καν να έχει μπει ο Trent. Κάπου εκεί εισήλθαμε στο σπειροειδή κόσμο του "The Downward Spiral" (1991) με το "Reptile", το οποίο μας έδειξε πως θα ακούγονται τα blues τον 22ο αιώνα. «Oh my beautiful liar / Oh my precious whore» - Ω, ωραίο μου βάσανο. Στα καπάκια το "March Of The Pigs" και δωσ' του τα ζόμπι να αλέθονται για την παραγωγή αμμωνίας. Τσανωμαλίας.

Μιας και φτάσαμε στο γουρούνια, ακολούθησε το "Piggy", στο τέλος του οποίου ο Trent αποσύρθηκε στο πιάνο του και έμεινε εκεί και για το πρώτο μέρος του δίπολου "The Frail / The Wretched" από το "The Fragile". Τα "Disappointed" και "Came Back Haunted" από το περυσινό "Hesitation Marks", δουλέψανε περίφημα (για ένα industrial - techno πάρτι), παρέα με το "Survivalism" από το "Year Zero" (2007). Ένιωθες τη βιομηχανική σκόνη από τις εποχές που στο Detroit είχε δουλειές να καίει τα ρουθούνια σου. Ο κόσμος -εντελώς κόκκαλο πλέον- ισορροπούσε σχεδόν αποχαυνωμένος. Και μετά ήρθε το "Gave Up" (από το EP "Broken" του 1992) και όλοι «κουρδίστηκαν» για τα καλά.  Στο τέλος του κομματιού ο Trent μας έκανε τη χάρη να μας μιλήσει για πρώτη φορά. Βρισκόμασταν στο 13ο κομμάτι...

Οι τόνοι έπεσαν για το ωραιότατο περυσινό "Find My Way", στο οποίο ένιωθες το μπάσο να σου φέρνει αρρυθμίες και να σου επαναπρογραμματίζει τους βιορυθμούς. By-pass και μπαλονάκι και κλύσμα μαζί. Εγχείριση έκανε ο καριόλης - όχι συναυλία. Κι αφού μας είχε «ανοίξει», άρχισε να βάζει δάχτυλο παντού. Τα ίδια και χειρότερα στο αγαπημένο, ζωώδες "Closer", που άρεσε πολύ.

Ολική παραμόρφωση. Ούτε ο χρόνος δεν έμεινε ανέπαφος. Ακόμη και αυτός έγινε μια θερμοσυστελλόμενη μάζα καθώς ακουγόταν το "The Warning" («Your time is tick, tick, ticking away») που κόλλησε με το "The Great Destroyer", κατά τη διάρκεια του οποίου τα φωτορυθμικά και οι κάθε λογής θόρυβοι βαρέσανε τελικές. Μιράκολο-Μιράκολο! Ο αποχαυνωμένος κόσμος «αναβαθμίστηκε» σε άναυδο. Αλλά επειδή ο Trent φροντίζει να μην φλωρέψουμε μας πέταξε ένα "Wish" για να «ξεπιαστούμε».  Στα καπάκια το "Hand That Feeds You" προς γενικό χαμό. Κι αφού, λοιπόν, μας είχε πάρει το σκαλπ, μας έκανε πλάκα με το "Head Like A Hole". «Bow down before the Trent you serve»...

Μια ημέρα πριν ο John Grant μας το 'παιζε ο greatest motherfucker και ακουγόταν πειστικότατος. Ωστόσο, ο Trent παίζει σε άλλη λίγκα. Ένας πραγματικός starfucker που ρούφηξε τη ζωή από μέσα μας (για περίπου 100 λεπτά) και μας έφτυσε τα τσόφλια στα μούτρα, αλλά και πάλι του βγάλαμε το καπέλο. Ούτε οι δυνάμεις, ούτε η λογική, ούτε καν το ένστικτο αυτοσυντήρησης δεν μπορούν να σε βοηθήσουν αν μπλέξεις στα πλοκάμια του. Ο τύπος και τα δημιουργήματά του απλά πέφτουν και σε πλακώνουν. Το παίρνεις απόφαση και απλά παρατηρείς τον εαυτό σου να συνθλίβεται. Στο "Hurt" έβλεπες μεγάλους ανθρώπους να κλαίνε με λυγμούς. Σκατά, όχι αστεία. Δεν περιγράφω άλλο.-  

(Π.Μ.)

SETLIST

Me, I'm Not
Sanctified
Copy Of A
The Day The World Went Away
Reptile
March Of The Pigs
Piggy
The Frail
The Wretched
Disappointed
Came Back Haunted
Survivalism
Gave Up
Find My Way
Closer
The Warning
The Great Destroyer
Wish
The Hand That Feeds
Head Like A Hole
Hurt

Foals (02:10 Heineken Stage)

Ο ιστορικός του μέλλοντος θα κρίνει αν έπραξα καλά, όταν λίγο πριν ο Trent Reznor τραγουδήσει το "Hurt" έφυγα για τη Heineken Stage προκειμένου να πιάσω καλή θέση για τα «πουλάρια» (Foals) του Yannis (είχε πολύ πλάκα να ακούς τον κόσμο να τον φωνάζει, λέγοντας το μικρό του με προφορά). Αρκετός νεαρόκοσμος, με τα περισσότερα να είναι κοριτσόπουλα, ήταν ήδη συγκεντρωμένος εκεί, όμως τα γκρίζα μου μαλλιά μου επέτρεψαν να φτάσω αρκετά μπροστά.

Οι Foals παρουσιάζονταν στο φεστιβάλ με τέσσερις δίσκους στο ενεργητικό τους και με πιο πρόσφατο το "Holy Fire" του 2013 για τη Warner, στο οποίο περιλαμβάνονται μπόλικα hits "My Number", "Inhaler" και "Late Night". Μια νέα προσέγγιση στον όρο του (disco;) funk με ατμοσφαιρικά, αβάντ-γκαρντ και πειραματικά στοιχεία, αλλά και pop φινίρισμα. Παράλληλα, εδώ και κάμποσο καιρό οι Foals αποτελούν την πιο αγαπημένη μπάντα του NME, δικαιολογημένα ναι μεν, αλλά και με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται.

Δυο, τρία λεπτά μετά τις 02:10 οι Foals βγήκαν στη σκηνή και ενώ από κάτω επικρατούσε, πλέον, το αδιαχώρητο. Ξεκίνησαν το σετ τους με το "Prelude", το εναρκτήριο κομμάτι από το τελευταίο τους άλμπουμ. Ήδη από τις πρώτες νότες, η πιτσιρικαρία (κι εγώ μαζί) χοροπηδούσε και ο πολύ καλός drummer Jack Bevan είχε ανέβει στη μπότα.



Μεταξύ των τραγουδιών, επί της ουσίας, δεν υπήρξαν παύσεις. Οπότε, κατ' αυτόν τον σαρωτικό και funky ρυθμό, ακολούθησε το power disco κομμάτι "Total Life Forever" από το ομώνυμό τους άλμπουμ κι έπειτα το πολυαναμενόμενο "My Number", κατά το οποίο ο Philippakis οδήγησε το κοινό σε χορευτικό παροξυσμό, αποδεικνύοντας πόσο σπουδαίος frontman είναι ήδη και αφήνοντας μεγάλες υποσχέσεις για το μέλλον. Ο ίδιος υπερκινητικότατος, επιχείρησε crowd surfing με την κιθάρα του και το έφερε εις πέρας σαν φτασμένος guitar hero απ' τα παλιά.

Στο "Providence" που ακολούθησε, άλλαξε λίγο η ατμόσφαιρα και έγινε πιο αργή και αισθαντική. Με το κοινό, όμως, τόσο διαβασμένο κι ορεξάτο, το πρόγραμμα δεν θα μπορούσε να κάνει κοιλιά ακόμα κι αν οι Foals αποφάσιζαν να παίξουν τη Μάγια τη Μέλισσα. Στη συνέχεια, ακούστηκαν τα "Spanish Sahara" και "Red Socks Pugie" από τον πρώτο και δεύτερο δίσκο τους "Total Life Forever" και "Antidoted" αντίστοιχα. Ο ρυθμός ξαναζωντάνεψε περισσότερο με το κοινό και το συγκρότημα να αλληλεπιδρούν και να αποκρίνονται άψογα σε κάθε νεύμα του συμπατριώτη μας. Σε ένα τέτοιο κλίμα, επιστρέψαμε στο "Holy Fire" με τα κομμάτια "Late Night" και "Inhaler" (απίθανο, πραγματικά) και η συναυλία έκλεισε με το "Two Steps, Twice" από το "Antidotes" του 2008, κατά το οποίο το sing-along υπήρξε επικό. «Babada babada, babada baba...»



Το show τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και δυναμίτης, μιας και για περίπου μια ώρα κανείς δε σταμάτησε, είτε να τραγουδάει είτε να χορεύει. Τη στιγμή αυτή οι Foals μοιάζουν με το σκληρότερα εργαζόμενο βρετανικό συγκρότημα και αυτό βγήκε στον τρόπο με τον οποίο απέδωσαν και έλεγξαν το ρυθμό του show τους, στον τρόπο με τον οποίο επικοινώνησαν, «χειραγώγησαν» και κινητοποίησαν το πλήθος. O Philippakis, δε, πλάσαρε τον εαυτό του σαν rock star παλαιάς κοπής, καταφεύγοντας σε επικοινωνιακά κλισέ (έκανε τράκα τσιγάρο από το κοινό κλπ), τα οποία δεν ενοχλούν κανέναν όταν γίνονται με τον ωραίο τρόπο του.

Και για το τέλος μια υπόθεση εργασίας, τηρουμένων των αναλογιών, αν οι Foals έπαιζαν αύριο στο Gagarin, θα το γέμιζαν;

(Σ.Μ.)

SETLIST

Prelude
Total Life Forever
My Number
Providence
Spanish Sahara
Red Socks Pugie
Late Night
Inhaler
Two Steps, Twice

Cut Copy (03:30 ATP Stage)

Κάτι η μεγάλη απόσταση που έπρεπε να διανύσουμε από τη Heineken Stage, κάτι μια απαραίτητη στάση για φαγητό, καθώς είχαμε σκοπό να μείνουμε στο Forum μέχρι το φινάλε του φεστιβάλ, με τα πολλά φτάσαμε στην ATP Stage κατά τις τέσσερις παρά για να συναντήσουμε ένα τεράστιο πλήθος, που δεν μας επέτρεψε να πλησιάσουμε ούτε στην πλευρική οθόνη της σκηνής. Την ίδια ώρα τελείωναν και οι Black Lips στη σκηνή του Pitchfork και λίγο αργότερα είχε συγκεντρωθεί ο περισσότερος κόσμος που είδαμε καθ’ όλη τη διάρκεια του φεστιβάλ. Οποία τιμή για τους Αυστραλούς Cut Copy!

Με αυτήν τη χαρωπή new wave indietronica που έπαιξαν, μας θύμισαν πολύ τους Hot Chip, αλλά και τους Holy Ghost!, που είχαμε δει πριν τρεις ημέρες στην ίδια σκηνή. Ωραία μπλιμπλίκια, έξυπνα grooves και χαλαροί χορευτικοί ρυθμοί από τον ένρινο Dan Whitford και την παρέα του, που «κούνησαν», αλλά -από όσο- είδαμε δεν απογείωσαν τον κόσμο που ήταν εκεί για να χορέψει (ή μήπως για να περάσει την ώρα του μέχρι να πάει πέντε για να πάρει το μετρό;). Δεν το κρύβω, πάντως, ότι εμείς ήμασταν εκεί περιμένοντας περισσότερο να περάσει η ώρα για να πάμε στο καθιερωμένο closing-party, υπό τις μουσικές του DJ Coco, οπότε μην πάρετε και τοις μετρητοίς την -όχι και τόσο- ενθουσιώδη άποψή μας για αυτό που (μισό)είδαμε. Υπήρχε κόσμος που πέρασε πολύ καλά.

(Π.Μ.)

DJ Coco (04:35 Ray-Ban Stage)

Είχαμε περάσει τόσο καλά στο περυσινό DJ set του DJ Coco και δεν θα το χάναμε για τίποτε. Γεμάτο all time classic rock χιτάκια σε ωραίες μίξεις το set του είναι πραγματική εγγύηση για ξεφάντωμα μέχρι πρωίας και για αυτό έχει καθιερωθεί να κλείνει το φεστιβάλ κάθε χρόνο. Ξεκίνησε χαλαρά με το "What Is The Light?" των Flaming Lips (σε ένα κάλεσμα «φωτεινών» ανθρώπων) και σύντομα άρχισε να μας βομβαρδίζει με επιτυχίες από όλες τις δεκαετίες και όλα τα είδη (μέχρι και metal έπαιξε). Ο κόσμος δεν σταμάτησε να χορεύει ούτε στιγμή, παρά την προχωρημένη ώρα και λίγο πριν ξημερώσει ο τόπος γέμισε κομφετί. Δύο ώρες περάσανε χωρίς να το καταλάβουμε και φτάσαμε στη στιγμή που πολύς κόσμος περίμενε.

Λίγο μετά τις 06:30, με τον ήλιο να λάμπει, πλέον, άρχισε να ακούγεται το "Don't Stop Believin'" των Journey, με το οποίο έχει καθιερωθεί να πέφτει η αυλαία στο Parc Del Forum. Και πραγματικά δεν υπάρχει καλύτερο τραγούδι από αυτό για τελειώματα (θυμίζω το "Sopranos"). Ένιωθες όλη την κούραση και όλη την ένταση από τις συγκινήσεις που ζήσαμε τις προηγούμενες μέρες και νύχτες να διοχετεύεται σε ένα και μόνο τραγούδι και η στιγμή ήταν -για ακόμη μια φορά- μαγική. Μπροστά στη σκηνή ο κόσμος αγκαλιασμένος τραγουδούσε και έβλεπε δύο ομάδες παιδιών να πλησιάζουν η μία την άλλη, έχοντας σηκώσει ψηλά (όρθιους) από ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Just a small town girl and a city guy...

(Π.Μ.)

Ήταν μια ημέρα αρκετά μακριά από αυτό που έχω στο μυαλό μου για το indie Primavera με τον εύθυμο κόσμο. Μια ημέρα γεμάτη post συγκινήσεις. Από το post-punk των Television, στο post-rock των Godspeed You! Black Emperor και των Mogwai (τους οποίους δεν είδαμε, αλλά τέλος πάντων) και φυσικά το post-civilization των Nine Inch Nails, το οποίο μας ισοπέδωσε τελείως. Με όλα αυτά, κάποια στιγμή αναρωτήθηκα: «Μα καλά, πού πήγε το «χαρωπό» Primavera»; Ευτυχώς είχε και Foals (που δεν τους λες και «ελαφρύ» άκουσμα) μετά και συνήλθαμε...

Κυριακή 01/06/2014 - Η επόμενη (ή «αναρρωτική») ημέρα

Η επόμενη ημέρα μας βρήκε «λιωμένους» από την κούραση, αλλά τα όσα ήταν προγραμματισμένα δεν μας επέτρεπαν να χαλαρώσουμε. Η ξεκούραση μπορούσε να περιμένει για την επιστροφή στα πάτρια εδάφη. Έτσι, παρ’ ότι «μαζευτήκαμε» στα δωμάτιά μας κατά τις 08:30, στις 16:30 βρισκόμασταν στο Parc de la Ciutadella, όπου (με ελεύθερη πρόσβαση) έπαιζαν κάποια ανερχόμενα ονόματα. Όταν φτάσαμε, είχαν ήδη τελειώσει οι Hospitality και έπαιζαν οι Boogarins κάτω από έναν καυτό ήλιο. Ο κόσμος στο πάρκο (όπου πηγαίνουν οικογένειες με τα παιδάκια τους για χαλάρωση) κείτονταν «λιωμένος» στα γρασίδια. Ε, κάπου εκεί «έσβησα» κι εγώ κι άρχισα τη φωτοσύνθεση. Βοήθησαν και οι πιτσιρικάδες από τη Βραζιλία με το ωραίο psych-rock τους και πραγματικά ένιωθα τον ευεργετικό ήλιο να περνάει μέσα από τα ρούχα μου.

Μην με ρωτήσετε να σας πω παραπάνω, μόνο το γρασίδι, ο ήλιος και μερικές ωραίες κιθάρες μου έμειναν. Όταν σηκώθηκα είχαν αρχίσει να παίζουν οι Dum Dum Girls και οι χαριτωμενιές τους ταίριαζαν γάντι στην ηλιόλουστη ημέρα και το όμορφο πάρκο. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί ήταν πολύς και υπήρχε στριμωξίδι, αλλά έστω κι έτσι, η γκαραζοειδής flower pop των καλιφορνέζων της Sub Pop έφερνε ένα δροσερό αεράκι. Για ώρες αφού φύγαμε από το πάρκο το «κολληματικό» "Bedroom Eyes" σφύριζε μες το κεφάλι μας.



Αργότερα (από τις 20:00 και μετά) στους κλειστούς χώρους Barts και Sala Apolo έλαβε χώρα το λεγόμενο «closing party» με ονόματα όπως οι φασαριόζοι Cloud Nothings, το electro-funk ντουέτο των Chromeo και ο παραγωγικότατος ψυχεδελικός γκαραζιέρης Ty Segall. Για αυτούς δεν μπορώ παρά να σας μεταφέρω τις απόψεις εκείνων που πήγαν στα clubs, γιατί εγώ και κάποιοι άλλοι από την επταμελή (god bless 'em) παρέα μας προτιμήσαμε να σουλατσάρουμε στην πανέμορφη Βαρκελώνη που είχαμε παραμελήσει όλες αυτές τις ημέρες. Έτσι, λοιπόν, σας γράφω ότι οι Cloud Nothings ήταν σκέτος πονοκέφαλος, ενώ ο Ty Segall ένας πραγματικός δυναμίτης που του αξίζει πολύ μεγαλύτερο status από αυτό που έχει ήδη κατακτήσει.

Επίλογος

Το φετινό Primavera Sound της Βαρκελώνης είχε ένα καταπληκτικό line-up - το πιο πλούσιο στη 14-χρονη ιστορία του. Τα «μεγάλα» ονόματά του ήταν μεγαλύτερα από κάθε άλλη φορά, αλλά αυτό δεν διατάραξε την -εξ ορισμού- indie φυσιογνωμία του ως φεστιβάλ. Υπήρξαν σημαντικές βελτιώσεις στον οργανωτικό τομέα και θα έλεγα ότι κύλησε πολύ πιο ξεκούραστα από το περυσινό event, παρά τις βροχές που φάγαμε.

Αυτό που ζήσαμε και φέτος ήταν ένα συναυλιακό ντελίριο, το οποίο μας γέμισε εμπειρίες, που θα χρειαστεί χρόνος για να ταξινομήσουμε μέσα στο κεφάλι μας. Σε κάθε περίπτωση, για να μην μακρηγορώ, επικυρώθηκε η άποψή μας ότι αξίζει τον κόπο να σφίξει κάποιος το ζωνάρι για να βάλει 600-700 ευρώ στην άκρη (ανά άτομο: 150-200 ευρώ για το full εισιτήριο, 250-350 ευρώ για τα αεροπορικά, 100 ευρώ για διαμονή σε διαμέρισμα μέχρι όσο αντέχετε για ξενοδοχείο και 100 -150 ευρώ για φαγητά και μετακινήσεις). Άλλωστε, πόσο θα ήθελε κάποιος να δει 25-30 ονόματα αυτού του μεγέθους σε μεμονωμένες συναυλίες; Μην τα ξαναλέμε τώρα, είναι γνωστά τα φεστιβαλικά πλεονεκτήματα.  Ε, βάλτε και την υπέροχη Βαρκελώνη στην εξίσωση και έδεσε το γλυκό.



Φωτογραφίες: Dani Canto | Eric Pamies | Santiago Periel | Παντελής Μαραγκός
  • SHARE
  • TWEET